Τέσσερις μέρες στο Μάντσεστερ (Van Morrison, The Darkness, Red Hot Chili Peppers, Rumer)

Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 30/08/2012 @ 12:59
Υπάρχουν άνθρωποι που θα πατούσαν τα χώματα μιας προσωπικής τους Μέκκας και δεν θα τους καιγότανε καρφί. Υπάρχει και η αντίπερα όχθη. Άνθρωποι σαν εκείνον τον Ricky του "American Beauty", που θα συγκλονιζόταν το «είναι» τους από την πτήση μιας πλαστικής σακούλας του σουπερμάρκετ. Οι διαβαθμίσεις πνευματικής υγείας ανάμεσα στα δύο άκρα είναι μάλλον θέμα υποκειμενικής κρίσης - γιατί τους επιστήμονες δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι σε κάτι τέτοια. Εγώ, πάντως, όταν μπέρδεψα τα στενά και συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι μπροστά στο Twisted Wheel, κόντεψα να κατουρηθώ.

Φιλοξενούμενος της ξενιτεμένης φοιτώσας νιότης -χαίρε, ω, χαίρε, άθελη εξωστρέφεια της ελληνικής τριτοβάθμιας- είχα κουβαλήσει, που λέτε, τις τιράντες μου στο Μάντσεστερ. Τέσσερις μέρες σε μια βρετανική πόλη, που ειδεμή δεν θα την είχα επισκεφθεί ποτέ, τέσσερις συνεχόμενες συναυλίες που τότε δεν πιθανολογούσα επί πατρίου εδάφους - αλλά τόσα ήξερα και ας ρώταγα. Ένας εκ των τεσσάρων μάς βρήκε ήδη στον χάρτη κι ας ελπίσουμε να βρούμε κι εμείς να του δώσουμε κατιτίς. Έχουμε και λέμε, πρώτη μέρα Van Morrison, δεύτερη The Darkness, τρίτη Red Hot Chili Peppers και τέταρτη Rumer. Φυσικά, ο πλούτος του βρετανικού συναυλιακού γίγνεσθαι θα μπορούσε να μου είχε επιτρέψει και τον συνδυασμό «Imelda May - Yes - The Antlers - Yuck», αλλά είτε από επιλογή είτε από έλλειψη εισιτηρίων, η μοίρα μ' έστειλε αλλού. Δεν ξέρω τι από τα δυο με συγκίνησε περισσότερο, οι καλλιτέχνες που χολόσκαζα να δω ή η πόλη με τις χίλιες rock ιστορίες ανά τετραγωνικό... πόδι.



Ημέρα πρώτη: Van Morrison (12/11/11)

Το αντίκρισμα της πόλης από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Piccadilly έφερε όλα όσα περίμενα. Τα καλαίσθητα πέτρινα κτήρια του βρετανικού παρελθόντος χάνανε το μεγαλείο τους, καθώς πνίγονταν ανάμεσα στις κοφτερές γωνίες των άσεμνων μοντέρνων αστικών κολοσσών. Με την υγρασία γίνονταν εύφορες ακόμα και τις πλάκες των πεζοδρομίων. Στην πλατεία δίπλα στο σταθμό, το εγγενές χιούμορ της Γηραιάς Αλβιόνας τοποθετούσε την υπαίθρια διαφήμιση για την συλλογή με τα καλύτερα των Westlife πίσω από ένα μνημείο για κίνημα ανέργων της δεκαετίας του '30.

Τότε, έχασα τον δρόμο μου, στραβοδιάβασα το χάρτη και ως γνήσιος και περήφανος τουρίστας τον γύρισα τούμπα, μπροστά στο κλαμπ Twisted Wheel. Τα μάτια μου σηκώθηκαν μετρώντας το κακόμοιρο τούβλινο κτήριο σαν να βρισκόμουν ενώπιων του καθεδρικού του Στρασβούργου. Εκεί μέσα, κάποτε, παίξανε σχεδόν μυστικά την πρώτη τους συναυλία οι Cream. Ας κοπάσει, όμως, η ρίγη του ροκά μέσα μου. Το Twisted Wheel ήταν πρωτίστως κάτι πολύ σημαντικότερο, ήταν ένας από τους ναούς της northern soul. Καλοντυμένοι mod και ξεδοντιάρηδες βλαχαδεροί ποδοσφαιρόφιλοι του Μάντσεστερ, μια φορά κι έναν καιρό, κατέβαιναν στο Λονδίνο για λόγους λίαν ποδοσφαιρικούς, όμως δεν παραμελούσαν και τις ευκαιρίες για καλλιέργεια του πνεύματος -ω, ναι- που προσέφερε η πρωτεύουσα. Μπουκάρανε στα δισκάδικα του Λονδίνου και, αγνοώντας την επικαιρότητα της αμερικανικής μόδας, αναζητούσαν χαμένα διαμάντια της μαύρης soul και μάλιστα τα πιο χορευτικά, για να νταραβεριστούν με κουνάμενες κορασίδες άμα τη επιστροφή στο βορρά τους. Έτσι περίπου γεννήθηκε το κίνημα και χάρη σε αυτό θυμόμαστε ακόμα τραγούδια όπως το "Tainted Love", που είχε πατώσει και αγνοηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν τη διάσωσή του από τους λάτρες της northern soul. Βέβαια, η θεωρία μου είναι πως στην ίδια ορμή οφείλουμε και την μετέπειτα στροφή προς την disco, αλλά πρέπει να μεθύσω πολύ για να το αναλύσω.

