Συνέντευξη BLML

«Δεν θέλαμε να κάνουμε μια άσκηση ύφους. Θέλαμε να κάνουμε κάτι πολύ δυνατό συγκινησιακά»

Από τους Μανώλη Γεωργακάκη, Κώστα Σακκαλή, 16/03/2012 @ 11:50
Η προ πενταετίας επανασύνδεση των The Last Drive ήταν ευχή πολλών λατρών του ελληνικού rock. Αυτή η ένδοξη επιστροφή, όμως, ευτυχώς δεν σήμανε κάποια μόνιμη «παύση εργασιών» της επίσης ιστορικής μπάντας στην οποία πατάει το άλλο πόδι του Γιώργου Καρανικόλα. Οι Blackmail επανήλθαν και εκείνοι, μετά από δέκα χρόνια δισκογραφικής σιωπής, με ένα εντυπωσιακό νέο άλμπουμ που λειτούργησε σαν βάπτιση για την νέα πορεία τους. Με νέο όνομα, λοιπόν, ως BLML πλέον, μας χάρισαν το “The Gift” και το Rocking.gr συνάντησε τον ντράμερ Παναγιώτη Τ. και τον μπροστάρη Γιώργο Καρανικόλα για να τους εξουθενώσει στις ερωτήσεις. Αλλά, φοβού τους BLML και δώρα φέροντες.

Μανώλης Γεωργακάκης: Γιώργο, χαιρόμαστε πολύ που μιλάμε μαζί σου, ειδικά αυτή τη χρονική στιγμή, μετά από δύο εκπληκτικά άλμπουμ. Το "Heavy Liquid" ίσως είναι το τελειότερο άλμπουμ των Last Drive και το "The Gift" ίσως το τελειότερο των Blackmail. Πώς βλέπεις εσύ αυτά τα δύο άλμπουμ και τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ξεχωριστή δημιουργικότητά σου αυτή την εποχή;
Γιώργος Καρανικόλας: Νομίζω ότι γενικότερα, σχετικά και με τα δύο αυτά άλμπουμ, υπάρχει μια αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το πώς παίζουμε τη μουσική μας και πώς γράφουμε τη μουσική μας. Εννοώ εσωτερικά. Αυτό βγήκε και εξωτερικά με πολύ cool αποτελέσματα. Δηλαδή, το «Gift» γράφτηκε πολύ χαλαρά, χωρίς φραγμούς. Ο καθένας αφέθηκε ελεύθερος να φτάσει εκεί που θέλει. Δεν είχες προδιαγεγραμμένα πράγματα. Είναι σημαντικό να αφήνεσαι, αλλά όχι απλά να λες ότι αφήνεσαι, να το δέχεσαι σαν πραγματικότητα, να αφήνεις το πράγμα να ανθίσει. Αντίστοιχα, τη στιγμή που έγινε το “Heavy Liquid”, πάλι ήμασταν σε μια φάση «let’s do it!». Ενθουσιασμός! Παλιότερα, με τους Blackmail, μπαίναμε στο στούντιο σαν turbo, ας πούμε. Η νοοτροπία ήτανε τρείς-τέσσερις μέρες πρόβες, τρείς μέρες στούντιο και είμαστε okay. Αυτά ήτανε τα «teenage kicks». Δεν ξέρω αν αυτό που συμβαίνει τώρα ονομάζεται ωριμότητα. Ίσως είναι η ωριμότητα με την οποία αντιμετωπίζεις τη μουσική σου. Δεν μένεις σε ένα στερεότυπο που πρέπει να αναπαραγάγεις συνεχώς. Αυτό είναι ένα τέλμα, αν το σκεφτείς. Πρέπει να το αντιμετωπίζεις σαν κάτι ζωντανό, που για να παραμένει ζωντανό πρέπει να του κάνεις τα σωστά boost. Στο «Gift» υπήρχε μια απόλυτη ηρεμία, όταν γράφαμε τον δίσκο. Έτσι δεν είναι, Παναγιώτη;
Παναγιώτης Τ.: Ναι. Δεν υπήρχαν τσακωμοί! (γέλια) Όποιος έχει μπει σε αυτή τη διαδικασία του rock group που γράφει δίσκο ξέρει ότι πάντα υπάρχουν αντιπαραθέσεις και εντάσεις. Περιέργως, σε αυτή την περίπτωση, ήταν όλα cool, κύλησαν όλα χωρίς προβλήματα.
Γ.Κ.: Παρότι υπήρχαν πιο πολλές συνισταμένες προσωπικοτήτων, γιατί παίζουν πιο πολλοί μουσικοί σε αυτό το άλμπουμ. Ο Βρέττας (σ.σ.: στο βιολί), ο Άρης ο Ζέρβας (σ.σ.: στη βιόλα), οι guest από τους «Drive»... Παρά ταύτα, και παρότι υπήρχαν τρία άτομα που δούλευαν στην παραγωγή, είναι πρωτοφανές αυτό το zen με το οποίο κύλησε αυτός ο δίσκος. Είναι εντυπωσιακό.

BLMLΜ.Γ.: Σε τι το αποδίδετε αυτό;
Γ.Κ.: Πιστεύω ότι έχει να κάνει με τα κομμάτια. Από τη στιγμή που άρχισαν να κυλάνε τα κομμάτια, όλοι πιστέψαμε ότι πρέπει να το αφήσουμε να ρέει το πράγμα. Δηλαδή, ότι δεν έχει νόημα να βγάζει ο καθένας το ego trip του, ας πούμε, γιατί θα ήταν απλά ένα ego trip και τίποτα παραπάνω. Ήθελε μια σύνθεση καταστάσεων, για να βγει αυτό το πράγμα. Για να γίνει αυτή η σύνθεση, δεν μπορείς να έρθεις περιχαρακωμένος. Πρέπει να πεις, πάμε κι όπως βγει και, αν αποτύχει, ας είναι δικιά μας αυτή η αποτυχία.

Μ.Γ.: Σίγουρα, δεν ήταν αποτυχία! Υπάρχει, πάντως, θα έλεγα και μια ωριμότητα στη δομή των συνθέσεων. Οι δομές των Blackmail ήταν παλιότερα πιο απότομες, πιο φλου.
Κώστας Σακκαλής: Είναι, επιπλέον, και πιο ατμοσφαιρικός αυτός ο δίσκος σε σχέση με τους άλλους. Τα άλλα άλμπουμ είναι πιο «γκάζι», μέσες-άκρες. Η δομή των τραγουδιών έχει και αυτή να κάνει με τη χαλαρότητα του στούντιο;
Γ.Κ.: Όχι. Έχει να κάνει με τη σύνθεσή τους, από πριν. Η φράση που χρησιμοποιούμε είναι πως αυτός ο δίσκος είναι «beyond Blackmail».

