Primavera Sound (Day 2: The National, Pixies, Dr. John, John Grant, !!! κ.ά.), Βαρκελώνη, 30/05/14

Φάγαμε μια γερή βροχή για χάρη του John Grant, αλλά χαλάλι τα κρυοπαγήματα με όλα αυτά που είδαμε

Από τον Παντελή Μαραγκό, 18/06/2014 @ 12:04
Η δεύτερη (κυρίως) ημέρα του Primavera Sound χαρακτηρίστηκε από μια απογευματινή βροχή που μας έκανε μούσκεμα από την κορυφή ως τα νύχια. Παρ' όλα αυτά, βλέποντας τόσα πράγματα στις 12 και πλέον ώρες που παραμείναμε στο Parc Del Forum, όταν γυρίσαμε στα δωμάτιά μας κατά τις 05:00, εκείνη η νεροποντή έμοιαζε να έχει πέσει κάποια άλλη, μακρινή ημέρα. Οι πατούσες μου είχαν μουλιάσει, αλλά κοιτάζοντάς τες μόνο να χαμογελάσω μπορούσα, καθώς πριν από δυόμιση ώρες κοπανιόμουν (όπως όλοι που βρέθηκαν εκεί) υπό τους ήχους των !!! (chk chk chk) με τον θεοπάλαβο frontman.

Γέλασα με τον εαυτό μου αναλογιζόμενος το απίθανο contrast συναισθημάτων που μου δημιούργησαν όλα αυτά που είχα την ευκαιρία να δω σε αυτό το συμπυκνωμένο μουσικό ταξίδι που προηγήθηκε. Μπορεί να το περνάμε στο ντούκου, αλλά δεν είναι εύκολο πράγμα να μεταβαίνεις από το βουνό συναισθημάτων που βγάζουν ονόματα όπως ο John Grant ή οι National στο (υποδειγματικό) «καραγκιοζιλίκι» των !!! (chk chk chk). Υπάρχει μια άγρια ομορφιά σε μεταπτώσεις αυτού του είδους και προσφέρεται απλόχερα στα φεστιβάλ αυτού του βεληνεκούς. Έτσι, στο τέλος μιας ημέρας που είχες το δώρο να δεις ονόματα όπως οι μεγάλοι Pixies ή ο αξεπέραστος Dr. John, βρίσκεις τον εαυτό σου να θυμάται άλλα πράγματα, καθώς τα ερεθίσματα ήταν περισσότερα από όσα μπορείς να ταξινομήσεις στο κεφάλι σου. Υπερβολικά παραφορτωμένα line-up; Οπωσδήποτε. Αλλά τί ωραίες υπερβολές...

Παρασκευή 30/05/2014 - Δεύτερη ημέρα (η βροχερή)

Μετά τις εξαιρετικές στιγμές που είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε κατά την πρώτη (κυρίως) ημέρα του φεστιβάλ (διαβάστε την ανταπόκρισή μας εδώ), βρισκόμασταν ενώπιον μιας εξίσου υποσχόμενης συναυλιακής ημέρας, που ξεκίναγε από πολύ νωρίς με άκρως ενδιαφέροντα ονόματα όπως η Julia Holter, με την οποία ήταν προγραμματισμένη να ανοίξει η αυλαία στο κλειστό αμφιθέατρο.

Και μόνο που ξαναβρισκόμασταν στο Auditori Rockdelux έπειτα από ένα χρόνο νιώθαμε πανέμορφα. Ένας εξαιρετικός κλειστός συναυλιακός χώρος στην είσοδο του Parc Del Forum, τον οποίο είχαμε συνδυάσει με μερικές πολύ ενδιαφέρουσες εμφανίσεις που παρακολουθήσαμε εκεί πέρυσι. Η εξαιρετική ακουστική και τα αναπαυτικότατα καθίσματά του σε συνδυασμό με τους «ποιοτικούς» καλλιτέχνες που -κατά κόρον- προγραμματίζονται εκεί, συνιστούν ένα ιδανικό κράμα για ανάκτηση ενέργειας και -πιστέψτε με- η διαχείριση της ενέργειας στο Primavera Sound είναι καθοριστικός παράγοντας για να περάσεις καλά.

Η ώρα ήταν μόλις 16:00, αλλά το αμφιθέατρο (χωρητικότητας 3.000 θέσεων) ήταν γεμάτο κατά τα δύο τρίτα. Να πω την αλήθεια, το περίμενα κατάμεστο με δεδομένη την προβολή που έχει απολαύσει η Julia Holter τα τελευταία χρόνια, αλλά η αλήθεια είναι ότι ούτε η Αμερικανίδα δεν είναι καθόλου εύκολο άκουσμα, ενώ και οι επισκέπτες της Βαρκελώνης έχουν τόσα πράγματα να δουν στην πανέμορφη πόλη για να θυσιάσουν και το απόγευμά τους (εκτός από το βράδυ και τα ξημερώματα που σου «ρουφάει» το φεστιβάλ, καθώς επίσης και το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού, που το θέλεις για να κοιμηθείς).

Julia Holter (16:00 Auditori Rockdelux)

Η μικροκαμωμένη Holter ανέβηκε στη σκηνή και στάθηκε πίσω από τα πλήκτρα συνοδευόμενη από μια τετραμελή μπάντα (βιολί, τσέλο, ντραμς, σαξόφωνο) που συνδύαζε τις αρετές της μουσικής δωματίου και της jazz. Φορούσε μπαλαρίνες και ένα άνετο φόρεμα μέχρι το γόνατο και αμέσως εισέπραξε ένα ευγενικό χειροκρότημα. Με την αιθέρια φωνή και τη θεατρική της ερμηνεία μας κέρδισε αμέσως. Καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης υπήρξε ευδιάθετη και επικοινωνιακή, αλλά αυτό δεν έκρυβε τη συνεσταλμένη φύση της.

Μετά το πρώτο κομμάτι παραπονέθηκε ευγενικά για το πόσο νωρίς έπρεπε να παίξει, ιδιαίτερα σε ένα φεστιβάλ που τραβάει μέχρι τόσο αργά, αφήνοντας να φανεί ότι και εκείνη καλοπέρασε το προηγούμενο ξημέρωμα. Παρ' όλα αυτά δεν ακούστηκε «πιασμένη». Μας ταξίδεψε με τη γλυκιά μελαγχολία της θυμίζοντας την Joanna Newsom, αλλά χωρίς την ιδιαίτερη φωνή και την άρπα εκείνης.

Μουσικά, πάντως, η Holter και η παρέα της είναι ακόμη πιο πολύπλοκη, δίνοντάς μας την ευκαιρία να θαυμάσουμε ένα περίτεχνο -αλλά όχι υπερβολικό ή φαντεζί- παίξιμο, γεμάτο περίεργους ρυθμούς και πρωτότυπες κατευθύνσεις. Όπως είπε και ένας καλός φίλος (μεγάλος fan του έργου της): «η μουσική της μοιάζει με σημείο συνάντησης της αιθέριας και φασματικής pop, της μυστηριώδους folk και της avant-garde». Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο, που έλεγε και ο παράγοντας του Εδεσσαϊκού.

Η εμφάνιση ξεκίνησε με κομμάτια από τους δύο πρώτους δίσκους της (τα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία "Tragedy" και "Ekstasis") και σταδιακά επικεντρώθηκε στο "Loud City Song" (εμπνευσμένο από την ταινία "Gigi" του 1958 και των εννέα Oscar), που κυκλοφόρησε πέρυσι, αποσπώντας μερικές ενθουσιώδεις κριτικές (θυμίζω ότι το άλμπουμ αυτό κατατάχθηκε 33ο στην αθροιστική λίστα που φτιάξαμε με τα καλύτερα άλμπουμ του 2013, όπως αυτά προέκυψαν από τις επί μέρους λίστες του διεθνούς μουσικού Τύπου).



Μακράν πιο χαριτωμένη στιγμή η ερμηνεία της στο χαρωπό "This Is A True Heart", ενώ απολαυστικότατη ήταν και η ονειρική διασκευή στο "Hello Stranger" της Barbara Lewis (μεγάλη R&B επιτυχία από το 1963). Η εμφάνιση ολοκληρώθηκε με το "Maxim's I" και ένα θερμό χειροκρότημα από τον κόσμο. Μπορεί η Holter και η μουσικά, τρομερά καταρτισμένη, παρέα της να μην μας «απογείωσε» (δεν αναμενόταν κάτι τέτοιο άλλωστε), αλλά αυτό το Experimental Art Pop ταξίδι που μας χάρισε ήταν κάτι που θα θυμόμαστε.

John Wizards (17:45 Auditori Rockdelux)

H εμφάνιση της Linda Perhacs είχε ακυρωθεί και τη θέση της είχε πάρει ο κοκκινομάλλης Νοτιοαφρικανός John Wizards και η παρέα του, οι οποίοι έρχονταν με κάποιο hype πίσω τους (ο Guardian είχε το άλμπουμ τους στα 10 καλύτερα του 2013). Χρειάστηκαν πάνω από 40 λεπτά για να ολοκληρώσουν (μόνοι τους) το sound check και αυτό περιόρισε δραστικά το χρόνο που μπορούσαμε να τους αφιερώσουμε, δεδομένου ότι δεν ήμασταν διατεθειμένοι να χάσουμε ούτε λεπτό του John Grant, που έπαιζε λίγο αργότερα σε μια σκηνή που βρισκόταν στα 15 λεπτά ποδαρόδρομο από το Auditori.



Έτσι, στα 25 λεπτά που τους είδαμε, δεν μας κέρδισαν. Παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον αυτό το κράμα africa pop, funk, dub, reggae και house που παίζουν και είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις τους να δημιουργήσουν ένα "Graceland" (1986) για τον 21ο αιώνα, αλλά στερούνται κάποιας αξιομνημόνευτης μελωδίας. Αντ' αυτού, επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα και έμφαση στη δημιουργία χαρωπής ατμόσφαιρας. Φιλότιμος και ο υπερκινητικός τραγουδιστής από τη Ρουάντα και σύντομα στήθηκαν πηγαδάκια χορού μέσα στο αμφιθέατρο. Αυτό, όμως, σε ένα φεστιβάλ με το χαμογελαστό κόσμο που μαζεύει το Primavera δεν θεωρείται, δα, και κανένα μεγάλο επίτευγμα...