Ώρες αργότερα, αγνοώντας επιδεικτικά την κινδυνολογία για τα του διατροφικού πολιτισμού των Βρετανών, βρέθηκα στο εστιατόριο του διάσημου σεφ Michael Caines. Πολλά εστιατόρια υψηλής μαγειρικής στο Μάντσεστερ κάνουν συχνά προσφορές, σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, με αποτέλεσμα τα αρχοντικότερα εδέσματα να κοστίσουν μια λίρα περισσότερο από δυο σάντουιτς. Εγώ λέω πως συμφέρει. Να σου, λοιπόν, οι τερίνες λαχανικών με τρούφα, να σου τα ψάρια με κόκκινες πιπεριές, να σου τα αχλάδια τα ποσέ και η πανακότα με μάνγκο. Στο υπόγειο του πανέμορφου ξενοδοχείου Abode, το συμπαθητικό εστιατόριο ήταν διακοσμημένο με τις πιο rock φωτογραφίες του Brian Aris. Από τη μια ο Sting να κάνει γιόγκα ημίγυμνος πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου, από την άλλη ο Johnny Rotten να σκαλίζει τη μύτη του σε ένα σοκάκι. Στην έξοδο, ένας ασπρόμαυρος Van Morrison, σαξόφωνο φέρων, να ξύνει άχαρα την κεφαλή του.

Την κεφαλή μας άχαρα ξύναμε κι εμείς, μετά την εμφάνιση του -με σάρκα και οστά αυτή τη φορά- Van Morrison. Είναι πολύ συγκεκριμένη η συγκίνηση, λίγο πριν την εμφάνιση ενός θρύλου, και το πολυτελές Bridgewater Hall έδινε μια επιπλέον διάσταση επισημότητας στη συλλογή εμπειριών. Ο γηράσκων θρύλος έχει το κουσούρι εκείνης της ιδιαίτερης σκυθρωπότητας από την Βόριο Ιρλανδία.  Κρυμμένος πίσω από μαύρο καπέλο και μαύρα γυαλιά, σνόμπαρε προκλητικά το πλήθος των ξετρελαμένων καθήμενων, αφιερωμένος στο ρόλο του, ως αυταρχικός μαέστρος της εξαιρετικής μπάντας που θα επιχειρούσε να ερμηνεύσει τα αριστουργήματα του ζηλευτού του ρεπερτορίου. Σαν άτσαλες χορευτικές κινήσεις, οι εντολές του εγγυήθηκαν τα αριστεία του αποτελέσματος. Μια απότομη στροφή του σαγονιού αρκούσε για πει στον Jay Berliner: «έλα, καλό αυτό, μα το ξανάπαιξες» και να ανακατευθύνει το σόλο κιθάρας στον «ίσιο δρόμο» του αυτοσχεδιασμού που ανταμείφτηκε με ένα μονάκριβο στιγμιαίο χαμόγελο. Η υποβλητική μοναδικότητα της φωνής του Van Morrison παραμελούσε την άρθρωση,  σαν να κάνει χατίρι στις νότες, και το "Moondance" ακούστηκε αγνώριστο, στην εκατοστή εκδοχή του. Είναι αλήθεια πως η επανάληψη έχει γεύση μουρουνόλαδο για τον μεγάλο καλλιτέχνη και, μετά από χίλιες εκτελέσεις, πρέπει να βρει ακόμα κάτι να του προκαλέσει το ενδιαφέρον. Καταμεσής ενός θεαματικού σόλο φυσαρμόνικας, στο εκρηκτικό "Help Me", ο παράξενος Van άρχισε να βηματίζει προς τα παρασκήνια, χωρίς να πάψει να φυσά το παθιασμένο του blues. Συνέχισε να παίζει για λίγο ακόμη, εκτός σκηνής, καθώς τα κεφάλια όλων των μουσικών είχαν εναγωνίως στραφεί προς το σημείο όπου είδαν για τελευταία φορά τον αποχωρήσαντα καπετάνιο. Τελικώς, το πλήρωμα το πήρε απόφαση, συνέχισε μόνο του και τελείωσε το τραγούδι και την παράσταση με αυτοσχεδιασμούς και αποχαιρετιστήρια σόλο. Η αλήθεια είναι πως η παράσταση τέλειωσε χωρίς δόξα, χωρίς χαιρετούρες και υποκλίσεις. Το τελικό χειροκρότημα δεν το είδε με τα μάτια του ο πρωταγωνιστής - κι ίσως ακόμα να του περίσσευε. Αυτό που εγώ φέρω βαρέως είναι πως δεν άκουσα την "Gloria" και θυμήθηκα κατσουφιασμένος τη μέρα που ο John Fogerty δεν μου τραγούδησε για την "Suzie Q". Κατεργάρες γυναίκες κι οι δυο!

[setlist: Baby, Please Don't Go / Here Comes The Night / Brown Eyed Girl / Higher Than The World / Magic Time / The Mystery / Fair Play / Real Real Gone / I Can’t Stop Loving You / Crazy Love / The Way Young Lovers Do / Moondance / All In The Game / In The Garden / Ballerina / Into The Mystic / Help Me]

Ημέρα δεύτερη: The Darkness (13/11/11)

Μια βόλτα στο κέντρο της πόλης μού προκάλεσε ανάμεικτες εντυπώσεις ως προς την φαινομενικά ελλιπή πειθώ των φαναριών. Πέραν της συνήθους περιπέτειας που προκαλεί η αναποδιά των δρόμων, παρατήρησα πως οι πεζοί περνούσαν τις διαβάσεις με κόκκινο, συγχρονισμένα και σε εντελώς άτακτες χρονικές στιγμές. