Last Drive: «Το rock 'n' roll μας έδινε την αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου»

Στο πρώτο μέρος της κατατοπιστικότερης συνέντευξής τους, οι Last Drive καλύπτουν την περίοδο από τη δημιουργία τους μέχρι το "Heatwave"

Από τους Κώστα Σακκαλή, Μανώλη Γεωργακάκη, 24/11/2015 @ 12:47
Ως ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα του ελληνικού rock κάθε μορφής, οι Last Drive άξιζαν μίας μεγάλης, αναλυτικής και ανακριτικής, αν θέλετε, συνέντευξης στο Rocking.gr. Ως ένα παρεάκι που δημιουργεί και ένα απίστευτα φιλικό κλίμα η κατάσταση ξέφυγε και ο Λεβιάθαν που έχετε μπροστά σας (ή καλύτερα θα έχετε ολοκληρωμένο σε δυο μέρη) αποτελεί όχι μόνο την μάλλον κατατοπιστικότερη διήγηση της πορείας των Last Drive μέσα στα χρόνια αλλά και αν διαβάσετε προσεκτικά και μία παρουσίαση της προσωπικότητας του κάθε μέλους του πυρήνα του συγκροτήματος αλλά και της αδιαίρετης τριάδας.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι η αρχή της συνέντευξης έγινε το 2012! Κάτι όμως ο άθλος της απομαγνητοφώνησης όσο κυρίως κάποιες εξελίξεις στο συγκρότημα που έπρεπε να συμπληρωθούν, καθυστέρησαν τη δημοσίευσή της ώστε να είναι κατά το δυνατό πλήρης και αντιπροσωπευτική του παρόντος. Μεταφερθείτε λοιπόν νοητά σε ένα καπνισμένο ημιυπόγειο «κομιξάδικο» όπου τρεις μουσικοί και δύο θαυμαστές τους ξεκινάνε κάτι που ήταν σίγουροι ότι δε θα είναι μία τυπική συνέντευξη.

(οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο των Last Drive και τους ευχαριστούμε πολύ για την παραχώρησή τους)

Μανώλης Γεωργακάκης: Ας αρχίσουμε με τα βαφτίσια. Γιατί λέγεστε «The Last Drive»; Πώς βγήκε το όνομα; Το ρωτάω γιατί έχουν ακουστεί διάφορες θεωρίες.
Α.Κ.: Τώρα θα ακουστεί η πραγματική εκδοχή! Ο Χρήστος θα την πει, γιατί αυτός είναι ο «νονός».

Χ.Μ.: Όταν βάλαμε μπροστά το γκρουπ, ήμασταν ήδη παρέα από το γυμνάσιο. Ακούγαμε μουσικές μαζί, μεγαλώσαμε μαζί, είχαμε τα ίδια βιώματα. Πηγαίναμε σε ένα μπαρ στο Κολωνάκι, το Snowball. Ήτανε το πιο «χύμα» μπαρ του Κολωνακίου, ας πούμε. Του στυλ, εκεί πήγαιναν όλοι οι πάνκηδες. Ήτανε απέναντι από το Λούκι - όποιος ξέρει το Λούκι (σ.σ.: γνωστό από το "Μια Βραδιά Στο Λούκι" των Κατσιμιχαίων). Πηγαίναμε καθημερινά, τα βράδια, και βάζαμε μουσικές, δουλεύαμε στο μπαρ. Ήτανε παρεΐστικη η φάση. Ένα βράδυ, λοιπόν, ψάχναμε να βρούμε όνομα για το γκρουπ και είδαμε τον κατάλογο και υπήρχε ένα κοκτέιλ το οποίο λεγότανε «last drive». Δεν έλεγε τι περιείχε μέσα! (γέλια) Πώς λένε το τάδε κοκτέιλ περιέχει βότκα κλπ.; Ε, αυτό δεν έλεγε τίποτα, έγραφε μόνο το όνομα!

Α.Κ.: Σε προδιέθετε για το πού πήγαινες! (γέλια) Έτσι γύρισε ο Χρήστος και μου είπε: «Αυτό είναι το όνομα!». Ε, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ αυτό.

Μ.Γ.: Ο Τάσος Μαραγκός έχει μια δικιά του ερμηνεία στο κόμικ του που συμπεριλήφθηκε στην συλλογή "At The Drive Ink", η οποία είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στο συγκρότημά σας. Πώς σας φάνηκε;
Α.Κ.: Όπως ό,τι έχει κάνει ο Τάσος, εξαιρετικό! Το κόμικ αυτό ήτανε για εμάς μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία, γιατί τους περισσότερους από τους κομίστες αυτούς τους ξέραμε και τους διαβάζαμε. Το να έχουνε μια άποψη για αυτό που κάνουμε είναι ιδιαίτερα τιμητικό. Μας άρεσε πάρα πολύ, έτσι όπως έγινε.

Χ.Μ.: Ήταν μια ωραία ιδέα από τον Γιώργο και την Βάλια, που έχουνε σχέση με το χώρο αυτό (σ.σ.: αναφέρεται στον Γιώργο Καρανικόλα, τον κιθαρίστα του συγκροτήματος και στην Βάλια Σκουρτσή).

Α.Κ.: Γιατί οι Last Drive πάντα είχαν τα κόμικς μέσα τους. Από τις πρώτες αφίσες μας, αν δεις...

Γιώργος Καρανικόλας: Είναι σχεδόν όλες κόμικ.

Α.Κ.: Ναι. Τα κόμικ είναι μια δεξαμενή φαντασίας, για εμάς, από την οποία αντλούσαμε.

Μ.Γ.: Η ιστορία του Τάσου Μαραγκού, εν προκειμένω, λέει στην ουσία δεν αντέχω άλλο με όλα αυτά που μου συμβαίνουνε και πάω πανηγυρικά να στουκάρω. Αυτό είναι το concept;
Γ.Κ.: Ναι, αυτή η ιστορία είναι μικρή και τέλεια. Τα λέει όλα! Και η εικονογράφηση, δηλαδή, δεν παίζεται.

Α.Κ.: Τα λέει όλα για τη γενική κατάσταση και το rock 'n' roll, για το πώς αυτά τα πράγματα μπερδεύονται μεταξύ τους και οδηγούν σε μια έκρηξη ή σε μια φυγή.

Αλέξης Καλοφωλιάς - Νίκος Καπετανόπουλος (The Last Drive)

Μ.Γ.: Συχνάζατε, λοιπόν, στο Snowball και κάνατε παρέα από μικροί. Ποίοι και πώς ξεκίνησαν το συγκρότημα;
Α.Κ.: Το συγκρότημα ξεκίνησε στο υπόγειο του Νίκου (σ.σ.: Καπετανόπουλου), του πρώτου μας κιθαρίστα. Είχε έναν χώρο στον οποίο μπορούσαμε να μαζευόμαστε και να παίζουμε. O Νίκος είχε ένα «drive» (σ.σ.: με την έννοια της ισχυρής θέλησης), είχε την ιδέα να φτιάξουμε ένα συγκρότημα, το οποίο θα έπαιζε punk διασκευές. Έτσι βρεθήκαμε και στις πρώτες πρόβες αλλάζαμε συνεχώς ρόλους. Θυμάμαι ότι αρχικά ο Χρήστος τραγουδούσε, ενώ εγώ μόνο έπαιζα μπάσο. Φτιάξαμε ένα σχήμα που περιλάμβανε και τον «Pepp» (σ.σ.: τον Πάνο Κασιάρη) και παίξαμε για πρώτη φορά στο Cult, ένα «κινητό» κλαμπ στο χώρο του Rodeo, στη Χέυδεν.

Κώστας Σακκαλής: Ήδη ως The Last Drive;
Α.Κ.: Ναι.

Μ.Γ.: Και παίξατε μόνο διασκευές punk;
Α.Κ.: Όχι, παίξαμε και δικά μας κομμάτια. Σε εκείνη την εποχή αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πώς μπορούμε από παρέα να γίνουμε συγκρότημα. Αλλά στην ουσία παραμείναμε και παρέα. Δηλαδή, υπήρχε μια ομάδα από πολλούς ανθρώπους, η οποία είχε σαν επίκεντρο την «Παραλία» των Αμπελοκήπων, τα καφενεία που υπήρχανε στη διασταύρωση Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Εκεί ήταν σαν να λέμε το «meeting point», το σημείο συνάντησης. Έβρισκες ανθρώπους από όλες τις γενιές, μεγαλύτερους και μικρότερους. Εκεί ήτανε όλοι οι τύποι των Αμπελοκήπων με τους οποίους θα μπορούσες να πεις δυο κουβέντες στα τέλη της δεκαετίας του '70. Εκεί κάναμε και την πρώτη επαφή μας με τον Γιώργο, που ήτανε ήδη επίτιμο μέλος της κοινότητας της Παραλίας! (γέλια)

Χ.Μ.: Ήταν όλοι οι «outsiders» της εποχής, από παλιούς συνθέτες και μουσικούς μέχρι...