John Grant (18:30 Heineken Stage)

Κάτι μου λέει ότι όταν ο καιρός περάσει και οι μνήμες ξεθωριάσουν, αυτή θα είναι η εμφάνιση του Primavera Sound 2014 που θα έχει μείνει πιο έντονα χαραγμένη στο μυαλό μου. Υπό καταρρακτώδη βροχή (τουλούμια έριχνε) και χωρίς ομπρέλα πήγα να κωλώσω στην αρχή, αλλά η αίσθηση του «καθήκοντος» με κράτησε εκεί να φλερτάρω με την πνευμονία. Βέβαια, μόλις μούλιασαν και το πιο απόκρυφα σημεία του σώματός μου δεν είχα, πλέον, τίποτε να φοβηθώ. Και κάπου εκεί επικεντρώθηκα σε αυτό το πολύ πειστικό θέαμα που είχα μπροστά μου.

Δεν υπήρχε κάτι που να ταιριάζει περισσότερο με τη νεροποντή από τις μελαγχολικές μελωδίες του John Grant και της πενταμελούς παρέας του. Πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ένας λόγιος, βαρύτονος, gay, οροθετικός, καθ' όλα προικισμένος old-school συνθέτης (σαν τον Elton John στα πολύ πρώτα του). Φόρεσε το σκούφο και τα μαύρα του γυαλιά, μίλησε επανειλημμένως στα ισπανικά και μας τραγούδησε τις αλήθειες του μέσα από κάποιες από τις πλέον αξιομνημόνευτες μπαλάντες των τελευταίων ετών.



Φυσικά δεν έλειψαν και μερικά από τα «πειραματικά» κομμάτια του περυσινού, δεύτερου δίσκου του ("Pale Green Ghosts"), αλλά τι να πει κανείς για κομμάτια όπως το "Glacier" (με το απίθανο τελείωμα στο πιάνο) ή το "GMF"; Το να ακούς ζωντανά τους στίχους «But I am the greatest motherfucker that you're ever gonna meet / From the top of my head, down to the tips of the toes on my feet / So go ahead and love me while it's still a crime/  And don't forget you could be laughing 65 percent more of the time» από τον άνθρωπο που τους έγραψε και τον κόσμο που αψηφούσε τη βροχή ήταν πραγματικά μοναδική εμπειρία. Ολοκλήρωσε την εμφάνισή του παίζοντας στο πιάνο το εξίσου ανατριχιαστικό "Queen Of Denmark" με την μπάντα του να «φορτώνει» για έναν πραγματικά δικαιολογημένο λόγο («Why don't you bore the shit out of somebody else?»). Συγκινητικές στιγμές που δεν περιγράφονται με λόγια.

Mick Harvey performs Serge Gainsbourg (19:15 Auditori Rockdelux)

Λίγες ημέρες πριν την έναρξη του φεστιβάλ, η πολυαγαπημένη μου Jenny Lewis είχε ακυρώσει («for logistic reasons» όπως έλεγε η επίσημη ανακοίνωση) την εμφάνισή της, οπότε υπήρχε ένα κενό στη μεγαλύτερη από τις τρεις μεγάλες σκηνές (Sony stage). Έτσι, στην προσπάθειά μας να στεγνώσουμε ξανακάναμε το μεγάλο ταξίδι προς το αμφιθέατρο, καθώς ο καιρός βελτιωνόταν και ένα ουράνιο τόξο έκανε την εμφάνισή του. Στο Auditori ο Mick Harvey (πάλαι ποτέ Birthday Party και Bad Seed) παρουσίαζε και πάλι μετά από χρόνια τη σπουδή που είχε κάνει στο έργο του μεγάλου Serge Gainsbourg.

Θυμίζω ότι στα μέσα των '90s ο Harvey είχε κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ ("Intoxicated Man" και "Pink Elephants", τα οποία τον Απρίλιο επανακυκλοφόρησαν σε διπλό CD), όπου είχε προσαρμόσει στα αγγλικά μερικές από τις πιο όμορφες συνθέσεις του αδιανόητα επιδραστικού Gainsbourg. Φτάνοντας καθυστερημένοι προλάβαμε να ακούσουμε εξ' αποστάσεως λίγο μόνο από το ιστορικό "Je T'aime...Moi Non Plus", αλλά χωρίς να έχουμε μπει ακόμη στην αίθουσα δεν πήρε το αυτί μας τίποτε από τα γνωστά βογκητά. Συνοδεία μιας μεγάλης μπάντας που συμπεριελάμβανε και μια δεκαμελή ορχήστρα με κλασσικά έγχορδα, ο Harvey και η παρέα του είχαν δημιουργήσει μια πανέμορφη ατμόσφαιρα που αξιοποιούσε στο έπακρο τον τέλειο ήχο του χώρου. Δυστυχώς προλάβαμε να ακούσουμε μόλις έξι-επτά κομμάτια (χάσαμε και το "Bonnie & Clyde"), αλλά ακόμη κι αυτά άξιζαν τον κόπο. Το show έκλεισε με το "Initials B.B." και ο Harvey με την παρέα του (καθώς επίσης κι ο Serge εκεί ψηλά...) εισέπραξαν ένα ζεστό χειροκρότημα από το κοινό του κατάμεστου Auditori.

Dr. John And The Nite Trippers (20:40 Rayban Stage)

Ίσως η πιο ευχάριστη από τις ευχάριστες εκπλήξεις που μας επεφύλασσε το φετινό, εξαιρετικό line-up του Primavera Sound ήταν αυτή του ζωντανού θρύλου Dr. John, ο οποίος για παραπάνω από 50 χρόνια έχει μαγέψει με τα blues του (και τα βουντού του βεβαίως-βεβαίως) γενιές και γενιές. Φορώντας μαύρα γυαλιά και την καπελαδούρα του, κάτω από την οποία ξεπρόβαλλε μια πελώρια σφιχτοδεμένη κοτσίδα και έχοντας δίπλα του μια νεκροκεφαλή, αλλά και διάφορα χαϊμαλιά από δόντια, φτερά και πούπουλα, δεν χρειάστηκε παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα για να μας μεταφέρει νοερά στο Mardi Gras.

Ξεκίνησε την εμφάνισή του με τρία κομμάτια ("Locked Down", "Revolution" και "Big Shot") από το πολύ καλό "Locked Down" (2012). Δεν χρειάστηκε πολύ για να διαπιστώσουμε ότι η φωνή του παραμένει σε πολύ καλή κατάσταση (ελαφρώς πιο «σκαμμένη» από ό,τι παλαιότερα, αλλά και αυτό μόνο να προσδώσει έχει στο γενικότερο ύφος του). Από τη άλλη μεριά, όπως διαπιστώσαμε στο "Down On The Bayou", όταν αποφασίζει να το ρίξει στο boogie-woogie, παίζει πιάνο δίχως ίχνος αρτηριοσκλήρωσης. Δεν ισχύει το ίδιο, βέβαια, για τη συνολική του κίνηση (βγήκε στη σκηνή στηριζόμενος σε μπαστούνια), που καθιστά ξεκάθαρο ότι ο χρόνος τον έχει βαρύνει. Έτσι, πέρασε το show κυρίως καθισμένος μπροστά στο πιάνο του, αλλά ζώστηκε και την κιθάρα του για να μας σολάρει στο "Let The Good Times Roll". Στο κοινό, μεγάλος -κατά κύριο λόγο- κόσμος που ρουφούσε την εμπειρία γεμάτος χαρά και προσήλωση. H Ray-Ban Stage δεν ήταν κατάμεστη, αλλά στα πρόσωπα εκείνων που βρέθηκαν εκεί διέκρινες μια ευγνωμοσύνη προς τους διοργανωτές για αυτήν τη σπάνια ευκαιρία που μας δόθηκε να δούμε τον κ. Rebennack από κοντά.



Η εμφάνιση ολοκληρώθηκε -και κορυφώθηκε- με τα αξεπέραστα "Right Place, Wrong Time" και "Such A Night", το οποίο μπορεί να «λιώσει» ακόμη και την πιο «σκληρή» καρδιά. Δυο μαγικές στιγμές. Στο τελευταίο μας σύστησε την μπάντα του (πλήκτρα x2 / κιθάρα / μπάσο / drums / τρομπόνι) με τον παλιό καλό τρόπο (όνομα - σόλο) και ήταν όλοι τους άψογοι.  Ωστόσο, ξεχωριστή θέση κατείχε η Sara Morrow, η οποία εκτός από τα κόλπα στο τρομπόνι ασκεί και χρέη musical director. 55 λεπτά πέρασαν μέσα σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με δευτερόλεπτα. Ένα συμπυκνωμένο μάθημα μουσικής ιστορίας που θα μείνει αξέχαστο.

Sharon Van Etten (21:45 - ATP Stage)

Όπως κι η St. Vincent που είδαμε την προηγούμενη ημέρα, η Sharon Van Etten από το New Jersey ήρθε στη Βαρκελώνη έχοντας έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2014. Ξεκίνησε την εμφάνισή της με τα δύο πρώτα κομμάτια του τελευταίου της άλμπουμ "Are We There", τα πολύ όμορφα "Afraid Of Nothing" (γραμμένο στα 3/4) και το πρώτο single "Taking My Chances" και κέρδισε αμέσως την προσοχή μας. Διαυγής, μακριά από οποιαδήποτε φούρια, αλλά και με ένα ενδόμυχο μούδιασμα, παρακαταθήκη από κάποιες πικρές εμπειρίες που την έχουν σημαδέψει κατά τα τελευταία χρόνια, έμοιαζε τόσο συγκεντρωμένη, που θαρρείς ότι τα άστρα της είναι τέλεια ευθυγραμμισμένα και όλο αυτό το μετέδιδε.

Γλυκιά και χαμογελαστή, αλληλεπιδρούσε διαρκώς με τον κόσμο και μίλησε όσο μπορούσε στα ισπανικά. Γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι την ίδια ώρα με εκείνη εμφανίζονταν οι Slowdive, μας ευχαρίστησε που προτιμήσαμε αυτήν και τις μπαλάντες της και αστειεύτηκε σχετικά («Ι'm the queen -better princess- of anti-climatic»), προτού μας τραγουδήσει το συγκινητικότατο "I Know" (το είπε πρόσφατα και στο show του Jools Holland) μόνη στο ηλεκτρικό πιάνο. Η απόδοση των κομματιών ήταν άψογη, όπως και το δέσιμο με την μπάντα της, ιδιαίτερα με την κοπέλα στα πλήκτρα, η οποία έκανε και εξαιρετικά δεύτερα φωνητικά. Υπήρχαν στιγμές που θύμιζε την PJ Harvey, αλλά εκείνο που μου έμεινε περισσότερο είναι ότι στο πρόσωπό της η Αμερική έχει βρει μια νέα Lucinda Williams.