Κ.Σ.: Post-Blackmail! (γέλια)
Γ.Κ.: Έτσι! Ήταν κάτι φυσικό να συμβεί αυτό. Δεν μπορείς να αναπαραγάγεις τον εαυτό σου συνεχώς, όπως λέγαμε πριν. Δεν το κάναμε επί τούτου, αλλά νιώσαμε ότι θέλαμε να πάμε κάπου αλλού. Με αυτόν το δίσκο, βρεθήκαμε σε άλλη χώρα. Θέλαμε τα τραγούδια να είναι τραγούδια. Όταν η φωνή τραγουδάει κάτι, θέλαμε να είναι στην πρώτη θέση, να εκφράζει σίγουρα συναισθήματα. Να μην είναι σε αμφιταλάντευση. Αυτό, για να το πετύχεις στην εκτέλεση, το κάνεις...
Π.Τ.: ... Αφαιρώντας, στην πραγματικότητα. Από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε στο σπίτι του Γιώργου και μας έπαιξε τα κομμάτια σε μια ακουστική, πήραμε όλοι μαζί την απόφαση να υπηρετήσουμε το κάθε τραγούδι. Αν ακούσεις το προηγούμενο άλμπουμ, το “7”, θα παρατηρήσεις ότι υπάρχουν πολύπλοκα παιξίματα και σόλο. Στο καινούριο είπαμε όχι, να το πάμε «cool». Θέλαμε να βγουν τα κομμάτια, πρώτα από όλα, και νομίζω ότι το έχουμε πετύχει αυτό.
Γ.Κ.: Υπήρχε, βέβαια, και η δικτατορία του Ottomo! (γέλια)
Π.Τ.: Ναι, ο ηχολήπτης επέμενε λυσσαλέα! Όταν πηγαίναμε να παίξουμε κάτι παραπάνω, μας σταματούσε και έλεγε «Όχι. Παίξτε το απλά.».

Μ.Γ.: Ας προσποιηθούμε ότι δεν είναι εδώ ο Γιώργος. Πες μας, Παναγιώτη, πόσο δύσκολο είναι να συνεργάζεσαι με μια ηγετική μορφή όπως ο Γιώργος;
Π.Τ.: (καθώς ο Γιώργος Καρανικόλας προσποιείται ότι τον πνίγει, γελώντας) Δεν είναι καθόλου δύσκολο! (γέλια) Είναι εμπειρία και σχολείο να παίζεις με τον Γιώργο, δεν το συζητώ. Μπορεί να βγαίνει προς τα έξω η εικόνα της «ηγετικής μορφής», αλλά όταν καθόμαστε να κάνουμε πρόβες ή να ηχογραφήσουμε, δεν ισχύουν αυτά τα πράγματα.   

Κ.Σ.: Μαντεύω ότι οι συνεισφορές του Παναγιώτη (σ.σ.: στα τύμπανα) και του Τέλλου (σ.σ.: στα πλήκτρα), ως προς την ενορχήστρωση, πρέπει να ήταν τεράστιες. Αυτή την εντύπωση μού έδωσε ο δίσκος, δεν ξέρω αν έχω δίκιο...
Π.Τ.: Αλήθεια είναι. Βέβαια, είναι αλήθεια επίσης ότι ο Γιώργος για τον συγκεκριμένο δίσκο είχε αρκετά συγκεκριμένα πράγματα στο μυαλό του. Παρά ταύτα, όταν μπαίνουν τέσσερα άτομα συν οι guest για να γράψουν, στην πορεία αλλάζουνε πράγματα και αυτό έγινε. Είναι μια δημιουργική διαδικασία που, αν δεν την αφήσεις ελεύθερη, μόνο κακό θα κάνεις. Όταν μπαίνουμε να γράψουμε, δεν είναι «ο Γιώργος Καρανικόλας», η εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού rock, είναι ο άνθρωπος που παίζουμε μαζί, τίποτα παραπάνω.

BLMLΚ.Σ.: Εσύ, Γιώργο, τι θα έλεγες για τη συνεισφορά των υπολοίπων πάνω στα κομμάτια σου;
Γ.Κ.: Εγώ στη συνεργασία μου με τον Παναγιώτη αισθάνομαι ότι είμαστε πολύ κοντά, με την έννοια ότι, όταν κάνουμε κάτι, είμαστε εκεί εκατό τοις εκατό. Ήδη, από το “7”, αυτό είναι που γούσταρα πολύ στον Πάνο. Δεν μπορώ να δεχτώ να πας να κάνεις κάτι το οποίο γουστάρεις και να μην είσαι εκεί με όλο σου το είναι, ας πούμε. Η συνεισφορά όλων ήταν σπουδαία. Οι ιδέες πέφτανε καταιγιστικά και αυτό άρχισε να λειτουργεί με καταπληκτικό τρόπο. Ξέφευγε από το πρόσωπο και διαχεόταν σε όλους. Αυτή η κατάσταση βοήθησε πολύ τον δίσκο. Με τον Αργύρη (σ.σ.: τον μπασίστα της μπάντας), είχαμε το δίλημμα του μινιμαλισμού απέναντι στους ανθρώπους που ανέλαβαν την παραγωγή.

Κ.Σ.: Ο Αργύρης προτιμούσε να γίνει πιο μινιμαλιστικό;
Γ.Κ.: Όχι! (γέλια)
Π.Τ.: Ο Αργύρης έχει ένα punk rock παρελθόν, ήταν στους Εκτός Ελέγχου για χρόνια. Είναι φυσιολογικό τα βιώματα του καθενός να περνάνε και στη μουσική του. Αυτό ήταν ένα θέμα, αλλά αντιμετωπίστηκε μια χαρά και δίνει και ένα χρώμα, μωρέ! Δεν χρειάζεται να είμαστε όλοι στοιχισμένοι.
Γ.Κ.: Το μπάσο του Αργύρη είχε άλλο ρόλο όταν παίζαμε ως τρίο, στο πρώτο άλμπουμ και στην αρχή του δευτέρου. Εδώ τα πράγματα έπρεπε να γίνουν λίγο διαφορετικά.

Μ.Γ.: Να κάνει ένα βήμα πίσω;
Γ.Κ.: Ναι.

Κ.Σ.: Εννοείς ότι ίσως έπρεπε να «υπηρετεί» λίγο περισσότερο;
Γ.Κ.: Μα για όλους μας ίσχυε αυτό. Όπως θα έχεις παρατηρήσει δεν έχω πολλά σόλο.

Μ.Γ.: Είναι παράξενο αυτό, γιατί έχουμε συνηθίσει πως, όταν θες να σολάρεις, του δίνεις και καταλαβαίνει. Το παρατηρούμε και στις συναυλίες των Last Drive, σαν να λες «τώρα δίνουμε κιθάρα, sorry παιδιά, θα κάνω αυτό που θέλω».
Γ.Κ.: Θεωρώ ότι κάτι πρέπει να γίνεται μόνο αν η ενέργεια βγαίνει με τόση ένταση που να σε οδηγεί σε αυτό. Αν στέκεται από μόνο του, το κάτι παραπάνω που κάνεις με μηχανιστικό τρόπο δεν υπηρετεί το τραγούδι και φαίνεται ανούσιο. Αισθάνεσαι και εσύ ανούσιος. Σε κάποιες φάσεις, πάντως, πράγματι γουστάρω τρελά σόλα και πλακωμένα. Το πρώτο άλμπουμ των Blackmail είναι έτσι.
Π.Τ.: Πάντως, να καταγραφεί αυτό: Εγώ και πολλοί άλλοι θέλουμε να κάνει ένα κιθαριστικό άλμπουμ ο Γιώργος. Κιθαρίστες στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί, αλλά λίγοι παίζουν ουσία, χωρίς υπερβολές. Θα ήθελα αυτό να αποτυπωθεί, κάποια στιγμή, και για αυτό το αναφέρω!
Γ.Κ.: Εντάξει! Θα αποτυπωθεί! (γέλια)

BLMLΜ.Γ.: Σε ποιές μορφές κυκλοφόρησε το “The Gift”;
Π.Τ.: Κυκλοφόρησε σε βινύλιο, το οποίο περιέχει και το CD με ένα επιπλέον τραγούδι, το “The Gift”. Σαφώς, υπάρχει και στο διαδίκτυο σε ψηφιακή μορφή και μπορεί κανείς να το κατεβάσει νόμιμα.