Α.Κ.: Ναι, θυμάμαι τον (1) Μανώλη Μικέλη, τον τζαζίστα. Ήτανε όλο αυτό το «underground» της εποχής.

Χ.Μ.: Διάφοροι τύποι. Έβρισκες από τζογαδόρους μέχρι αναρχικούς, αλήτες κλπ.

Γ.Κ.: Βασικά, για όσους συχνάζανε στην «παραλία», δεν υπήρχε Ελλάδα, δεν υπήρχε Αθήνα, δεν υπήρχε κανείς. Δεν μετακινούμασταν καθόλου. Μόνο στο Snowball πηγαίναμε μετά τις τρεις η ώρα τη νύχτα! (γέλια) Δεν υπήρχε άλλος ζωτικός χώρος. Ήμασταν «εκεί».

Α.Κ.: Μέχρι τα Εξάρχεια. Μέχρι το '84 που άνοιξε ο Πήγασος - αυτή, βασικά, ήταν η πρώτη απόπειρα να δημιουργηθεί μια κοινότητα από συγκροτήματα, με τον Πέτρο τον Κουτσούμπα. Ό,τι «έπαιξε» στη δεκαετία του '80 και μπορείς να το θεωρήσεις αυθεντική έκφραση της νεολαίας στην Αθήνα -έξω από αυτό το σκηνικό που «παιζόταν» με "Τα Τσακάλια" και όλο αυτό το στερεοτυπικό πράγμα- συνέβαινε εκεί. Οι πρώτες μπάντες, Anti Troppau Counsil, οι μπάντες της Creep, Villa 21, Yell-O-Yell, punk γκρουπ της εποχής όπως η Γενιά Του Χάους, οι Libido Blume -η συνέχεια των Cpt. Νέφos-, όλοι άφησαν εκεί το στίγμα τους.

Κ.Σ.: Υπάρχει ένα χάσμα στην ελληνική rock μουσική. Κατά την περίοδο της χούντας ήταν όλα λίγο υπόγεια. Στην μεταπολίτευση, οι rock προσπάθειες είναι ουσιαστικά μια συνέχεια της προηγούμενης γενιάς, που απλώς εκείνη τη στιγμή κατάφερε να ηχογραφηθεί - αλλά μουσικά δεν άλλαζε κάτι. Τομή, ξαφνικά, και βγαίνει το punk, οι Last Drive κι όλα αυτά. Εσείς αυτό το πράγμα πώς το αντιληφθήκατε; Ήσασταν πολύ πιο σύγχρονοι από τους υπόλοιπους, οι οποίοι όμως δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να εκφραστούν. Δηλαδή, σχεδόν συμπέσατε χρονικά εσείς, που κάνατε κάτι φρέσκο, με αυτούς που δεν μπορούσαν να εκφραστούν πιο νωρίς.
Α.Κ.: Υπήρχε μια αίσθηση συνέχειας. Δηλαδή, υπήρχε ένας σεβασμός για τους παλιότερους της σκηνής, γιατί η Ελλάδα δεν είναι ένας τόπος στον οποίο παίζοντας rock θα ξεχωρίσεις. Συνεχίζεις να ζεις μέσα στον κόσμο. Ζυμώνεσαι σε καταστάσεις που ζυμώνεται και το κοινό σου. Αυτό το πράγμα είναι μια συνέχεια. Απέναντι στον Πουλικάκο, στον Σιδηρόπουλο, απέναντι σε όλους αυτούς, δεν υπήρχε κάποια αντιπαλότητα. Υπήρχε βέβαια διαφορά στα ακούσματα, γιατί εμείς είμαστε περισσότερο αυτής της «trash» αισθητικής, της πιο πρωτόγονης rock 'n' roll αισθητικής. Το φυσικό μας περιβάλλον, η σκηνή που βρήκαμε για να παίξουμε, ήταν αυτή των punk συγκροτημάτων. Γιατί αυτοί είχαν ήδη στήσει μια σκηνή. Δηλαδή, οι Ex Humans, το Αδιέξοδο, η Γενιά Του Χάους είχαν μια σκηνή που στηριζόταν σε συναυλίες συμπαράστασης ή ανοιχτές συναυλίες για κάποιο κοινωνικό σκοπό, καθώς επίσης μικρές συναυλίες σε κλαμπ, όπως αυτό που λέγαμε για το Cult και στη συνέχεια στον Πήγασο. Αυτό ήταν όλο. Εκεί τελείωνε ό,τι μπορείς να ορίσεις σαν απόπειρα rock 'n' roll ζωής, ας πούμε.

Κ.Σ.: Αυτό σήμαινε και μια αναγκαστική -ή όχι αναγκαστική- πολιτική στράτευση;
Α.Κ.: Κοίταξε, το '80 ήτανε μια πολύ περίεργη εποχή για την Ελλάδα. Στην ουσία, όλα αυτά που είχανε συμπιεστεί κατά την περίοδο της χούντας βρήκανε χώρο, μέσα σε ένα διάστημα δέκα ετών, δηλαδή από το '74 μέχρι το '84. Έγιναν μια σειρά από «μικροεκρήξεις». Υπήρχε ήδη η freak σκηνή, υπήρξε το punk, υπήρξε το rock 'n' roll, το rockabilly. Έγιναν όλα μαζί συμπυκνωμένα, ήταν μια πολύ ζωντανή περίοδος για αυτό το underground. Μας προξενεί ιδιαίτερη χαρά το γεγονός ότι τώρα πολλά παιδία αναζητούν ρίζες σε αυτό το «υπόγειο» πράγμα που τώρα αναδιατυπώνεται.

Χ.Μ.: Ιδίως εκείνη την εποχή, ήταν πολωμένα τα πράγματα. Δηλαδή, από την μία πλευρά ήμασταν εμείς, όλο αυτό που περιέγραψε ο Αλέξης, και από την άλλη υπήρχε όλη αυτή η κατάσταση η πολιτικοποιημένη.

Α.Κ.: Κομματικοποιημένη μάλλον!

Χ.Μ.: Ναι. Κομματικοποιημένη νεολαία και τέτοια...

Γ.Κ.: Εγώ θέλω να κάνω μια παρένθεση. Στην «παραλία», που λέγαμε, ήτανε beatniks από τη δεκαετία του '60, οι οποίοι ήτανε εντελώς outsiders σε σχέση με ό,τι «παιζότανε» στην Ελλάδα. Ήτανε άτομα τα οποία, ας πούμε, κάνανε την "Κολούμπρα", που ήταν underground κόμικ. Και κάπου όλο αυτό σε έφερνε κοντά - ούτως ή άλλως, μιλάμε για λίγα άτομα. Γινότανε μια σύζευξη. Άσχετα με το τι έκανες εσύ, και αυτοί ερχόντουσαν από μια «ενάντια» κατάσταση σε σχέση με αυτό που «παιζόταν».

Α.Κ.: Υπήρχε μια συνέπεια μη συμμόρφωσης στην περιρρέουσα κοινωνική τάση. (γέλια)

Χ.Μ.: Εμείς όλο αυτό το πράγμα το ζήσαμε, το βιώσαμε και εκ των υστέρων μπορούμε να το τοποθετήσουμε. Ήτανε κάτι εντελώς πηγαίο, βιωματικό και αυθόρμητο που εκείνη τη στιγμή δεν το καταλάβαινες.