To setlist που μας παρουσίασε επικεντρώθηκε στο τελευταίο της άλμπουμ και προκάλεσε έκπληξη ότι ακούσαμε μόλις ένα κομμάτι (το à la National "Serpents") από το πολύ καλό "Tramp" (2012). Από τα συνολικά δώδεκα κομμάτια που παίχτηκαν, τα εννέα προέρχονταν από το "Are We There", ενώ ακούσαμε και δύο από το "Epic" (2010), μεταξύ των οποίων και το πολύ καλό "Save Yourself". Έκλεισε με το δυναμικό "Your Love Is Killing Me" που έφερε αναντριχίλες με το μεγαλειώδες ρεφρέν του και το γλυκύτατο "Every Time The Sun Comes Up", το οποίο σιγοτραγούδησαν ακόμη κι εκείνοι που βρέθηκαν εκεί από απλή περιέργεια και το άκουγαν για πρώτη φορά. Μια απολύτως επιτυχημένη εμφάνιση, από μια κοπέλα που βρίσκεται στο δημιουργικό της ζενίθ. Δεν θέλει και πολύ μυαλό, με έναν τόσο καλό δίσκο και με τόσο πειστικές ζωντανές εμφανίσεις, αποκλείεται να μην τη συναντήσουμε πολύ ψηλά στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς.

Pixies (22:50 Heineken Stage)

Με καινούργιο δίσκο (συνενωμένα EP για την ακρίβεια) στις αποσκευές τους, για πρώτη φορά από το 1991, οι αδιανόητα επιδραστικοί Pixies έδειξαν ότι παραμένουν ένα αξιοσέβαστο όνομα που έχει περάσει στις επόμενες γενιές. Μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος ανέβηκαν στη σκηνή με ακρίβεια δευτερολέπτου (και με ένα απλό νεύμα) και ξεκίνησαν με το "Bone Machine" από το "Surfer Rosa" (1988), το οποίο οδήγησε σε ένα αυτόματο sing-along, έστω κι αν οι καλοκαιρινοί του στίχοι καθόλου δεν ταίριαζαν με τον κρύο και βροχερό καιρό. Ακολούθησε το "Wave Of Mutilation" και λίγο αργότερα το "Gouge Away" (με μια εκρηκτική ερμηνεία από τον Francis) και υπό αυτούς τους γνώριμους ήχους ένιωθες ότι είχες μεταφερθεί στο επίκεντρο του alternative rock.



Τα κομμάτια δεν απέκλιναν από τη γνωστή μικρή τους διάρκεια και διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς σημαντικές παύσεις ανάμεσά τους, ενώ -ως συνήθως, η επικοινωνία της μπάντας με τον κόσμο ήταν ελάχιστη. Ο Francis έχει ωριμάσει εμφανισιακά και έχει μπόλικα παραπανίσια (χρόνια τώρα), αλλά απέδειξε ότι με το ουρλιαχτό-τσιρίδα της φωνής του μπορεί ακόμα να προκαλεί ανατριχίλες στην σπονδυλική στήλη. Πρώτο κομμάτι (ακολούθησαν άλλα τέσσερα από τα εικοσιπέντε του setlist) από το "Indie Cindy" ήταν το single "Bagboy", το οποίο απέδειξε ότι η τελευταία τους δουλειά δεν έχει πολυπεράσει στον κόσμο, ο οποίος είχε έρθει για να ακούσει τα παλιά κι αγαπημένα.



Κι όταν λέμε «παλιά κι αγαπημένα» εννοούμε εκείνα από τα δύο πρώτα ιστορικά τους άλμπουμ και πολύ λιγότερο εκείνα του πρώτου τους EP ("Come On Pilgrim" 1987), το οποίο «εκπροσωπήθηκε» με πέντε κομμάτια (που πέρασαν και δεν «ακούμπησαν», πλην του "Caribou" και του "Isla De Encanta", στο οποίο έγινε ένας απροσδόκητος χαμός από το ισπανικό κοινό που το ευχαριστήθηκε δεόντως) ή των "Bossanova" του 1990 (απ' όπου ακούσαμε μόνο το "Velouria") και το "Trompe Le Monde" (1991). Συμπαθητική στιγμή (κι ας έριξε τους ρυθμούς) ήταν το μελωδικό ομώνυμο κομμάτι του τελευταίου τους δίσκου, καθώς επίσης και το "Greens And Blues", το οποίο έχει έναν αέρα από το 1993.



Κάπου εκεί εγώ αποτραβήχτηκα για να πιάσω θέση για τους National, αλλά έστω και εξ' αποστάσεως ήταν σαφές ότι από τη στιγμή που παίχτηκε το "Hey" η συναυλία πήρε άλλη τροπή. Λίγο μετά το "Here Comes Your Man" και οι αντιδράσεις του κοινού κορυφώθηκαν. Το φινάλε είχε τα αγαπημένα "Monkey Gone To Heaven", "Debaser" και το λυτρωτικό "Where Is My Mind", με το οποίο έκλεισαν μια κάπως «business as usual» εμφάνιση.

Setlist: "Bone Machine" / "Wave Of Mutilation" / "U-Mass" / "Gouge Away" / "Bagboy" / "Caribou" / "Crackity Jones" / "Magdalena 318" / "Velouria" / "Ed Is Dead" / "Indie Cindy" / "Nimrod's Son" / "La La Love You" / "Greens And Blues" / "Brick Is Red" / "Hey" / "Mr. Grieves" / "Here Comes Your Man" / "Isla De Encanta" / "What Goes Boom" / "I've Been Tired" / "Monkey Gone To Heaven" / "Debaser" / "Vamos" / "Where Is My Mind?".