Μ.Γ.: Δηλαδή, να το αγοράσει σε ψηφιακή μορφή;
Π.Τ.: Ναι.

Μ.Γ.: Δεν το κυκλοφορήσατε σε «σκέτο» CD;
Γ.Κ.: Όχι και αυτό ήταν μια συνειδητή απόφαση.

Μ.Γ.: Ακούμε ότι ο δίσκος έχει εξαντληθεί.
Γ.Κ.: Κοίταξε, πιθανόν να υπάρχουν κάποια αντίτυπα σε διάφορα δισκοπωλεία, αλλά εμείς δεν έχουμε άλλα. Επειδή πάνε μόνο είκοσι μέρες που βγήκε ο δίσκος, σίγουρα θα βγάλουμε κι άλλα.
Π.Τ.: Βέβαια, ένα repress θα γίνει.
Γ.Κ.: Ναι. Σε τι format, όμως; Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία... (σ.σ.: ο Γιώργος Καρανικόλας μάς ενημέρωσε, μερικές μέρες μετά τη συνέντευξη, ότι προτίθενται να κυκλοφορήσουν εκατό επιπλέον αντίτυπα του δίσκου σε βινύλιο χρυσού χρώματος)

Κ.Σ.: Σχετικά με τις τιμές που προσεγγίζουν οι παλιότεροι δίσκοι σας σε βινύλιο, ήθελα να ρωτήσω πώς αισθάνεται ένας δημιουργός, όταν βλέπει το δημιούργημά του να αποκτά τέτοια συλλεκτική αξία.
Γ.Κ.: Τώρα μιλάς σε ένα άτομο που δεν έχει όλους τους δίσκους του! (γέλια) Θεωρώ πως πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κάποιο availability. Είναι τραβηγμένο, μέσα σε έναν χρόνο, να μην βρίσκεις έναν δίσκο.

Μ.Γ.: Μα όταν κυκλοφορεί τόσο μικρός αριθμός αντιτύπων του “The Gift”, ας πούμε, πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό;
Γ.Κ.: Δεν το σκεφτήκαμε. Δεν λάβαμε υπόψη αυτή την παράμετρο, πάνω στον ενθουσιασμό.
Π.Τ.: Εντάξει, έγινε DIY η φάση, οπότε αναγκαστικά είσαι «σφιγμένος». Και είναι και μια περίεργη εποχή για την Ελλάδα, δεν περιμέναμε να «φύγουν» τόσο γρήγορα.

BLMLΚ.Σ.: Από την άλλη, φαντάζεσαι να έβλεπες τον δίσκο σου στα δύο ευρώ στο καλάθι;
Π.Τ.: Ναι, αυτό το σενάριο είναι χειρότερο. (γέλια)
Γ.Κ.: Βρε, μια μέση λύση να βρεθεί! (γέλια) Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορείς να προβλέψεις τίποτα εσύ, αυτά πάνε από μόνα τους.

Μ.Γ.: Το να πάτε κάπου αλλού με το “The Gift” είχε κάποιο ηχητικό στόχο; Υπήρχε μήπως κάποια καλλιτεχνική αφορμή, κάποιος καλλιτέχνης ως μπούσουλας;
Γ.Κ.: Όχι. Η αντίληψή μου ήταν πως η δομή του δίσκου δεν πρέπει να στηριχθεί στον ήχο, αλλά στον στίχο. Θα το ακούσει ο ακροατής, αν προσέξει τον δίσκο. Στα πρώτα κομμάτια υπάρχει μια διαδρομή σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό του blues και κυρίως του Robert Johnson που έγραφε σε προσωπικό επίπεδο. Αν προσέξεις τους στίχους, υπάρχει μία κλιμάκωση, μια μετάλλαξη του ψυχισμού σε διαφορετικές ατμόσφαιρες. «Just walking in my shoes». Περπατάς και αλλάξεις περιβάλλον, αλλά ο στίχος παραμένει προσωπικός. Αν υπήρχε ένας μπούσουλας, αυτός ήταν το blues, αλλά σαν φιλοσοφία, όχι σαν ήχος.

Κ.Σ.: Αυτό που μου άρεσε στους Last Drive είναι ότι, όταν ήθελες να τους χαρακτηρίσεις, παρά την εξέλιξη του ήχου τους, αρκούσε να πεις ότι «είναι μια rock ‘n’ roll μπάντα» και ξεμπέρδευες, λίγο-πολύ. Αυτό που μου αρέσει στους Blackmail είναι ότι δεν μπορείς να τους περιγράψεις τόσο απλά. Δεν μπορείς να πεις απλά «είναι μια rock ‘n’ roll μπάντα» και να θεωρείς ότι κατάλαβες τι είναι οι Blackmail. Υπάρχει κάτι που μπορεί να περιγράψει τους Blackmail ή πρέπει να πάμε στο άλλο άκρο και να δεχτούμε ότι δεν είναι τόσο απλό αυτό που παίζουνε;
Γ.Κ.: Νομίζω ότι η ερώτησή σου τα κάλυψε όλα! (γέλια) Προφανώς, δεν υπήρχε λόγος να κάνω κάτι άλλο που θα ήτανε Last Drive. Είναι μια άλλη πλευρά. Είναι κάτι που θα μου άρεσε να πω ότι είναι απερίγραπτο. (γέλια) Αυτός ήταν ο σκοπός και αυτό ισχύει για όλα τα άλμπουμ των Blackmail. Όταν βγάζεις μοναδικά χαρακτηριστικά σου, πρέπει και το αποτέλεσμα να είναι κάτι μοναδικό.
Π.Τ.: Εγώ πάντα είχα αυτό το πρόβλημα και προσωπικά. Συχνά μου ζητάνε να πω μερικά γκρουπ που είναι παρεμφερή με αυτό που παίζουμε. Είναι δύσκολο να απαντήσουμε. Πιθανόν να μπορείς να το πεις ανά κομμάτι, αλλά όχι στο σύνολο της μουσικής. Αυτό είναι κάτι το πολύ ωραίο, για εμένα.
Γ.Κ.: Δεν θέλαμε να κάνουμε μια άσκηση ύφους. Αυτό είναι κάτι το συνηθισμένο στη σημερινή μουσική και γίνεται αφάνταστα βαρετό. Θέλαμε να κάνουμε κάτι πολύ δυνατό συγκινησιακά. Για να το καταφέρεις αυτό πρέπει να προσεγγίσεις προσωπικά σύνορα, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτό που θα βγει, δεδομένου ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός.

Μ.Γ.: Ίσως, για αυτό το λόγο, στο ίδιο κομμάτι μπορεί κανείς να βρει στοιχεία από διαφορετικές εποχές. Μεταβαίνεις, ας πούμε από ένα σημείο grunge σε ένα πέρασμα από songwriter των seventies, μετά, στο επόμενο τραγούδι ακούς ένα βαρύ ανατολίτικο riff σαν να το σκέφτηκαν οι Led Zeppelin. Το εντοπίζατε αυτό, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων;
Γ.Κ.: Όχι. Πηγαίναμε με το ένστικτό μας τσίτα. Σίγουρα, έτσι βγαίνουν πολλά πράγματα υποσυνείδητα. Δεν μπορείς να το ελέγξεις πού θα πάει. Η σύνθεση ήταν ένα πράγμα που πήγαινε αλλού.