Μ.Γ.: Δεν μπορεί να μην υπήρχε η αίσθηση ότι κάνατε κάτι διαφορετικό, ότι βρισκόσασταν «αλλού».
Γ.Κ.: Σίγουρα! Ήτανε τόσο προφανές! (γέλια)

Α.Κ.: Απλώς, μόνο εκ των υστέρων μπορείς να το θεωρήσεις ως μια διακριτή ολότητα. Αυτό που μας όριζε ήταν μια αίσθηση αποξένωσης από αυτό που συνέβαινε στο ευρύτερο πλαίσιο. Το rock 'n' roll γκρουπ μάς έδινε μια αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου και, ταυτόχρονα, μας επέτρεπε να αλλάξουμε το σκηνικό. Παίζοντας και κάνοντας τη δήλωσή σου επεμβαίνεις στο περιβάλλον με τη δική σου φωνή, και το φέρνεις λίγο στα μέτρα σου. Έχεις ήδη αμβλύνει λίγο την κοινωνική βία που δέχεσαι. Εκ των υστέρων, καταλαβαίνουμε ότι το γκρουπ ήταν κατά κάποιο τρόπο η οικογένειά μας. Για όλους μας πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό ότι αυτό το πράγμα παραμένει ζωντανό, γιατί καταλαβαίνεις ότι οι επιλογές αυτές είχαν ένα βάθος που τις κρατάει μέχρι τώρα.

The Last Drive w/The Dead Moon (Βερολίνο, 1991)

Κ.Σ.: Στον κόσμο που μετείχε σε αυτό που λέμε rock στην Ελλάδα, υπήρχαν ακόμη και εκεί μέσα διαφορές; Δηλαδή, οι άνθρωποι που πήγαν στη συναυλία του Rory Gallagher ήταν οι ίδιοι που θα πήγαιναν και στη συναυλία των Birthday Party;
Γ.Κ.: Όχι, δεν θα πήγαιναν και στις δύο. Υπήρχαν διαφορές.

Α.Κ.: Εγώ πήγα και στις δύο.

Κ.Σ.: Θα λέγατε ότι εσείς είστε τέκνο κάποιας από αυτές τις δύο συναυλίες;
Α.Κ.: Εκατό τοις εκατό Birthday Party!

Γ.Κ.: Ναι, σίγουρα!

Α.Κ.: Η συναυλία των Birthday Party ήταν αυτό που μας άλλαξε εντελώς την αντίληψη για το rock 'n' roll!

Μ.Γ.: Ποιές μουσικές ακούγατε και από πού τις ακούσατε;
Α.Κ.: Εμένα, η πρώτη μου επαφή με το rock ήταν στην παιδική μου ηλικία, από αυτά που άκουγαν οι μεγαλύτεροι. Υπήρχαν κάποια αδέλφια φίλων που είχανε δισκοθήκες. Ακούσαμε MC5, ακούσαμε Sex Pistols λίγο μετά την εποχή που κυκλοφόρησαν. Το '80-'81 ακούσαμε Cramps, και αυτό μάς άλλαξε τελείως την αντίληψη για το πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις την «μουσική παράδοση», εντός εισαγωγικών. Δηλαδή, πώς μπορείς να οικειοποιηθείς ένα κομμάτι μιας παράδοσης που μέχρι τότε μπορούσε να θεωρηθεί ξένη. Ακούσαμε Gun Club. Ο Ηλίας (2) (σ.σ.: Ασλάνογλου, των Magic De Spell) από το δισκοπωλείο Happening ήτανε για εμάς ένας σημαντικός άνθρωπος. Έκανε εισαγωγές δίσκων και πάντα φρόντιζε να έρχονται αυτά που θέλουμε και να αγοράζουμε όσα μπορούμε να αγοράσουμε.

Γ.Κ.: Εγώ είμαι πολύ μακριά από αυτό. Είναι αλλόκοτο, αλλά η μάνα μου μού έπαιρνε δίσκους από δέκα χρονών. Ας πούμε T. Rex, διάφορα «κουλά», τα οποία δεν μπορώ να τα εξηγήσω λογικά. Κάτι θα έβλεπε, προφανώς... (γέλια) Μετά, στις παρέες υπάρχει μια αλληλεπίδραση, «τι ακούς εσύ;» και «για φέρε!». Σε διάφορες συναναστροφές, με παλιότερους ή στην «παραλία» που σας λέγαμε, μαθαίναμε πράγματα που δεν συμπίπτανε με την ηλικία μας, όπως ο Hendrix, ας πούμε.

Α.Κ.: Ήταν εποχή που όλα αυτά ερχόντουσαν μαζικά. Μετά τη χούντα, που τα είχε παγώσει, υπήρξε ένα χείμαρρος από ακούσματα και πιστεύω ότι αυτό ήταν πολύ σημαντικό για τη διαμόρφωση της μουσικής της δικής μας. Όλα ήρθαν συμπυκνωμένα, μια ολόκληρη κουλτούρα.

Χ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι, από μόνοι μας, πιτσιρικάδες, πριν γνωριστούμε καν, ακούγαμε πράγματα διαφορετικά από αυτά που άκουγε ο περισσότερος κόσμος. Στην πορεία, όπως λέει ο Γιώργος, στις παρέες υπάρχει αυτή η αλληλεπίδραση. Εσύ ξέρεις ένα κομμάτι, ο άλλος κάποιο άλλο και ανταλλάσσετε πληροφορίες. Ψαχνόμασταν τότε και όλος ο κόσμος ψαχνότανε. Και εμείς και οι φίλοι μας ήμασταν σε αυτό το «τριπάκι», να ασχολούμαστε με αυτά.

Κ.Σ.: Δεν άκουσα τη λέξη «Suicide» ακόμα!
Α.Κ.: Ε, είναι μέσα σε όλα αυτά! (γέλια)

Κ.Σ.: Οι garage επιρροές από τα sixties πώς εξηγούνται; Την εποχή εκείνη, αυτό ήταν κάτι το παλιό και το «θαμμένο», δεν ασχολιόταν πολύς κόσμος. Αργότερα, κυκλοφόρησαν όλες οι συλλογές, έγινε το νέο garage κίνημα και θυμήθηκαν όλοι τα sixties. Εσείς, όμως, αυτό το παίξατε, έχει αποτυπωθεί στο βινύλιο. Από πού ήρθε σε εσάς; Το ακούσατε αυτούσιο ή το λάβατε ως έμμεση επιρροή από τα συγκροτήματα που ακούγατε;
Α.Κ.: Κοίταξε, το rock 'n' roll είναι εύκολη μουσική. Αν σου φέρω κάποια κασέτα από ηχογράφηση πρόβας που κάναμε, 16 και 17 χρονών, θα δεις ότι παίζαμε Velvet Underground, Sex Pistols, το "Louie Louie"... Αυτό είναι το garage punk! Είναι η μουσική που μέσα απ' αυτή μπορεί να εκφραστεί ένας πιτσιρικάς. Υπήρχαν δίσκοι που έρχονταν σπάνια στην Ελλάδα και κυκλοφορούσαν αμέσως μετά σε κασέτες. Ήταν το «file sharing» της εποχής. Έπαιρνε ένας έναν δίσκο και τον άκουγαν πενήντα. Εκείνο που με τράβηξε περισσότερο στο garage punk ήτανε ο ήχος του fuzz. Το fuzz ανέτρεπε τα πάντα. Όπως ακούγεται στο "Rumble" του Link Wray, ήταν ο ήχος που ήξερα ότι μπορεί να ταρακουνήσει, ανεξάρτητα από εποχή και περιβάλλον. Και, βέβαια, ο ήχος της κιθάρας όπως τον άκουσα από τον Γιώργο και τον Νίκο, στην ίδια μου τη μπάντα, μου έδινε αυτό ακριβώς αυτό.

Μ.Γ.: Ποιός ήταν ο λόγος που επιλέξατε τον αγγλικό στίχο από την αρχή;
Γ.Κ.: Ήταν μέρος ενός συνόλου.

Χ.Μ.: Έτσι όπως ήταν τα ακούσματά μας, έτσι θέλαμε να εκφραστούμε κι εμείς. Δεν το σκεφτήκαμε ποτέ.

Α.Κ.: Δεν ήταν μια περιχαράκωση, ας πούμε. Παίζαμε μαζί με άλλα γκρουπ που είχαν ελληνικό στίχο, από την αρχή. Ήταν έγκυρες και οι δύο εκφράσεις. Ο Γιώργος είχε γράψει, για παράδειγμα, έναν δίσκο με ελληνικό στίχο (σ.σ.: "Το Φως Και Η Σκιά Του"). Εμείς ακούγαμε για αυτή την αντιπαλότητα από τρίτους. Ακούγαμε, ξέρω 'γω, από αυτούς που κάνανε το «ελληνικό rock» της εποχής: «Όσοι τραγουδάνε στα αγγλικά μπορούν να χαθούν από προσώπου γης και δεν θα μας πειράξει καθόλου!».