The National (00:20  Sony Stage)

Επιτέλους είχε έρθει η ώρα για να αποκαταστήσω ένα παλιό συναυλιακό μου απωθημένο. Κάτι μπλεξίματα στη δουλειά με είχαν αναγκάσει να χάσω τους National στη μία και μοναδική τους εμφάνιση στα μέρη μας, καθώς είχα πάει καθυστερημένος στο αλήστου μνήμης Fly Beeyond Festival του 2008 (στο στάδιο Γ. Καραϊσκάκης) και το φυσούσα χρόνια τώρα και δεν κρύωνε. Αυτήν τη φορά, όμως, δεν θα τους έχανα για τίποτε, ενώ δεν είχα σκοπό να τους δω από τα 80 μέτρα. Κάπως έτσι, θυσίασα μεγάλο μέρος από τους Pixies, που τους έχω δει σε καλύτερη φάση από αυτήν που διανύουν και αφού είχα παρακολουθήσει (μέσω youtube) τη μέτρια πρόσφατη εμφάνισή τους στο Coachella Festival. Έτσι, πήγα και στήθηκα στη Sony Stage περίπου τρία τέταρτα πριν από την προγραμματισμένη ώρα εμφάνισης των National, αλλά και πάλι δεν κατάφερα να πλησιάσω αρκετά (βρέθηκα στα 15 μέτρα πίσω από το κάγκελο).

Στα 350 μέτρα πίσω μας οι Pixies συνέχιζαν την αρκετά «διεκπεραιωτική» τους συναυλία. Μπορεί οι ήχοι τους να έφταναν παραμορφωμένοι από τις αντηχήσεις, αλλά εύκολα ξεχώριζες τα τραγούδια. Προσωπικά είχα την καλοσύνη να είμαι γυρισμένος προς τα εκεί, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο με το ολοένα αυξανόμενο πλήθος που συνωστιζόταν για τον Matt Berninger και την παρέα του. Τέτοια ήταν η προσμονή για τους National, οι οποίοι θα εμφανίζονταν στο φεστιβάλ για δεύτερη φορά μετά το 2012 και πραγματικά, μου προκάλεσε έκπληξη ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί από τόσο νωρίς και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη τόσο ενδιαφέροντα πράγματα εκείνη την ώρα (εκτός από τους Pixies, έπαιζαν οι War On Drugs και οι Growlers στις σκηνές Pitchfork και Vice αντίστοιχα, στην άλλη άκρη του Forum).



Όπως συνέβη με όλες, σχεδόν, τις εμφανίσεις που παρακολουθήσαμε στο φεστιβάλ, το συγκρότημα εμφανίστηκε στην ώρα του με απόλυτη ακρίβεια. Πρώτα στην κεντρική γιγαντοοθόνη, η οποία μας μετέδιδε live εικόνα από τα παρασκήνια και αμέσως μετά στην σκηνή. Ο χαρισματικός frontman της μπάντας από το Cincinnati εμφανίστηκε ως ένας τέλειος αντιστάρ. Μαυροντυμένος (κοστούμι, γιλέκο, πουκάμισο, γραβάτα) ως συνήθως, μας έγνεψε κρατώντας το ποτό του. Η φιγούρα του φέρνει στο μυαλό ένα μετανοημένο γιάπη που άλλαξε πορεία λόγω κρίσης συνειδήσεως, ενώ τα χαρακτηριστικά του θυμίζουν κάποιον ψηλόλιγνο συγγενή του Tom Hanks. Σε κάθε περίπτωση, δύσκολα έπαιρνες το βλέμμα σου από πάνω του. Νευρικός και φαινομενικά τελείως αποκομμένος από όσα συνέβαιναν γύρω του, ήταν ξεκάθαρο πως βγήκε για να μας τραγουδήσει τις νευρώσεις του.



Κάπως έτσι, «κρεμασμένος» στη βάση του μικροφώνου του, ξεκίνησε με τα "Don't Swallow The Cap" και "I Should Live In Salt" από το εξαιρετικό περυσινό τους άλμπουμ "Trouble Will Find Me". Γύρω του μια σφιχτοδεμένη μπάντα, με τους δίδυμους αδερφούς Aaron (κιθάρα, πιάνο) και Bryce Dessner (κιθάρα), αλλά και τους αδερφούς Scott (μπάσο) και Bryan Devendorf (γνωστός ως ο καλύτερος drummer σε indie μπάντα, ο οποίος ναι, είναι όσο καλός λέγεται!), καθώς επίσης και κάποιους επιπλέον μουσικούς στα πνευστά.

Ο Berninger τραγούδησε με το γνωστό χαμηλόφωνο, μπάσο ύφος του, αλλά έστω κι έτσι η φωνή του βρισκόταν καθαρά πάνω από την καλοκουρδισμένη μπάντα και μπορούσες να διακρίνεις τον κάθε στίχο. Η πρώτη του επαφή με το κοινό έγινε στο τέλος του "Bloodbuzz Ohio", που παίχτηκε τέταρτο με μεγάλη συμμετοχή του κοινού. Στο σημείο εκείνο μας «χαιρέτησε» πετώντας το ποτήρι του και ο τόπος «μοσχοβόλησε» ουίσκι. Αμέσως μετά απευθύνθηκε στο κοινό, όχι για να το χαιρετήσει, αλλά για να αφιερώσει το "Demons" στην «unbelievable» Sharon Van Etten, που είχε εμφανιστεί λίγο νωρίτερα στην ATP Stage (θυμίζω ότι πριν από δύο χρόνια η Αμερικανίδα περιόδευε μαζί τους).

Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρείς αυτόν τον φαινομενικά φιλήσυχο «χαρτογιακά» να μεταμορφώνεται σε έναν εκστατικό performer που «ξερνάει» αυτό το βουνό συναισθημάτων που κρύβει μέσα του. Τραγούδι με το τραγούδι τον έβλεπες να «λύνεται». Γονάτιζε, ανυψωνόταν και ωθούσε διαρκώς τα όριά του. Σιγά-σιγά άρχισε να εκμεταλλεύεται όλο το μήκος και πλάτος της σκηνής, σαν έναν πιλότο της Formula 1, που περνάει οριακά πάνω από τα curbs για να καταλήξει στην άλλη άκρη του οδοστρώματος στην έξοδο της στροφής. Παράλληλα, όσο η ώρα πέρναγε, γινόταν όλο και λιγότερο φιλικός προς το μικρόφωνό του, το οποίο πέταγε σε κάθε ευκαιρία και το κοπάναγε όπου έβρισκε (συμπεριλαμβανομένης και της ξανθής γκλάβας του).



Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στο "Slow Show", καθώς ανέβηκε στη σκηνή ο Justin Vernon (Bon Iver), για να τους συνοδεύσει στην κιθάρα. Η αλήθεια είναι ότι κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του κομματιού ψαχνόταν (με γυρισμένη, μάλιστα, την πλάτη) με τις συγχορδίες, αλλά έστω κι έτσι, ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή. Πολύ καλύτερα από τον Vernon τα πήγαν οι Hamilton Leithauser και Paul Maroon από τους Walkmen (συνόδευσαν το συγκρότημα στα δύο τελευταία κομμάτια), για τους οποίους ο Berninger εκφράστηκε με τα πιο εγκωμιαστικά σχόλια («They taught us everything we know. We copy most of our shit from them»). Νωρίτερα ύμνους είχαμε και προς τους Pixies, έπειτα από μια φορτισμένη εκτέλεση του όμορφου "This Is The Last Time" από το περυσινό "Trouble Will Find Me".

Προς το τέλος (από το "Graceless" και μετά) ο Berninger κατέβαινε -πλήρως απελευθερωμένος πλέον- από τη σκηνή και γινόταν ένα με το κοινό, σχεδόν σε κάθε κομμάτι. Η συγκίνηση χτύπησε κόκκινο με το υπέροχο "Fake Empire" από το "Boxer" (2007), το οποίο συνοδεύτηκε από ένα «τρεμάμενο» sing-along. Προσωπικά, σε εκείνο το σημείο έκανα μια βαθιά υπόκλιση προς την μπάντα για αυτήν την τόσο καλά συγκαλυμμένη, αλλά απαράμιλλη μουσικότητά της.

Οι βάσεις για ένα εκστατικό φινάλε είχαν τεθεί και δεν υπήρχε κάτι πιο κατάλληλο από το συγκλονιστικό "Mr. November", στο οποίο, όπως είχε κάνει και ο John Grant κάποιες ώρες νωρίτερα (και σε άλλο ύφος, εννοείται), ο Berninger και η παρέα του μας έδειξαν έναν πραγματικά καλό λόγο για να ουρλιάξει κάποιος («I used to be carried in the arms of cheerleaders / I won't fuck us over, I'm Mr. November...»). Το set έκλεισε με μια ψυχωμένη εκτέλεση του "Terrible Love" και στην ολοκλήρωσή του, όλα θύμιζαν ηφαίστειο που εξερράγη.

Πολύ πυκνό set, όπως μεστοί είναι οι National. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να αφιερώσεις αρκετό χρόνο για να καταλάβεις την αξία τους, αλλά εάν το κάνεις σε ανταμείβουν γενναιόδωρα, καθώς βρίσκονται πολύ πάνω από το μέσο όρο των σημερινών θεωρούμενων «καλών» συγκροτημάτων σε όλους τους τομείς (στίχοι, μουσική, ερμηνεία, παίξιμο, παραγωγή). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο όχι και τόσο εμπορικός τους ήχος έχει φτάσει να προσελκύει τέτοια πλήθη.
SETLIST

Don't Swallow Τhe Cap
I Should Live Ιn Salt
Mistaken For Strangers
Bloodbuzz Ohio
Demons
Sea Οf Love
Hard Τo Find
Afraid Οf Everyone
Conversation 16
Squalor Victoria
I Need My Girl
This Is Τhe Last Time
Abel
Slow Show (με τον Justin Vernon)
England
Graceless
About Today
Fake Empire
Mr. November (με τους Hamilton Leithauser & Paul Maroon των Walkmen)
Terrible Love

!!! (chk chk chk) (02:00 Heineken Stage)

Πήγα να δω τους !!! (chk chk chk) ημιμαθής και ανίδεος και την έπαθα ακριβώς, όπως μου άξιζε! Ποιός θα το φανταζόταν; Το συγκρότημα από το Sacramento ήταν μια από τις πιο δυνατές μπάντες που είδαμε στο φεστιβάλ και αυτό δεν είναι μόνο προσωπική άποψη. Η ενθουσιώδης ετυμηγορία ήταν ομόφωνη και για τα υπόλοιπα μέλη της επταμελούς παρέας μας.