BLMLΚ.Σ.: Γιώργο, το συζητούσαμε και πριν τη συνέντευξη, μου έλεγες πως το τραγούδι “Sirens” έχει επηρεαστεί από στοιχεία των sixties, ενώ εμένα μου ακούγεται nineties. Πώς το εξηγείς αυτό;
Γ.Κ.: Ήταν πολύ αγαπημένη μου περίοδος τα sixties και ειδικά τα «weird sixties». Είναι κάτι που πιάνει από τον Captain Beefheart μέχρι τους Silver Apples.

Μ.Γ.: Εντωμεταξύ, Captain Beefheart «ακούω» σίγουρα και στο “Devil’s Toy”.
Γ.Κ.: Ο Captain Beefheart είναι μια αδυναμία μου. Με έχει επηρεάσει πάρα πολύ, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μαζί με τους Velvet Underground. Επανέρχομαι στο “Sirens”. Η επιρροή προέρχεται από εκείνα τα «weird psychedelic», από πράγματα που δεν είναι πολύ γνωστά. Για την αγγλική σκηνή των nineties, ξέρω πως ορισμένα από αυτά υπήρξαν πολύ σημαντικά. Τις προάλλες, έβλεπα ένα live από τους Gorillaz και σε μια φάση ήταν σαν να ακούω Arthur Brown! (γέλια) Πάντως, στιχουργικά, αυτό το κομμάτι αφορά πάρα πολύ την Αθήνα.
Π.Τ.: Από αυτή την άποψη, σίγουρα μπερδεύεσαι, ως ακροατής, όταν ακούς αυτά τα κομμάτια. Όταν, όμως, έχεις συνηθίσει να παίζεις με τον Γιώργο, αυτό το πάντρεμα και αυτό το μπλέξιμο δεν σου κάνουν τόση εντύπωση. (γέλια)

Κ.Σ.: Πάντως, το αποτέλεσμα δεν μου θυμίζει τίποτα από τους Blackmail, ούτε από τους Last Drive.
Π.Τ.: Ναι, είναι πολύ ιδιαίτερο.
Γ.Κ.: Οι στίχοι ξεκινάνε από ένα κατατονικό σημείο, αλλά νομίζω πως είναι το πιο αισιόδοξο κομμάτι του δίσκου.

Κ.Σ.: Αυτό πήγαινα να σου πω. Είναι σίγουρα το πιο «feel good» κομμάτι του δίσκου.
Γ.Κ.: Ναι, γιατί υπάρχει πάντα ένα μέρος, κάπου, που όλα τα σκατά μπορείς να τα αφήσεις πίσω σου. Μπορεί να είναι ιδεατό μέρος, μπορεί να είναι πραγματικό, μπορεί είναι οι φίλοι σου με τους οποίους μοιράζεσαι πράγματα, μπορεί να είναι και οι άγνωστοι, αν τους δόσεις την ευκαιρία και αν αφεθείς. Γράφτηκε, έχοντας κατά νου αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα, γιατί στην Αθήνα ζούμε.

Μ.Γ.: Στην ιστοσελίδα σας, δηλώνεις ότι η αγαπημένη σου ταινία είναι το “Dogville” του Lars Von Trier...
Γ.Κ.: Ναι. Κοίτα είναι καμιά πενηνταριά οι αγαπημένες μου ταινίες. Ανάμεσα στις πιο αγαπημένες μου είναι σίγουρα και το “Reflecting Skin” και το “2001: A Space Odyssey”. Έχω και μια μανία με ιαπωνικές b-movies από τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70. Τον Lars von Trier τον παρακολουθώ από όταν ξεκίνησε. Ήμουν πωρωμένος με το “The Element Of Crime” και μια μίνι-σειρά που είχε κάνει, το “The Kingdom”. Στο “Dogville”, πάντως, κάνει κάτι το «universal». Πατά στις βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Δείχνει με μοναδικό τρόπο από πόσες μεριές είναι σκλαβωμένη η ανθρώπινη φύση και, μάλιστα, αυτή ήταν μια θεματική στην οποία παρέπεμπαν οι πρώτες συναυλίες των Blackmail. Θα μπορούσαμε να μιλάμε πάρα πολλή ώρα για αυτή την ταινία – πίστεψέ με! (γέλια)

BLMLΜ.Γ.: Με ενδιαφέρει περισσότερο μια άλλη ιδιαιτερότητα της ταινίας. [ΠΡΟΣΟΧΗ: ακολουθεί «spoiler»] Καθ’ όλη τη διάρκειά της χτίζεται σιγά-σιγά ένα τρομακτικά απεχθές κτίσμα αδικίας, αλλά στο τέλος έρχεται η αυστηρή πατρική μορφή, ο αμείλικτος από μηχανής θεός, να τα διορθώσει όλα, να δικαιώσει το αδικημένο από τους ανθρώπους τέκνο του, σε ένα εντυπωσιακά καθαρτικό τέλος.
Γ.Κ.: Ναι, εντελώς!

Μ.Γ.: Δεν ισχύει κάτι ανάλογο και με το “Hermione’s Sleep Code”, το τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ;
Γ.Κ.: Ναι! Πάρα πολύ! Ακριβώς! Φέρνει μια τέτοια κάθαρση! Πάρα πολύ!

Κ.Σ.: Μπράβο, Μανώλη. Εξαιρετική ανάλυση!
Μ.Γ.: Α, σε ευχαριστώ πολύ, Κώστα! (γέλια)
Γ.Κ.: Ναι, όντως, με το “Hermione’s Sleep Code” συμβαίνει αυτό το πράγμα.

Μ.Γ.: Μετά από έναν δίσκο πολύ προσεγμένο και σχετικά «στοιχημένο» έρχεται το αυτοκρατορικό και δραματικό αυτό instrumental με τάσεις προς jam.
Κ.Σ.: Ίσως αυτό το τραγούδι να έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη συναυλία.
Π.Τ.: Η λογική μας ήτανε να κάνουμε όσο περισσότερη φασαρία μπορούμε. (γέλια) Προσπαθούσαμε να συνδυάσουμε πολλά διαφορετικά πράγματα. Στην παραγωγή ήταν ένα πολύ δύσκολο κομμάτι. Είναι ένα όμορφο χάος που με κάποιο τρόπο δένει τον δίσκο.
Γ.Κ.: Είχαμε κάνει δύο version για αυτό το κομμάτι και το συζητήσαμε πολύ, για να επιλέξουμε. Η μία ήτανε με πολύ καθαρές γραμμές, αλλά επικράτησε η άποψη του Chris από τα Unity Studios, που έκανε το mastering. Επέμενε «αυτό είναι», «μην πειράξεις τίποτα». Παρά ταύτα, κάποια στιγμή, θέλουμε να βγάλουμε και την άλλη εκδοχή, μέσα από την ιστοσελίδα μας.

Μ.Γ.: Το τραγούδι “The Gift” είναι πολύ ξεχωριστό για τους Blackmail, δεν μας έχετε συνηθίσει σε τόσο ήπιες στιγμές, και μάλιστα δεν μπήκε στο βινύλιο, παρότι έδωσε το όνομά του στο άλμπουμ. Πώς εξηγείται αυτό;
Γ.Κ.: Ναι, συνήθως γίνεται το αντίστροφο. Ήταν θέμα ρυθμού της αφήγησης. Όταν βάλεις το CD να παίξει, θα παίξει ολόκληρο. Το βινύλιο, αντιθέτως, πρέπει να το αλλάξεις πλευρά, κάποια στιγμή. Επιστρέφοντας, λοιπόν, σε αυτό που έλεγα για τους στίχους, σχετικά με την κλιμάκωση, το “The Gift” ταίριαζε στο σύνολο του πράγματος.