Γ.Κ.: Κάποια στιγμή, όμως, το ονομαζόμενο «ελληνικό rock» απέκτησε «corporate» φύση, με την κάλυψη του κράτους. Δηλαδή, το κράτος έκανε συναυλίες και έπαιρνε τέτοια σχήματα, γιατί ήθελε «ελληνικό rock». Ήταν η εποχή που, ξέρεις, «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» κλπ. Υπήρχε μια σαφής ενίσχυση από το κράτος σε ένα πράγμα. Είτε είναι καλό είτε είναι κακό αυτό που πλασάρεται, το κράτος δεν πρέπει να έχει άποψη πάνω σε τέτοια πράγματα. Οπότε, εκεί δημιουργείται ένας διαχωρισμός που είναι αυτοί από 'δω και οι άλλοι από 'κει. Δεν ίσχυε στην πραγματικότητα, αλλά έγινε.

Χ.Μ.: Τον ελληνικό στίχο τον εκμεταλλεύτηκαν άλλοι άνθρωποι που ήταν εκτός. Ένα κομμάτι που έχει ελληνικό στίχο μπορεί να σε συγκλονίσει όσο και ένα κομμάτι σε άλλη γλώσσα. Δεν είναι εκεί το θέμα της μουσικής, αλλά κάποιοι άλλοι το είδανε ότι ήταν εκεί. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το χάσμα.

Α.Κ.: Το οποίο εμείς δεν το βιώναμε. Παίζαμε, ας πούμε με τις Τρύπες, το '85, και το κοινό ήταν το ίδιο.

The Last Drive (Βερολίνο 2013)

Μ.Γ.: Είδαμε ότι ο Γιάννης Αγγελάκας συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ των Last Drive και μάλιστα έχει να πει τα καλύτερα λόγια. Υπήρχε, έστω στο πίσω μέρος του μυαλού, κάποια μορφή ανταγωνισμού;
Α.Κ.: Σε καμία περίπτωση. Οι Mushrooms ήτανε φίλοι μας κολλητοί και ο κιθαρίστας τους, ο Ασκληπιός Ζαμπέτας, έπαιξε μετά στις Τρύπες. Πιστεύω ότι το ότι οι υπήρξαν οι Τρύπες ήταν ευτυχής συγκυρία για την ελληνική νεολαία. Ένα γκρουπ που γνώρισε τέτοια επιτυχία και τέτοια απήχηση κατάφερε να διατηρήσει τον πυρήνα της σκέψης και της συνείδησής του άθικτο μέχρι το τέλος.

Γ.Κ.: Και, μάλιστα, οι Τρύπες δεν ανήκαν σε αυτό που περιγράφαμε πριν. Κινηθήκαν μόνοι και έπαιξαν το δικό τους παιχνίδι. Τι λέμε; Είμαστε φίλοι και ζήσαμε σχεδόν τα ίδια.

Α.Κ.: Έπαιξαν σε ένα πεδίο όπου εμείς αποκλείεται να ανταπεξερχόμαστε, λόγω χαρακτήρα και ψυχοσύνθεσης. Όμως ήταν πολύ δύσκολο και πολύ άξιο αυτό που κάνανε. Χειρίστηκαν όλο αυτό το πράγμα με τον καλύτερο τρόπο.

Μ.Γ.: Με την απήχηση που είχαν, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σκηνή από συγκροτήματα που έπαιζαν τέτοιου τύπου rock...
Α.Κ.: Ναι, ήταν επόμενο.

Μ.Γ.: ...Η οποία σκηνή όμως σχεδόν εξαφανίστηκε, γύρω στο 2000.
Χ.Μ.: Αυτό θα έπρεπε να σου πει πολλά.

Α.Κ.: Οι Τρύπες είχαν κάποια εμπορική απήχηση, την οποία ίσως κάποιες δισκογραφικές εταιρίες σκέφτηκαν ότι μπορούν να επαναλάβουν με άλλες μπάντες. Ε, κάποιες ήταν καλές, άλλες κακές. Ήταν μία τάση, όπως όλες οι άλλες. Δεν έχω άποψη γιατί δεν συνεχίστηκε η πορεία αυτή.

Μ.Γ.: Ας πάμε στο πρώτο επτάιντσο.
Α.Κ.: Το πρώτο επάιντσο είναι η είσοδος του Γιώργου στο συγκρότημα, αυτό είναι το πιο βασικό γεγονός. Τον πρώτο χρόνο, δηλαδή από τον Δεκέμβριο του '83, ας πούμε, μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου του '84 μπήκε κι ο Γιώργος, παίζαμε οι τρεις μας. Ο Γιώργος ήτανε ο περίεργος τύπος της «Παραλίας», έτσι τον γνωρίσαμε. Ήτανε λίγο μεγαλύτερος από 'μας και ξέραμε ότι είναι πολύ καλός κιθαρίστας γιατί τον είχαμε δει να παίζει σε κάτι blues-garage σχήματα της περιοχής. Κάποια στιγμή, ο Γιώργος ήρθε στους Be Βop Jungle που ήταν ένα σχήμα με τον «Pep» (σ.σ.: Πάνο Κασιάρη) τον μετέπειτα κιθαρίστα μας. Βρεθήκαμε στο σπίτι του και παίξαμε το "Pipeline" (σ.σ.: την πολυδιασκευασμένη surf rock επιτυχία των The Chantays), ήταν το πρώτο κομμάτι που παίξαμε μαζί. Μου έκανε φοβερή εντύπωση θυμάμαι, γιατί είχαμε ακριβώς την ίδια αντίληψη πώς πρέπει να παιχτεί το κομμάτι, ενώ το "Pipeline" μπορείς να το παίξεις με δέκα χιλιάδες τρόπους. Οι κιθάρες έγιναν δύο και η αλληλεπίδραση ανάμεσά τους ήτανε πολύ πιο ενδιαφέρουσα, οπότε η μουσική απέκτησε διαφορετική προοπτική. Έτσι σκεφτήκαμε ότι θα ήταν σκόπιμο να ασχοληθούμε περισσότερο με τα δικά μας κομμάτια, γιατί τότε είχαμε και δικά μας κομμάτια, και κάναμε το επτάιντσο, το "Midnite Hop", που βγήκε κυριολεκτικά με έρανο.

Μ.Γ.: Από τη δική σου μεριά, Γιώργο, πώς θυμάσαι την είσοδό σου στους Last Drive;
Γ.Κ.: Κοίταξε, η κατάσταση τότε ήτανε ευέλικτη. Στην «παραλία», η φάση ήτανε «-Έλα, ρε εσύ. -Μα δεν ξέρω να παίζω. -Δεν πειράζει, γαμώ, πιάσε τα τύμπανα και πάμε!», ας πούμε. Με τα παιδιά βρισκόμασταν γενικά. Ο Πάνος ήχε ήδη ξεκινήσει.

Α.Κ.: Στην πρώτη μας εμφάνιση έπαιξε ο Πάνος. Γινότανε αυτό το πέρα-δώθε. Ήταν ζωτικό θέμα να παίξεις!

Γ.Κ.: Στο μεταξύ εγώ με τον Αλέξη παίζαμε και στους Blue Light του Σωκράτη Παπαχατζή. Ένα ψυχεδελικό πράγμα - γαμάτο!

Α.Κ.: Ναι, πολύ ωραίο. Και κάτι άλλο, ήταν πολλές οι συναυλίες που κάναμε. Τετάρτη, ξέρω 'γω, στην ΑΣΟΕΕ, το Σάββατο σε ένα μπαράκι στην Κυψέλη, την επόμενη Πέμπτη αλλού. Ήταν πολύ μικρές διοργανώσεις, αλλά μπορούσανε να σε κρατήσουν ζωντανό.

The Last Drive (Βερολίνο 1989)

Κ.Σ.: Εν τω μεταξύ, εγώ κρατάω ότι μόλις κατάλαβα από πού προήλθε το ψευδώνυμο του Γιώργου, το «B. George Bop» - από τους Be Bop Jungle. Πώς αποφασίσατε να χρησιμοποιείτε ψευδώνυμα, αλήθεια;
Χ.Μ.: Ήταν όπως κάνανε οι punk, που αντί για τα πραγματικά τους ονόματα χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα.

Α.Κ.: Ας πούμε, το ψευδώνυμο του Χρήστου ήτανε «Chris B. I.», που σημαίνει «Bad Indian», από το τραγούδι των The Gun Club.

Χ.Μ.: Και ο Νίκος ο Καπετανόπουλος ήτανε ο «Pop Mind», από την «pop art», γιατί ήταν κολλημένος με τον Andy Warhol και τους Velvet Underground.

Μ.Γ.: Πάμε στο πρώτο επτάιντσο, πώς καταφέρατε να βγει;
Α.Κ.: Βοήθησαν πολύ ο Νίκος Κοντογούρης, ο Γρηγόρης Βάιος, ο Κώστας ο «Έλτον» κ.ά. Ιστορικές μορφές για την μικρή μας κοινότητα, εραστές της μουσικής με Ε κεφαλαίο.

Κ.Σ.: Ο Κοντoγούρης έγραφε τότε;
Α.Κ.: Ναι, έγραφε ήδη. Είχε μια μικρή εταιρία και το δισκοπωλείο.

Κ.Σ.: Να πω ότι, για εμένα, ο Κοντογούρης είναι ο υπ' αριθμόν ένα μουσικός δημοσιογράφος που έχει περάσει.
Χ.Μ.: Ναι, είναι μοναδικός! Ήταν στην ουσία από τους πρώτους ανθρώπους που πίστεψαν σε εμάς.

Α.Κ.: Δεν ήταν μόνο ό,τι είχε παιχτεί το '60. Έβλεπε ότι αυτό το πράγμα μπορούσε να παιχτεί και τώρα. Μας έβαζε δίσκους να ακούσουμε.

Χ.Μ.: Περνούσαμε από το μαγαζί του στη Σολωμού, ακούγαμε, ψωνίζαμε.

Μ.Γ.: Το πρώτο επτάιντσο, που θεωρείται σήμερα ιδιαιτέρα σπάνιο, σε πόσα κομμάτια κόπηκε;
Γ.Κ.: Όχι και λίγα. Ήταν δύο χιλιάδες.

Κ.Σ.: Κάποιος κάπου τα έχει. (γέλια) Πώς κινήθηκε, πώς κυκλοφόρησε; Το πουλούσατε σε συναυλίες ή υπήρχε διανομή;
Γ.Κ.: Υπήρχε διανομή, δεν πουλούσαμε τότε δίσκους σε συναυλίες.

Α.Κ.: Πιο πιθανό ήταν να βρεις κασέτες. (γέλια). Η διανομή έγινε από το εδώ παράρτημα μιας πολυεθνικής εταιρίας, με αποτέλεσμα να χάσουμε τα αυγά και τα πασχάλια. Υπήρξαν και κάποια σινγκλάκια που «έφυγαν» χωρίς εξώφυλλο - γενικότερα, ένα μπέρδεμα.

Κ.Σ.: Και ο κόσμος που έβλεπε στα ράφια «The Last Drive» ήξερε τι ήταν;
Α.Κ.: Ναι, από τις συναυλίες. Ήταν ζωντανή η σκηνή.

Χ.Μ.: Ο κόσμος που ασχολείτο με αυτά τα πράγματα και αυτό το είδος μουσικής μάς είχε γνωρίσει.

Γ.Κ.: Εντάξει, υπήρχε ένα μικρό κοινό. Θυμάμαι, όμως, ας πούμε, μια συναυλία με τους Be Bop Jungle σε κατάληψη, που είχε μαζέψει τρεισήμισι-τέσσερις χιλιάδες κόσμο.

Χ.Μ.: Ήταν άλλες εποχές τότε, δεν μπορείς να το συγκρίνεις με τη σημερινή φάση. Δεν μπορείς να το φανταστείς.

Α.Κ.: Δηλαδή, για μια συναυλία που θα γινόταν, μπορούσε να μαθευτεί από στόμα σε στόμα και να μαζευτεί πλήθος.

Χ.Μ.: Ήταν και λίγες οι συναυλίες, τότε, και πήγαινε όλος ο κόσμος, ας πούμε. Ακόμα και άνθρωποι άσχετοι με αυτή τη φάση.

Α.Κ.: Αυτό μας έδωσε μια αίσθηση ότι είμαστε σε αυτήν την περιπέτεια μαζί. Ξεκινήσαμε από το σχολείο και αυτή η ομάδα είχε αρχίσει να ρολάρει. Πηγαίναμε και παίζαμε στην επαρχία και στη Θεσσαλονίκη, σε συναυλίες στημένες από το μηδέν από ανθρώπους που απλώς γουστάρανε αυτό που κάνανε - δεν υπήρχε κανένα οικονομικό όφελος.

The Last Drive w/Paul Cutler

Μ.Γ.: Το ραδιόφωνο βοήθησε;
Χ.Μ.: Υπήρχε ένας πυρήνας ανθρώπων που δούλευαν σε κρατικά ραδιόφωνα και γενικότερα σε ΜΜΕ πιο mainstream και έγραφαν και σε περιοδικά σχετικά με αυτό το είδος μουσικής που, πράγματι, μας βοήθησαν πολύ. Αυτό βοήθησε, γιατί ήταν γνωστοί, ήταν «ονόματα». Δηλαδή, ήξερες ότι αν ακούσεις την εκπομπή του Χρήστου του Δασκαλόπουλου, παραδείγματος χάρη, θα ακούσεις πράγματα που ίσως ο πολύς κόσμος δεν μπορούσε να τα βρει, αλλά είναι καλά.

Α.Κ.: Ο κόσμος έγραφε τις εκπομπές σε κασέτα, για να τις χρησιμοποιήσει σαν αναφορά.

Μ.Γ.: Ας περάσουμε στο κεφάλαιο Hitch Hyke, την δισκογραφική εταιρία που κυκλοφόρησε τους δίσκους σας από το 1986 μέχρι το 1992. Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας;
Α.Κ.: Ο Αιμίλιος Κατσούρης ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που έλεγα προηγουμένως. Είχε εκπομπή στο ραδιόφωνο και έπαιζε μουσική σε μαγαζιά. Μας είχε δει να παίζουμε και εκείνη την εποχή στήνανε την Hitch Hyke, οπότε γίναμε το πρώτο δικό της «νούμερο». Οι άλλες της κυκλοφορίες ήταν εισαγωγές που κόπηκαν εδώ με άδεια. Μας πλησίασαν πραγματικά γενναιόδωρα. Μπήκαμε στο στούντιο και κάναμε το "Underworld Shakedown". Ήταν μια γιορτή, ας πούμε. Ενώ το προηγούμενο είχε γίνει με την ψυχή στα δόντια, γιατί προσπαθούσαμε να μην κάνουμε πολλές ώρες, επειδή πληρώναμε εμείς και δεν υπήρχε σάλιο, ξαφνικά είχαμε την ελευθερία να δουλέψουμε όπως θέλαμε. Εκ των υστέρων, βλέπω πως αυτό ήτανε πολύ σοφό, γιατί αφεθήκαμε ελεύθεροι σε μια πολύ παραγωγική περίοδο για το γκρουπ και αποτυπώσαμε στον δίσκο οτιδήποτε μας κατέβαινε στο κεφάλι. Είχαμε έναν πολύ καλό ηχολήπτη, τον Μανώλη Βλάχο, ο οποίος ήτανε τότε εξαίρεση στους Έλληνες ηχολήπτες. Είχε έρθει από την Αμερική και ήξερε πώς να φερθεί σε ένα rock γκρουπ και ειδικά σε ένα rock γκρουπ που ξεκινάει. Γράψαμε το "Valley Of Death", το "Blue Moon", τη "Misirlou", κάνοντας κυριολεκτικά ό,τι θέλαμε. Ό,τι ακούγεται σε αυτόν τον δίσκο είναι ιδέα του γκρουπ που μπήκε σχεδόν ακατέργαστη. Αυτό είναι κάτι που γουστάρω γενικότερα στους Last Drive, ότι δηλαδή κανείς δεν βάζει ποτέ φρένο στον άλλο. Υπάρχει ένας εκ προοιμίου σεβασμός για την μουσική υπόσταση του άλλου, οπότε θεωρούμε ότι η κάθε συμμετοχή είναι έγκυρη και είναι αυτή που πρέπει να είναι. Αυτό υπήρχε και στο "Underworld Shakedown". Δηλαδή, ο Νίκος (σ.σ.: Καπετανόπουλος), στο "Blue Moon", έγραψε πέντε κιθάρες που σολάρουν, την μια πάνω στην άλλη. Κάναμε φωνητικά οι ίδιοι, και στην ουσία μάθαμε να τραγουδάμε. Αυτός ο δίσκος ήτανε η εμπειρία που μας έκανε να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας.

Κ.Σ.: Αυτές οι ηχογραφήσεις αποτύπωσαν αυτό που ήσασταν στις συναυλίες, εκείνη την εποχή;
Γ.Κ.: Ναι, ήταν πολύ κοντά και είναι χαρακτηριστικό.

Α.Κ.:
Όταν ανεβαίναμε στη σκηνή, ήταν σαν να απελευθερωνόταν ένα τέρας θορύβου. Δεν υπήρχε έλεγχος. Και τώρα που ακούω ξανά ηχογραφήσεις από συναυλίες της εποχής, καταλαβαίνω ότι αυτή ήταν η ψυχή των live μας, αυτός ο θόρυβος.

Κ.Σ.: Αυτές τις ηχογραφήσεις συναυλιών που αναφέρεις μπορεί μια μέρα να τις ακούσουμε κι εμείς;
Α.Κ.: Είναι ηχογραφήσεις από φανς, περισσότερο. Έχουν κάνει συλλογές. Θα δούμε. Το πιο πιθανό είναι να τα δώσουμε μέσα από την ιστοσελίδα μας.

Μ.Γ.: Ηχητικά καταλαβαίνω πως καταλήξατε εκεί πέρα, στους στίχους σας τι σας οδήγησε να γράψετε για το "Valley Of Death";
Α.Κ.: To "Valley Of Death" ήτανε πραγματικότητα, ήτανε η Αθήνα εκείνη την εποχή όπως ζούσαμε, αυτή η αποξένωση, η παγωνιά την οποία εσύ μετέτρεπες σε φωτιά και κατάφερνες να ισορροπήσουν αυτά τα δύο. Ήταν αυτή η έκρηξη. Μην ξεχνάμε ότι το "Underworld Shakedown" ηχογραφήθηκε σε μια εποχή που συνέβαιναν, κοινωνικά, στην Ελλάδα στο χώρο της νεολαίας πολύ σημαντικές εξελίξεις. Ήταν το πρώτο Χημείο, είχαν αρχίσει οι συναυλίες στα Εξάρχεια. Υπήρχε μια αίσθηση ότι μια διαφορετική νεολαία διεκδικεί ένα χώρο να αναπνεύσει, ο οποίος χώρος κατά τη γνώμη μου δεν ενσωματώθηκε ποτέ στην ελληνική πραγματικότητα γιατί μετά το '90 προσπάθησαν να φτιάξουν στερεότυπα τα οποία θα μπορούσαν να τα πουλήσουν, το lifestyle και όλα αυτά. Αλλά εκείνη την εποχή η νεολαία ζητούσε μία φωνή και όλοι οι στίχοι είναι αυτός ο πόλος, από τη μία η αποξένωση και από την άλλη η συλλογικότητα που μπορείς να νιώσεις μέσα στο group, μέσα στην ομάδα σου, μέσα σε μία ευρύτερη κοινότητα.

Κ.Σ.: Εκείνη τη στιγμή που φτιάχνεται το "Underworld Shakedown" και είστε να το κυκλοφορήσετε, πόσο συνειδητό για εσάς είναι ότι αυτό που κάνετε είναι από εδώ και πέρα το μέλλον σας;
Α.Κ.: Οι Drive δεν είχαν ποτέ κάποια προβολή στο μέλλον. Έτσι είχαμε μάθει. Τα συγκροτήματα που βλέπαμε διαλύονταν κάτω απ' το φως του πρωινού, Sex Pistols, Velvet Underground, αυτό το πράγμα. Πιστεύαμε ότι υπήρχαμε μέχρι το επόμενο live, μέχρι τον επόμενο δίσκο, μέχρι την επόμενη ευκαιρία που θα μας δινόταν να κάνουμε τη δήλωση. Εγώ αυτό βίωνα πάντα στους Drive.

Γ.Κ.: Έκανες αυτό που πραγματικά ένιωθες αλλά δεν ήξερες το impact, την επίδραση που μπορεί να έχει στους άλλους. Καταγράφεις αυτό το πράγμα που νιώθεις εκείνη τη στιγμή. Νομίζω ότι τώρα τα κομμάτια γράφονται με διαφορετικό τρόπο απ' ότι στον πρώτο δίσκο.

Κ.Σ.: Φτάσατε σε ένα σημείο που καταλάβατε ότι αυτό που κάνετε είναι και το παρόν σας και το μέλλον σας ή μονίμως το βλέπατε ότι «το κάνουμε τώρα και δεν ξέρουμε αύριο τι ξημερώνει»;
Χ.Μ.: Νομίζω ότι υπήρξε μια περίοδος στον τρίτο, τέταρτο δίσκο όπου υπήρξε μία καμπή. Είναι η πρώτη φορά που το λέω και στα παιδιά ακόμα, εκεί από το "Fuckhead Entropy" και μετά πολλά πράγματα τα βλέπαμε και μέσα από το τι συνέβαινε μέσα στο ίδιο συγκρότημα.

Α.Κ.: Και να μη θέλαμε να το νιώσουμε σα μία κατάσταση με διάρκεια, αυτή η συνθήκη που είχαμε κάνει ήταν τόσο δυνατή που διαμόρφωνε κι εμάς τους ίδιους. Κάποια στιγμή το group γίνεται «μεγαλύτερο από την ίδια τη ζωή» και τότε το πράγμα γίνεται λίγο πιο δύσκολο να το διαχειριστείς, ψάχνεις για μία διαμεσολάβηση, κι αυτό αποτυπώνεται στη μουσική.

Μ.Γ.: Υπήρξε ποτέ η σκέψη ότι «εμείς μπορούμε να ζήσουμε από αυτό και ότι μπορεί να το κάνουμε πιο μεγάλο από αυτό που έχουμε»;
Α.Κ.: Δεν μας δόθηκε πρακτικά η δυνατότητα να την κάνουμε αυτή τη σκέψη ποτέ. Δηλαδή ακόμη και στα τέλη του '80 όπου υπήρχε η αίσθηση ότι το γκρουπ «έτρεχε», εμείς έπρεπε να βρίσκουμε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να μπορέσουμε να βγάλουμε την καθημερινότητα. Αυτό για να το σκεφτείς πρέπει να έχεις κάποια βάση. Να πεις ότι θα πάρω χρήματα απ' τα δικαιώματα ή υπάρχει ένα κύκλωμα από club όπου μπορώ να παίζω συνέχεια και να κάνω το κύκλο μου. Εμείς δεν το είχαμε αυτό. Η κατάσταση ήταν πολύ «συμπτωματική».

Γ.Κ.: Υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα αυτό το πράγμα. Είναι ευσεβής πόθος κάθε group να μπορέσει να ζήσει απ' τη μουσική. Αλλά αν δεν συμβιβαστείς σε κάποια πράγματα στην Ελλάδα, δεν πρόκειται...

Chris B.I. (The Last Drive)

Κ.Σ.: Πριν φύγουμε από τον πρώτο δίσκο να ρωτήσω κάτι πολύ σημαντικό; Αγαπημένη ταινία Jimmy Cagney;
Α.Κ.: Ε, το "White Heat", «top of the world, ma'» (σ.σ. φράση γραμμένη στα credits του "Underworld Shakedown").

Χ.Μ.: Ήταν η εποχή που πέθανε ο Cagney για αυτό κάναμε κι αυτή την αναφορά στο όνομά του. Μεγαλώσαμε με αυτές τις ταινίες film noir, ταινίες τρόμου, ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Μεταξύ άλλων ήμασταν και «σινεφίλ».

Α.Κ.: Το οπισθόφυλλο του "Underworld Shakedown" ήταν όλες μας οι επιρροές μαζεμένες.

Μ.Γ.: Στο σημείο αυτό αποχωρεί ο Νίκος.
Α.Κ.: Ναι, μετά την πρώτη μας περιοδεία στην Ευρώπη.

Μ.Γ.: Φταίει η περιοδεία;
Α.Κ.: Δεν ήταν εύκολο πράγμα. Εκεί μαθαίνεις «what rock 'n' roll is all about», τι πάει να πει ροκ εν ρολ. Να παίζεις κάθε μέρα σε διαφορετικές πόλεις, να βρίσκεσαι σε ένα βαν με μία ομάδα ανθρώπων, να ταξιδεύεις, να μαζεύεις την ενέργειά σου ως πιτσιρικάς και να ξαναπαίζεις. Ήταν πολύ τίμια η απόφαση του Νίκου τότε, μας είπε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτό το πράγμα. Οι υπόλοιποι καλπάζαμε εκείνη την εποχή, μας άρεσε πολύ αυτό που γινόταν και δεν θέλαμε να σταματήσουμε.

Μ.Γ.: Σας κλόνισε καθόλου αυτή η εξέλιξη;
Α.Κ.: Ο Νίκος ήταν ιδρυτικό μέλος του γκρουπ, ήταν πολύ σημαντικός.

Κ.Σ.: Σκεφτήκατε και τη διάλυση;
Α.Κ.: Όχι

Μ.Γ.: Στην πρώτη αυτή περιοδεία που έρχεστε για πρώτη φορά αντιμέτωποι με αυτόν τον ρυθμό υπήρχε πειθαρχία; (γέλια γενικώς)
Α.Κ.: Αυτό ήταν άγνωστη λέξη!

Χ.Μ.: Δεν υπάρχει στο λεξικό των Last Drive. Βασικά με αυτή την περιοδεία καταλαβαίνω τώρα ότι πέσαμε στα βαθιά χωρίς να το έχουμε καταλάβει. Ήμασταν αθώοι.

Α.Κ.: Ο δίσκος είχε κάνει μία πορεία στην Ευρώπη και παίζαμε σε ακροατήρια που είχαν έρθει να δουν τους Last Drive.

Χ.Μ.: Ήταν και μία εποχή που το είδος είχε μία άνθηση στην Ευρώπη.

Α.Κ.: Εμείς όμως «τη βγαίναμε» λίγο διαφορετικά, γιατί αυτό το είδος που παιζόταν στην Ευρώπη ήταν στυλιστικά προκαθορισμένο και περιορισμένο μόνο στο garage της δεκαετίας του '60. Εμάς όμως δεν ήταν αυτές μόνο οι επιρροές μας. Οπότε η περιοδεία βοήθησε και το γκρουπ να δει που βρισκόταν σε σχέση και με την υπόλοιπη σκηνή. Κι αυτό είναι μία διαπίστωση και συμβουλή για όλα τα γκρουπ που ξεκινάνε, δούλεψε τα στοιχεία που σε κάνουν διαφορετικό από όλους τους άλλους. Από μια άποψη, στην περιοδεία εκείνη αυτό κάναμε.

Χ.Μ.: Βλέπεις και το συγκρότημά σου απέξω κατά μία έννοια. Το βλέπεις σε σχέση με άλλα γκρουπ του ίδιου ιδιώματος και αυτό σε καθορίζει.

Κ.Σ.: Είστε εκείνη την εποχή παιδιά στα 21-23. Πόσο κύριοι του εαυτού σας ήσασταν; Είχατε την πυγμή να πείτε ότι τα πράγματα θα γίνουν με τον δικό σας τρόπο;
Γ.Κ.: Αυτό που μπορώ να πω ότι ίσχυε για μένα -αλλά και για τους άλλους πιστεύω-, είναι ότι μέσα μας πιστεύαμε τίποτα δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Στα πλαίσια του εφικτού τα πράγματα γίνονταν όπως τα θέλαμε εμείς.

Χ.Μ.: Για να σου δώσω να καταλάβεις, έγιναν πράγματα σε αυτήν την περιοδεία που στη συνέχεια καθόρισαν και την πορεία του γκρουπ. Μπορεί να ήμαστε άπειροι στην αρχή, αλλά στην πορεία σκληρύναμε.

Μ.Γ.: Θυμάστε κάτι από την περιοδεία αυτή που να σας στιγμάτισε;
Κ.Σ.: Αν μου επιτρέπεις να το ρωτήσω καλύτερα, θυμάστε κάτι από την περιοδεία αυτή γενικά; (γέλια)
Α.Κ.: Είναι σαν τα sixties, που λέει αν τα θυμάσαι δεν τα έζησες! Κοίτα, σκέψου ότι το μόνο που πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε είναι να βρεθείς στο club την ώρα που πρέπει και να παίξεις. Οπότε όλα τα υπόλοιπα είναι στη διάθεσή σου. (ξανά γέλια)

The Last Drive (1992)

Μ.Γ.: Φτάνουμε στο "Heatwave" λοιπόν που έχει έναν τεράστιο Zaremba μέσα (σ.σ.: ο παραγωγός και μέλος των Fleshtones). Πώς έγινε αυτό;
Γ.Κ.: Καλά, πρώτα πρώτα ήμασταν fan από παλιά.

Α.Κ.: Η επαφή έγινε μέσω της Βάλιας, που ήταν φίλοι με τον Peter και τους Fleshtones. Αλλά ήμασταν τρελαμένοι οπαδοί πριν τους γνωρίσει.

Α.Κ.: Ξέραμε καλά και πού θέλαμε να πάμε το γκρουπ εκείνη την εποχή και ο Zaremba ήταν πολύ σημαντικός για εμάς.

Γ.Κ.: Έχει πολλές παραμέτρους η συνεργασία μας. Η μία είναι ότι ταίριαζε με αυτό που θέλαμε να κάνουμε, η άλλη είναι ότι ήταν για μας εφηβικός ήρωας. Άρα παίρνεις ένα παραπάνω kick από αυτό. Και μέσα στο στούντιο ήταν πολύ άνετος.

Χ.Μ.: Στην ουσία είχαμε γράψει τα κομμάτια από πριν αυτό που έλειπε ήταν να βάλει τη σφραγίδα του σε μικρές λεπτομέρειες που τα έκαναν πιο groovy.

Κ.Σ.: Ο ίδιος μάλιστα δηλώνει ότι μακάρι να είχε πετύχει αυτό τον ήχο και στους Fleshtones, έτσι;
Α.Κ.: Έ, καλά αυτό ήταν μία υπερβολή.

Χ.Μ.: Όταν ήρθε κάναμε μαζί και μία εμφάνιση, παίξαμε μαζί και αυτό ήταν για εμάς καθοριστικό.

Α.Κ.: Ο Zaremba είναι και σαν ένα κινητό roadshow της αμερικάνικης κουλτούρας. Έχει μιλήσει με τους μεγάλους της soul... μας έλεγε για παράδειγμα για τη συνάντησή του με τον Edwin Starr, τι «αγριάνθρωπος» είναι και πώς ελέγχει τη φωνή του. Χώρια που ο Peter είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Σε κερδίζει μόνο και μόνο με την ευγένειά του, τον τρόπο που εκφράζεται και την αξία που δίνει στην κάθε στιγμή.

Χ.Μ.: Γενικά οι Fleshtones είναι απίστευτοι άνθρωποι, δεν μπορώ να το περιγράψω. Εκ των υστέρων, αφού τους γνώρισα και ξανάκουσα τα κομμάτια κατάλαβα πολύ περισσότερα πράγματα από πριν. Οι άνθρωποι είναι πραγματικά μέσα στον πυρήνα της αμερικάνικης μουσικής.

Α.Κ.: Αν προσέξεις του στίχους του "American Beat", λέει αυτό ακριβώς το πράγμα, δηλώνουν συνειδητά πού ανήκουν στην αμερικάνικη μουσική. Πού ακριβώς θέλουν να τοποθετηθούν.

T.H. Lime (2008) (The Last Drive)

Μ.Γ.: Θεωρείτε ότι βάλατε κάποιο ελληνικό στοιχείο στη μουσική αυτή;
Χ.Μ.: Κοίτα έτσι κι αλλιώς το rock 'n' roll, μουσικά, δεν έχει να κάνει με την world music.

Α.Κ.: Έχει να κάνει με τη μουσική της Μητρόπολης.

Χ.Μ.: Μπράβο. Ενώ ξεκινάει από την Αφρική και τον πρωτόγονο ρυθμό, καταλήγει τελικά σε κάθε Μητρόπολη του κόσμου.