Είναι μέχρι να ξεπεράσεις το αρχικό σοκ από την απίθανα αστεία φιγούρα του frontman τους Nic Offer. Ένας μικρός Mick Jagger, δίχως ίχνος σοβαρότητας (και χωρίς τα τραγούδια εννοείται). Τον είχα ακούσει, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ μου και είχα σχηματίσει μια εντελώς λάθος εικόνα. Υπερκινητικός, προκλητικός, εξωστρεφής μέχρι αηδίας. Παρά το κρύο (λίγο κάτω από 10 βαθμούς πρέπει να είχε), κατάφερε να ιδρώσει φορώντας μόνο ένα κολλητό σορτσάκι (ευτυχώς που ήταν κολλητό, γιατί αλλιώς θα μας τα είχε δείξει όλα) και ένα πουκαμισάκι. Από κάτω σκαρπινάκι, δίχως κάλτσα. Θεούλης από τους ελάχιστους.



Όταν τον πρωτοείδαμε γελάγαμε και τον χλευάζαμε, αλλά σύντομα καταλάβαμε ότι επρόκειτο για έναν ξεχωριστό show man, τον καλύτερο που είδαμε στο Primavera. Από πίσω του μια πολυμελής μπάντα που του έδινε πολύ καλό dance-punk υπόβαθρο για να κάνει τα «δικά» του, αλλά δεν χώραγε αμφιβολία ότι αυτός είναι το θέμα. Το (παραδόξως καλώς εννοούμενο) «καραγκιοζιλίκι» του ξεχειλίζει από τα μπατζάκια που δεν είχε, οπότε κυριολεκτικά ρέει ελεύθερο.  Όργωσε τη σκηνή, αλλά και τους χώρους κάτω από αυτήν, δίχως να λαχανιάσει και ξεσήκωσε τους πάντες σε έναν ξέφρενο χορό. Κανείς δεν του αντιστάθηκε. Δεν μου έμεινε κανένα από τα τραγούδια τους, αλλά αυτός ο τύπος μας πήρε και μας σήκωσε! Μόνο ο Yiannis Philippakis των Foals τον πλησίασε, αλλά η τρέλλα του Offer είναι από άλλο επίπεδο. Δεν συγκρίνεται με τίποτε. Αν σας δοθεί η ευκαιρία να τους δείτε, μην την αφήσετε με τίποτε να ξεφύγει.

Jagwar Ma (03:05 Ray-Ban Stage)

Μέχρι να φτάσουμε στη Ray-Ban Stage η ώρα είχε πάει 03:30 και η παρέα μας ένιωθε κάπως εκτός κλίματος ενώπιον του κατάμεστου αμφιθεάτρου. Έτσι, τους Αυστραλούς Jagwar Ma τους είδαμε από ψηλά και δεν θα ήμουν ειλικρινής εάν σας έγραφα αναλυτικό report. Αυτό που σίγουρα μπορώ να σας μεταφέρω είναι ότι, μολονότι ο ήχος τους (ένα κράμα indietronica, synthpop και ψυχεδελικού rock) έχει έντονα χορευτικά στοιχεία, η ανταπόκριση του κόσμου δεν είχε καμία -μα καμία- σχέση με το πάρτι που είχε στηθεί πριν από μια ώρα στην εμφάνιση των !!! (chk chk chk).



Σαν αυτοάμυνα, λοιπόν, προτιμήσαμε να κρατήσουμε ως τελευταία ανάμνηση το ξέφρενο πανηγύρι των !!!, και για αυτό δεν ακούσαμε παραπάνω από δύο-τρία κομμάτια (ευτυχώς προλάβαμε το χιτάκι "Come Save Me"). Κάπου εκεί διαπιστώσαμε ότι, παρά τη μεγάλη προσέλευση, η σπίθα δεν φαινόταν να ανάβει με κάποιον αξιοσημείωτο τρόπο και τελικά πήραμε το δρόμο προς την έξοδο, έχοντας κλείσει ένα τίμιο δωδεκάωρο στο Forum.

Αντί επιλόγου, θα σας δώσω μια φιλική συμβουλή (πέρα από τη δεδομένη παρακίνηση να βρεθείτε κι εσείς στη Βαρκελώνη για το Primavera) για το καλύτερο σημείο, όπου μπορεί κάποιος να βρει ταξί φεύγοντας ξημερώματα από το Parc Del Forum, χωρίς να περιμένει σε ατελείωτες ουρές. Καθώς, λοιπόν, η συντριπτική πλειοψηφία θα φεύγει κατευθυνόμενη προς το κέντρο της Βαρκελώνης (βρίσκεται δυτικά όπως βλέπετε τη φωτογραφία), εσείς το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να κινηθείτε προς την αντίθετη κατεύθυνση (δεξιά του γυάλινου κτιρίου) όπως δείχνουν τα βέλη. Η στροφή (λίγο πριν, λίγο μετά) απέναντι από τον κυκλικό κόμβο είναι ένα σημείο όπου περνάνε άδεια ταξί, τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα ακριβά (μέχρι το κέντρο θέλετε περίπου 10 ευρώ εκείνες τις ώρες).



Μείνετε συντονισμένοι στο Rocking.gr για να διαβάσετε τις εντυπώσεις μας από την τελευταία ημέρα του φεστιβάλ, στην οποία -μεταξύ πολλών άλλων- είδαμε τους: Nine Inch Nails, Foals, Godspeed You! Black Emperor και Television.

Φωτογραφίες: Eric Pamies / Παντελής Μαραγκός
  • SHARE
  • TWEET