Κ.Σ.: Μιας και μιλάμε για στίχους, ποιός είναι ο αγαπημένος σου στίχος του δίσκου;
Γ.Κ.: Αγαπάω πάρα πολλά πράγματα από αυτόν το δίσκο και το ένα είναι οι στίχοι. Μερικά τραγούδια, όταν τα τραγούδαγα ήμουν πολύ «passive». Ας πούμε σχεδόν όλο το “Godless”. Επίσης, από αυτά που είναι λιγότερο προσωπικά, μου αρέσει το “Monkey Brain”. Αυτό που με ενθουσιάζει στιχουργικά σε αυτόν το δίσκο είναι ο μινιμαλισμός στο “Love Is Lightning”, είναι τρεις φράσεις που μπορεί να τα έχουν πει όλα.

BLMLΚ.Σ.: Ναι! Και κλείνει και πολύ όμορφα με την επανάληψη του στίχου και τον ήχο να πέφτει. Εγώ σου το έχω πει, είναι πολύ αγαπημένο μου κομμάτι. Όμως, ο δικός μου αγαπημένος στίχος είναι στο “Devil’s Toy”, που λέει «heartless and gracious like wine, she is reading my mind».
Μ.Γ.: To “Devil’s Toy” μιλάει για κάποια δεσποινίδα;
Γ.Κ.: Έχεις προσέξει το ρεφρέν;

Μ.Γ.: Ναι. Στο ένα λέει «you are my girl» και στο άλλο «you are my man».
Γ.Κ.: Είναι, λοιπόν, και δεσποινίς και κύριος. (γέλια)

Μ.Γ.: Εγώ το εξέλαβα σαν να λέει ότι είναι το κορίτσι μου αλλά ταυτόχρονα είναι και «my man», ο «φιλαράκος μου», ο «δικός μου».
Γ.Κ.: Είναι λίγο αλλόκοτο το “Devil’s Toy”, είναι λίγο «to fall in love with weird things». Μονίμως να είσαι εθισμένος στο να ερωτεύεσαι αλλόκοτα πράγματα.

Μ.Γ.: Μιας και συνεχίζουμε να μιλάμε για στίχους, ας πάμε σε κάτι που μου έκανε εντύπωση πριν από πολλά χρόνια. Θυμάμαι ότι το “Eye Terrorist-A”, το πρώτο τραγούδι του πρώτου δίσκου των Blackmail, περιέχει μερικούς στίχους από το “Killhead Therapy” των Last Drive. Αυτό, σημειολογικά, πώς το βλέπεις;
Γ.Κ.: Αυτό ήτανε εντός εισαγωγικών μια «άσκηση τέχνης». Το [τραγούδι των] Blackmail προϋπήρχε, παρότι κυκλοφόρησε δεύτερο. Είχα σκεφτεί το εξής: να πάρω κάτι και, μέσα από δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, να το παρουσιάσω με δύο διαφορετικούς τρόπους, για να δω πώς θα λειτουργήσει. Για εμένα, τελικά, λειτούργησε πάρα πολύ καλά και στις δύο περιπτώσεις. Ξέρεις ότι το «Killhead» είχε να κάνει και αυτό με την επίθεση των εικόνων. Σε συναυλίες έχουμε πει ότι έχει να κάνει με το “T.V. Eye” (σ.σ.: το τραγούδι των The Stooges). Στο “Eye Terrosrist-A” είναι λίγο πιο σκληρή η περιγραφή.

Κ.Σ.: Υπήρχε όμως και σημειολογική σημασία, σαν να ενώνεις τη μία πορεία σου με την άλλη;
Γ.Κ.: Ναι, ο πρώτος δίσκος των Blackmail αρχίζει με ένα στοιχείο από τον δίσκο των Last Drive. Έχετε δίκιο σε αυτό! (γέλια) Σε μια συναυλία που κάναμε με τους Blackmail, για εκείνο τον δίσκο, είχανε ανεβεί και τα παιδιά από τους «Drive» και το τραγουδάγαμε όλοι μαζί το ρεφρέν.

Μ.Γ.: Χτυπάει κόκκινο ο συμβολισμός! (γέλια) Έχει τη σημασία της, λοιπόν, αυτή η «σύμπτωση», έτσι;
Γ.Κ.: Ναι, ναι, έχει.

BLMLΚ.Σ.: Αν έκανες το ίδιο πράγμα σήμερα, δηλαδή αν ήθελες να βάλεις έναν στίχο από το άλμπουμ των Blackmail σε δίσκο των Last Drive, ποιός θα ήταν αυτός;
Γ.Κ.: Πιθανότατα κάτι από το “Godless”. Θα μπορούσε να μεταλλαχθεί και να πάρει μια μορφή που να ταιριάζει στους «Drive».

Μ.Γ.: Ο πρώτος δίσκος των Blackmail κυκλοφόρησε σε κρίσιμη εποχή για τους Last Drive και ο δεύτερος αμέσως μετά τη διάλυση. Για εσένα, ως δημιουργό, πόσο ανταγωνιστικά είναι αυτά τα δύο συγκροτήματα μεταξύ τους;
Γ.Κ.: Με καμία κυβέρνηση! Δεν παίζει αυτό!

Μ.Γ.: Το εννοώ από δημιουργική άποψη. Ποιά ήταν η διαφορά στη λειτουργία των δύο συγκροτημάτων;
Γ.Κ.: Κοίταξε, με τους «Drive» είμαστε μαζί από δεκατριών χρονών. Υπάρχει ένας δικός μας κώδικας. Με τα μάτια μπορούμε να τα λέμε όλα. Ξέρεις πώς είναι αυτά. Υπήρχε μια άλλη διάσταση του πράγματος με τους Blackmail. Φιλαράκια μου ήτανε και αυτοί, από πιτσιρικάδες μαζί, αλλά μου επέτρεψαν να δοκιμάσω κάτι άλλο, με άλλα συστατικά. Το πρώτο άλμπουμ των Blackmail βγήκε με μια βδομάδα πρόβες, δεν προλαβαίναμε να σκεφτούμε. Παίξαμε δυο-τρεις φορές τα κομμάτια, ξέραμε πολύ καλά ο ένας τον άλλο, και είπαμε «let’s do it!». Όπως σου το λέω έγινε! Στούντιο τρεις μέρες και φύγαμε. Ήταν αστραπιαίο. Με τους «Drive» ποτέ δεν δουλεύουμε έτσι.

Κ.Σ.: Υπήρξε στιγμή στο στούντιο που να παίζατε κάτι και να είπατε: «Όπα! Παιδιά, αυτό είναι Last Drive, να το αλλάξουμε, να το παίξουμε αλλιώς»;
Γ.Κ.: Όχι, άμα το κάνεις αυτό, το έχασες το παιχνίδι. Μπήκαμε στο στούντιο χωρίς αναστολές. Ούτε για μια στιγμή δεν έγινε αυτό. Βέβαια, σε μερικά τραγούδια του “The Gift” συμμετέχουν οι Last Drive. Ας πούμε, ο Αλέξης (σ.σ.: Καλοφωλιάς) κάνει φωνητικά στο “War Is Over” και λίγο στο “Devil’s Toy”, ο Χρήστος (σ.σ.: Μιχαλάτος) έχει παίξει διάφορα στο “Love Is Lightning” κλπ. Ακόμα και εκεί, όμως, βρισκόμαστε σε μια άλλη ατμόσφαιρα και πρέπει να λειτουργήσουμε έτσι.