Α.Κ.: Αυτό διαπιστώσαμε κι εμείς. Από κάποιο σημείο και μετά παύει να παίζει ρόλο αν παίζεις στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Όσο περνάει ο καιρός, ανακαλύπτεις ότι η Μητρόπολη είναι παντού. Ακόμα και όποιες διαφορές και με όλες τις παθογένειες της Ελλάδας, είναι ένας τόπος όπου υπάρχει η ανισότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός, εμφανίζονται τα ίδια πράγματα που υπάρχουν παντού.

Χ.Μ.: Αν θα μπορούσες να βρεις ένα αυθεντικό σημείο στην παγκοσμιοποίηση, αυτό είναι το rock ‘n’ roll. Το οποίο προηγήθηκε της παγκοσμιοποίησης.

Μ.Γ.: Στο "Heatwave" λοιπόν έχοντας ήδη έναν δίσκο πίσω σας, τι είχατε στο μυαλό σας; 
Κ.Σ.: Εξελίξατε κάπως τον ήχο σας ή τις συνθέσεις σας;
Γ.Κ.: Αυτές είναι και προσωπικές εκτιμήσεις. Προσωπικά θεωρώ το "Heatwave" πολύ πλήρη δίσκο. Κι έτσι το ένιωθα και πριν μπούμε να ηχογραφήσουμε. Δεν ακολουθούσαμε κάτι συγκεκριμένο. Θέλαμε να πάμε μακρύτερα από ότι στον πρώτο δίσκο, αλλά το μακρύτερα μπορεί και να σημαίνει να είσαι πιο απλός, όχι απαραίτητα πιο πολύπλοκος. Και νομίζω το "Heatwave" έχει αυτή τη δύναμη της απλότητας. Έγινε με πολύ δημιουργική διάθεση και μιλάω από την άποψη της ζωής, έχει πολύ ζωή μέσα του αυτός ο δίσκος. Το "Underworld Shakedown" έχει κάτι το πρωτόγονο, έρχεται με ορμή. Εδώ (σ.σ.: "Heatwave") τα κομμάτια είναι ζωτικής σημασίας, κάθε κομμάτι έχει πίσω του ένα storyline.

Α.Κ.: Τα τραγούδια έχουν μία σχεδόν κινηματογραφική υπόσταση.

Κ.Σ.: Εγώ θα έλεγα ότι ενώ ηχητικά κρατάει τον ήχο του "Underworld Shakedown", συνθετικά εξελίσσεται.
Α.Κ.: Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει πάρα πολύ με τις κιθάρες. Ο Γιώργος κι ο Πάνος που είχε έρθει στο συγκρότημα λίγο πριν το "Heatwave", έφτασαν σε ένα πολύ ώριμο σημείο πολύ νωρίς. Ήμασταν μόλις τέσσερα χρόνια γκρουπ. Αν ακούσεις ας πούμε το πώς παίζουμε στο "Midnight Hop" και πώς στο "Heatwave" υπάρχει μία ωρίμανση στην προσέγγιση. Κι αυτό νομίζω εκτόξευσε τον ήχο. Αυτό το άλμπουμ ήταν έκρηξη κιθαριστικής φαντασίας. Όταν ήρθε ο Zaremba στις τελευταίες ηχογραφήσεις, συμμετείχε δηλαδή στις ηχογραφήσεις της φωνής και σε όλο το mix κι ας αναφέρθηκε ως παραγωγός γιατί είχε τόση σημασία για εμάς, μπορεί να είχαμε μία κιθάρα ηχογραφημένη με ένα ύφος και μετά άλλη μία κιθάρα με άλλο ύφος και άλλη μία... Ήρθε λοιπόν και τις έβαλε στο σωστό σημείο. Χωρίς να αφήσει καμία ιδέα απ' έξω, έγινε αυτή η τοποθέτηση και η αλληλομετάθεση που για μένα πραγματικά εκτόξευσε το δίσκο. Κάπως έτσι απέκτησε το "Heatwave" την προσωπικότητα που έχει.

Μ.Γ.: Αν είχε αφήσει κάποιες ιδέες απ' έξω, θα σας είχε ενοχλήσει;
Χ.Μ.: Γι' αυτό παίρνεις έναν παραγωγό για να σε βοηθήσει, να σου πει τη γνώμη του από την πείρα του. Δεν είναι πάντως ότι μπήκαμε και είπαμε «τώρα θα εξερευνήσουμε τον ήχο μας». Αυτά γίνονται όλα χωρίς να το καταλάβεις.

Γ.Κ.: Γίνεται πιο ώριμη και η στιχουργική πλευρά των Drive. Ενώ στον πρώτο τα πράγματα είναι πιο βασικά, στο δεύτερο αρχίζει να προσδιορίζεται το συγκρότημα στιχουργικά.

Μ.Γ.: Υπάρχει και η διασκευάρα του Dylan μέσα, "It's All Over Now".
Γ.Κ.: Ναι, εκεί δεν πρόλαβε να συμμετάσχει ο Zaremba. Εγώ το αγαπάω πολύ αυτό το κομμάτι, το όλο mood.

Κ.Σ.: Είναι διασκευή Dylan ή διασκευή 13th Floor Elevators;
Α.Κ.: Τίποτα απ' τα δύο, είναι Last Drive του "Heatwave".

Μ.Γ.: Εγώ ακούω και Velvet Underground μέσα.
Γ.Κ.: Σίγουρα! Εκείνη την εποχή άκουγα και πολύ Television, κολλημένος,

Χ.Μ.: Όλες μας επιρροές, ό,τι ακούγαμε τότε καταλαβαίνουμε τώρα ότι κάπως έχουν μπει στο δίσκο χωρίς να συνειδητοποιήσουμε.

Γ.Κ.: Σίγουρα δεν είναι ευρωπαϊκός δίσκος.

Κ.Σ.: Με την Αγγλία δεν «κολλήσατε» ποτέ η αλήθεια είναι.
Α.Κ.: Να σου πω κάτι; Μετά από όλα όσα έγιναν στην Ευρώπη, την Αγγλία και την Αμερική, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο στους Drive είναι αυτό που παίχτηκε εδώ. Αυτό που παίχτηκε δηλαδή από τη συγκεκριμένη οπτική, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο συγκεκριμένο τόπο, κι αυτό πιστεύω ότι είναι λίγο μαγικό γιατί το να παίζεις rock 'n' roll στην Ελλάδα είναι μία ανωμαλία, μία παρεκτροπή. Αυτό νομίζω έδωσε περισσότερα στους Drive.

The last Drive (2007)

Κ.Σ.: Πηγαίνοντας στη χρήση των τραγουδιών σας στην ταινία του Αγγελόπουλου ("Τοπίο Στην Ομίχλη") καταλαβαίνω ότι η συμμετοχή σας είναι μικρή - σας ζήτησαν τα τραγούδια και τα δώσατε. Η ερώτηση λοιπόν είναι δικής μου έμπνευσης, πώς και δεν συνεργαστήκατε με το Νικολαϊδη;
Α.Κ.: Κάτι είχε παίξει εκείνη την περίοδο, αλλά δε θυμάμαι ακριβώς τι είχε γίνει. Όπως και με την Κατερίνα Γώγου, που είχαμε κάνει μία συζήτηση για ένα θεατρικό.

Γ.Κ.: Νομίζω κάποιος με είχε προσεγγίσει να μου πει ότι ο Νικολαϊδης γουστάρει κάτι να κάνουμε αλλά τότε συνέβαιναν τόσα πολλά τόσο γρήγορα, που η πληροφορία χάθηκε...

Κ.Σ.: Οι επιρροές σας πάντως είναι ίδιες. Τα '50s, οι noir ταινίες, μοιραίες γυναίκες... Το "I Love Cindy" ας πούμε το έπαιρνε όπως είναι ο Νικολαΐδης και το έκανε ταινία. 
Μ.Γ.: Αλήθεια ποιά είναι η Cindy;
Α.Κ.: (σ.σ. εν μέσω γέλιων και ύποπτων βλεμμάτων) Για τον καθένα είναι διαφορετική...

Γ.Κ.: Εντάξει στην ουσία είναι μία persona που αντιπροσωπεύει χιλιάδες. Παραβολικό είναι. Μπορεί να ξεκινάει από ένα συγκεκριμένο γεγονός. Κάτι που θα συναντήσεις εσύ σε μία γυναίκα μπορεί να το συναντήσει και ο κολλητός σου.

Α.Κ.: Στην ίδια γυναίκα; (γέλια)

  • SHARE
  • TWEET