Μ.Γ.: Έχοντας τώρα στο μυαλό σου το “The Gift”, που απαίτησε πολλούς μήνες προετοιμασίας και πολλή δουλειά, σκέφτεσαι καθόλου ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να είχες ακολουθήσει την ίδια μέθοδο και στα προηγούμενα άλμπουμ;
Γ.Κ.: Το πρώτο (σ.σ.: “Life After Death”) δεν μπορώ να το πειράξω. Γουστάρω τον τρόπο που έγινε. Ήτανε σαν κεραυνός, είχε πολύ νεύρο μέσα του. Το δεύτερο (σ.σ.: “Overexposed”) έγινε κάτω από περίεργες συνθήκες, γιατί εγώ ήμουν σε περίεργη κατάσταση τότε, εξαιτίας μιας ιστορίας που είχε γίνει με το πρώτο. Ήτανε να υπογράψουμε στην Island και υπήρχανε κάποια εμπόδια. Ήμουν σε μεγάλη περισυλλογή. Σκεφτόμουν αν πρέπει να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω στην Ελλάδα. Αυτό επηρέασε και τους «Drive», σχετικά με όσα συνέβησαν μετέπειτα. Το δεύτερο άλμπουμ, λοιπόν, έγινε σε ιδανικές συνθήκες. Η εταιρία μάς παρείχε ό,τι χρειαζόμασταν. Η νοοτροπία ήταν «πιστεύω σε εσένα και πρέπει να έχεις ό,τι θέλεις». Οπότε, και το δεύτερο δεν θα το πείραζα. Το τρίτο, όμως ναι!

Μ.Γ.: Το τρίτο (σ.σ.: “7”) βγήκε με την ψυχή στο στόμα;
Γ.Κ.: Το τρίτο βγήκε αγχωμένο και ήταν δύσκολο, γιατί ήταν το πιο πειραματικό από όλα. Έτσι δεν είναι;
Π.Τ.: Πράγματι ήτανε πολύπλοκα τα κομμάτια. Ήτανε και η εποχή περίεργη, τότε, στην Ελλάδα. Η έκρηξη του lifestyle και του δήθεν ήτανε στο φόρτε της. Ήταν άσχημη εποχή για να παίζεις αυτή τη μουσική. Αυτό, υποσυνείδητα, μας επηρέασε κιόλας. Συμφωνώ ότι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε πράγματα στο “7”.

BLMLΜ.Γ.: Τώρα, όμως, ζούμε σε μια άλλη εποχή. Ειδικά στην εποχή μας, με την όλο και πιο έντονη καλλιτεχνική πενία του mainstream, γιατί το DIY και το underground που είναι τόσο ενεργά δεν έρχονται να καταλάβουν τον χώρο που η πτώχευση του mainstream τούς αφήνει; Γιατί συνεχίζουμε να μην ακούμε αυτά τα τραγούδια στο ραδιόφωνο, ας πούμε;
Γ.Κ.: Μιας και αναφέρθηκες στο ραδιόφωνο, «Greek radio sucks»! Το ξέρουμε ότι εδώ και πάρα πολύ καιρό παίζουνε με playlist. Άσε που και τα δύο μεγάλα μέσα, και η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, είναι εξαρτημένα από άλλα πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με τη δημιουργικότητα. Εξυπηρετούν κάτι άλλο. Αυτό εξυπηρετούσαν όλον αυτό τον καιρό και είδαμε πώς κατέληξε η όλη φάση. Βλέπω να καταρρέουν τα κανάλια και με χαροποιεί. Καταλαβαίνω τον κόσμο που δούλευε εκεί, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι η κρίση υπήρχε από πολύ πιο πριν. Τώρα, βέβαια, την πληρώνουν άλλοι, κλασσικά! Πάντως, αυτή η δομή αντιστέκεται και δεν είναι εύκολο να αλλάζουνε καταστάσεις, δηλαδή να καταλάβει τον χώρο του mainstream το πραγματικό πράγμα – γιατί το DIY είναι πραγματικό, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά είναι ζωντανό.
Π.Τ.: Πάντως, αυτή η μάχη υπάρχει και είστε και εσείς μέρος αυτής της μάχης. Το Rocking.gr είναι ένα medium στον αντίποδα όλων αυτών που λέμε. Το θέμα είναι τι χώρο θα καταλάβει αυτό και κατά πόσο θα φτάσει να εκπροσωπεί τον κόσμο που θα πρέπει να εκπροσωπεί.

Κ.Σ.: Να ρωτήσω όμως, μήπως τελικά δεν θέλει αυτός ο χώρος να γίνει mainstream;
Γ.Κ.: Μπορεί να μην θέλει αυτό που ονομάζουμε mainstream, απλώς υποθέτω ότι ένα οποιοδήποτε γκρουπ, όταν ξεκινάει, θέλει να μπορεί να παίζει τη μουσική του. Τόσο απλά! Δεν θέλει να γίνει κάτι άλλο, αλλά μιλάμε για βασικά πράγματα με την έννοια της δημοκρατικής έκφρασης μιας κοινωνίας. Όποιο μέρος και να καταλαμβάνεις, πρέπει τουλάχιστον να μπορείς να υπάρχεις. Για να υπάρχεις, στην μουσική, καλώς ή κακώς, πρέπει να ακούγεσαι. Ένας τρόπος είναι να ακούγεσαι μέσω δικών σου δρόμων και το διαδίκτυο έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο σε αυτό. Πάντως θεωρώ πως φοβούνται αυτό το πράγμα, με κάθε τρόπο δεν το αφήνουν να βγει ή, αν βγει, πρέπει να του φορέσουνε ένα άλλο κουστούμι, να το μεταμφιέσουνε, ώστε να αλλάξει.
Π.Τ.: Υπάρχει, πάντως, και μια φοβία που έχει ο underground χώρος, η οποία βγαίνει και στη μουσική. Είναι σαν τις ασκήσεις ύφους, στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Παίζεις μουσική με ένα γκρουπ και θέλεις οπωσδήποτε να βγάλεις κάτι περίεργο. Φοβάσαι μην βγει κάτι που θα χαρακτηριστεί αλλιώς. Αυτό καταλήγει να είναι ψυχαναγκασμός! (γέλια)
Γ.Κ.: Φοβικό σύνδρομο!
Π.Τ.: Ακριβώς. Εμείς προσπαθήσαμε να βγάλουμε από πάνω μας όλα αυτά τα κλισέ – που στην ουσία είναι κλισέ από την ανάποδη.

Κ.Σ.: Σαν «αυτογκετοποίηση»;
Π.Τ.: Έτσι. Περίεργο για το περίεργο, πώς να το πούμε;

Μ.Γ.: Ίσως ο χώρος του underground μέχρι τώρα να πιέστηκε στην γωνία του από ένα mainstream που μπορούσε να παράγει αμέτρητους pop λαϊκούς και λοιπούς, σαν να έλεγε «δεν σας χρειάζομαι εσάς, μείνετε στην άκρη». Τώρα που, για λόγους πολλούς, αυτό καταρρέει, μήπως ο χώρος του underground ξέχασε να ξαναβγεί από τη γωνιά του; Μήπως δεν θέλουμε να γίνουμε Αγγλία, όπου κάτι καινούριο βγαίνει κάθε βδομάδα και το ακούνε όλοι κι ας το ξεχάσουνε την επομένη; Στην ουσία ρωτάω αυτό: Υπάρχει αυτός ο χώρος για το rock;
Γ.Κ.: Εγώ νομίζω ότι υπάρχει. Elvis ακούγανε όλοι, δεν υπήρχανε στεγανά. Βέβαια, μιλάμε για την Ελλάδα, που είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Το βλέπεις ότι, στην Ελλάδα, δεν καταδυναστεύτηκε μόνο το underground ή το rock ή το punk rock. Καταδυναστεύτηκαν και όλες οι άλλες δυνάμεις της ελληνικής μουσικής, που έχει μια φοβερή παράδοση πίσω της, ειδικά από το 1910 και μετά. Πες μου, πόσο καιρό έχεις να ακούσεις ένα βαρύ ρεμπέτικο στο ραδιόφωνο;

Κ.Σ.: Πάντως, ο χαρακτηρισμός underground τελικά δεν αφορά το πλήθος του κοινού, αλλά την μορφή της τέχνης Οι Last Drive γεμίζουν με μεγάλη ευκολία οποιοδήποτε κλαμπ, οποτεδήποτε, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν καλλιτέχνες του mainstream.
Γ.Κ.: Αυτό είναι αλήθεια. Το θέμα είναι κατά πόσο μπορούν να σε χειραγωγήσουν. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς τους Last Drive και πολλά άλλα γκρουπ σε mainstream καταστάσεις. Έχουνε μια άποψη δικιά τους για το πώς γίνονται τα πράγματα. Αυτοί που διαχειρίζονται την όλη κατάσταση μπορούνε πολύ πιο εύκολα να χειραγωγήσουνε την τάδε μούφα, π.χ. το τηλεοπτικό hit της βδομάδας από reality, παρά τους όποιους Last Drive.

BLMLΚ.Σ.: Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά. Στην πληθώρα μέσων και πληροφορίας, από το διαδίκτυο μέχρι και τα δωρεάν έντυπα, βλέπουμε έναν ανταγωνισμό «να είμαστε οι πρώτοι που θα προτείνουμε κάτι καινούριο που θα ακούσει ο κόσμος». Κάποιες αξιόλογες underground μπάντες δέχονται έτσι ένα σπρώξιμο από τέτοια μέσα και, τελικά, μετά από κάποιο διάστημα, όταν περάσει αυτό που λέμε hype, φεύγουν από το προσκήνιο και το ευρύ κοινό τις ξεχνά. Τι γνώμη έχετε για αυτό;
Π.Τ.: Έχεις απόλυτο δίκιο, συμβαίνει πολύ συχνά αυτό. Είναι μια hipster πλευρά των πραγμάτων που έχει γίνει μόδα τελευταία. Πιάνει κάτι καλό, το να βρίσκεις καινούριες μουσικές είναι κάτι ωραίο, αλλά το κάνει αυτοσκοπό και έτσι χάνει την ουσία του. Δεν μιλάς για μουσική πια, αλλά για το ποιός βρήκε την πληροφορία. Αυτό δεν αφορά τα γκρουπ, αφορά τους ανθρώπους που έχουν κάνει τρόπο ζωής αυτό το μοντέλο. Δεν μπορώ να μιλήσω για αυτός, γιατί δεν είμαι ένας από αυτούς και δεν με αφορά.

Μ.Γ.: Από τη σύγχρονη ελληνική υπόγεια σκηνή ποια συγκροτήματα ξεχωρίζετε;
Γ.Κ.: Γουστάρω πάρα πολλές μπάντες. Bazooka, A Victim Of Society, Screaming Fly, θα μπορούσα να σου πω πάρα πολλές μπάντες. Βγαίνουν συνεχώς και, αν ψάξεις θα βρεις φοβερά πράγματα. Αν με ρωτούσε κάποιος τι θεωρώ ενδιαφέρον γενικά στη μουσική για αυτή τη χρονιά, θα επικεντρωνόμουν πολύ σε αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Π.Τ.: Βρισκόμαστε οριακά σε ένα σημείο που η παραγωγή υπερκαλύπτει την ανάγκη και τη ζήτηση. Έχουμε πάρα πολλά καλά ελληνικά γκρουπ, επιτέλους, μετά από χρόνια.

Κ.Σ.: Μιλάς για το αγγλόφωνο rock, γιατί το ελληνόφωνο δυστυχώς φυτοζωεί.
Π.Τ.: Ναι.

Μ.Γ.: Μα για αυτό επιμένω ότι η παραγωγή αυτή είναι τόσο καλή που κακώς παραμένει κρυμμένη, σε συγκεκριμένες γειτονιές και σε συγκεκριμένους κύκλους, πίσω από την ταμπέλα του underground.
Γ.Κ.: Ναι, και κακώς μένει στη Ελλάδα! Νομίζω πως είναι ώρα, σιγά-σιγά, αυτό το πράγμα να βγαίνει προς τα έξω. Δεν είμαστε στις συνθήκες που το κάνανε οι Last Drive, είναι πλέον εφικτό. Δεν πρέπει να το φοβόμαστε.

Μ.Γ.: Είναι εφικτό για τον Έλληνα ροκά να παρατήσει τη δουλειά του και να κυνηγήσει το όνειρο;
Γ.Κ.: Όχι, αλλά μπορεί να βρει μια φόρμα, εφόσον είναι κάτι που γουστάρει πολύ, να το κάνει.

BLMLΚ.Σ.: Φοβάστε καθόλου ότι κάποιος μπορεί να πει «γιατί να ασχοληθώ με τους Blackmail, που είναι 20 χρόνια συγκρότημα, ας ψάξω να βρω κάτι ίσως λιγότερο καλό, αλλά καινούριο»;
Γ.Κ.: Αυτό είναι μια ματαιότητα. Τι είναι καινούριο; Εγώ ακούω στο σπίτι μου blues της δεκαετίας του ’30. Ειδικά τώρα με το διαδίκτυο, ο χρόνος είναι κάτι που δεν έχει καμία σημασία. Το παρατηρώ σε συναυλίες: βλέπω πιτσιρικάδες να ξέρουν όλους τους στίχους. Κυνηγώντας το καινούριο, δεν ακούς μουσική. Δέχομαι ότι μπορεί να θες μια ποικιλία στη ζωή σου, αλλά χάνεις και πολλά ουσιαστικά πράγματα. Το κυνηγητό αυτό του «καινούριου» είναι τόσο αστείο!

Μ.Γ.: Τον «καινούριο» δίσκο των Blackmail θα τον ακούσουμε ζωντανά;
Γ.Κ.: Ναι. Ως συνήθως, με τους Blackmail, οι εμφανίσεις θα είναι περιορισμένες.

Μ.Γ.: Μα τα βλέπεις; Μόλις πριν λίγο λέγαμε ότι δεν θέλουμε το underground να αυτοπεριορίζεται στη γωνιά του και τώρα μας λες ότι πάλι οι εμφανίσεις θα είναι περιορισμένες! (γέλια)
Γ.Κ.: Κοίτα, είναι θέμα αντικειμενικών συνθηκών. Έχω υποχρεώσεις με τους Last Drive, γιατί θα κάνουμε ένα mini-LP, και επιπλέον αυτό που θέλουμε να κάνουμε ειδικά για το “The Gift”, δεν είναι τόσο απλό πράγμα για μια ζωντανή εμφάνιση.

Κ.Σ.: Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω. Πώς θα αναπαραχθεί ο ήχος ειδικά αυτού του δίσκου ζωντανά;
Γ.Κ.: Ένα έχω να σου πω: όταν το παίζουμε ζωντανά είναι καλύτερο από τον δίσκο!
Π.Τ.: Υπάρχουν αντικειμενικά προβλήματα. Σε μερικά κομμάτια, ας πούμε, πρέπει να παίξουν δέκα άτομα. Δεν είναι και τόσο απλό και δεν μπορείς να το κάνεις οπουδήποτε.
Γ.Κ.: Πρέπει να συναντηθούν αυτά τα επτά, οκτώ, εννιά άτομα, από διάφορες απόψεις: χρονικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά. Αυτό απαιτεί μια διεργασία.

Μ.Γ.: Υπάρχει κάποιο πιο συγκεκριμένο σχέδιο για συναυλίες;
Γ.Κ.: Ναι. Το πρώτο plan είναι να κάνουμε τρεις συναυλίες: μια στη Θεσσαλονίκη, μία στη Λάρισα και μία στην Αθήνα. Τώρα προσπαθούμε να βρούμε ποιές είναι οι κατάλληλες ημερομηνίες, σε σχέση με τη φάση του καθενός. Ας πούμε, ο Μιχάλης ο Βρέττας αυτή τη στιγμή ασχολείται με τους Underwater Chess, ένα πειραματικό duo. Υπάρχουν και μερικά ιδιοσυγκρασιακό θέματα. Ας πούμε, ο Αργύρης δεν γουστάρει πολύ.

Μ.Γ.: Παρακαλώ; Δεν γουστάρει να γίνει συναυλία;
Γ.Κ.: Όχι, δεν γουστάρει τις πόλεις. Ζει μακριά από τις πόλεις εδώ και δέκα χρόνια. Πρέπει να το σεβαστούμε αυτό.
Π.Τ.: Ή να πάμε παίξουμε στη Γαύδο. (γέλια)

Μ.Γ.: Νομίζω πως ήρθε η στιγμή, Γιώργο, να μας εξηγήσεις το όνειρο. Είναι αλήθεια ότι το σύμβολο του εξωφύλλου του άλμπουμ το είδες σε όνειρό σου;
Γ.Κ.: Ναι, στο REM μου. Στο τελευταίο σκέλος του ύπνου μου, ήρθε σαν flash και, για αυτό, πάει εντελώς στο υποσυνείδητο.

Μ.Γ.: Μπορείς να εξηγήσεις τι σημαίνει για εσένα;
Γ.Κ.: Ναι και μάλιστα πολύ εύκολα. Αφορά τον δυισμό που πάντα υπήρχε από τους πρωτόγονους καιρούς, αρσενικό-θηλυκό, λογική-συναίσθημα, ευθεία-παράκαμψη. Είναι σε μια ολική αντίληψη περί δυισμού. Όταν κάνεις κάτι εικονικά, δεν το ψάχνεις, το δέχεσαι σαν εικόνα.  

BLMLΚ.Σ.: Πιστεύεις στο δίπολο καλό-κακό;
Γ.Κ.: Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από πιτσιρικάς, το έχω ξεπεράσει. Το βρίσκω όμως χρήσιμο να ξέρεις ότι μπορεί να υπάρχει, παρότι μπορεί να μην πιστεύεις σε αυτό ή μπορεί να έχεις μια άλλη φιλοσοφία που είναι πέρα από το καλό και το κακό. Εμένα πάντα αυτή ήταν η φιλοσοφία μου, εννοώ η φιλοσοφία στο βάθος της φιλοσοφίας. Σίγουρα, το καλό-κακό είναι μια παραπομπή στη θρησκειολογία, δεν είναι μόνο του Χριστιανισμού. Σε οποιαδήποτε θρησκεία βρίσκεις κάτι που πολώνει τα πράγματα με έναν συνειδητό τρόπο, ούτως ώστε να τα κάνει να μην βρεθούνε. Είναι κάτι το πολύ επιθετικό, κατά τη γνώμη μου. Αλλά είναι χρήσιμο να ξέρεις ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορείς να έχεις την επιλογή του καλού ή του κακού, όπως ο Batman μερικές φορές, για να το κάνω πιο pop. (γέλια) Είναι καλό, σαν πρόσωπο να έχεις μια τέτοια αίσθηση στις επιλογές σου, γιατί καλείσαι να αποφασίσεις. Μπορεί να μην το ονομάσεις καλό ή κακό, να είναι το δύσκολο ή το εύκολο, ή το λίγο δύσκολο ή περισσότερο εύκολο.  

Μ.Γ.: Ας κάνουμε λοιπόν την σημαντική επιλογή: τώρα θα σας λέμε Blackmail ή BLML;
Γ.Κ.: Νομίζω πως το BLML εκφράζει καλύτερα την έννοια του «beyond Blackmail» με την έννοια ότι εξελίχθηκε σε κάτι ευρύτερο αυτό το πράγμα – παρότι τα τραγούδια ήτανε πολύ προσωπικά. Υπάρχει μια λειτουργική πλευρά, ότι όταν ξεκινήσαμε ως Blackmail δεν υπήρχαν άλλα γκρουπ με αυτό το όνομα. Μετά εμφανίστηκαν κάποιοι Γερμανοί, κάτι Ιάπωνες, έγινε ένα τρομερό μπέρδεμα. Θέλαμε να ξεκαθαρίσει το πράγμα. Είχανε βγει οι Γερμανοί στο γερμανικό Metal Invader και λέγανε «sorry, δεν το ξέραμε». Τέλος πάντων, δεν δώσαμε συνέχεια και θεωρήσαμε ότι μια καλή λύση είναι αυτή, γιατί – να σας πω την αλήθεια - δεν μας αρέσανε και οι Γερμανοί Blackmail, γενικά. (γέλια)

Μ.Γ.: Τόσες φορές έχουμε μιλήσει, είναι η πρώτη φορά που σε ακούω να λες «BLML», πάντως.
Γ.Κ.: Μου αρέσει που είναι σαν «code number». Βλέπεις ότι είναι το «Gift» και υπάρχει ένας αποστολέας, έχεις το «BLML» σαν ταχυδρομικό κώδικα, αλλά και σαν σύνθημα. Ταιριάζει πολύ με το “The Gift”, αυτό το πράγμα.

Μ.Γ.: Θα ακούσουμε κι άλλο δίσκο από τους BLML;
Γ.Κ.: Να δούμε. Είμαι πολύ νωπός ο δίσκος, μόλις ενός μηνός.  

Μ.Γ.: Εννοώ θα περιμένω άλλα δέκα χρόνια ή θα μου κάνετε τη χάρη;
Γ.Κ.: Όχι, όχι! Είχαμε κι άλλα κομμάτια, αλλά δεν χώραγε άλλα ο δίσκος! (γέλια) Έχουμε και μερικές διασκευές, όπως το “Lions” των Tones On Tale. Αυτά μπορεί να μην τα βγάλουμε σε δίσκο, αλλά να τα δώσουμε δωρεάν στο διαδίκτυο, σαν ένδειξη σεβασμού στον κόσμο που μας ακούει και μας στηρίζει.

Μ.Γ.: Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας.
Γ.Κ.: Και εμείς ευχαριστούμε.
  • SHARE
  • TWEET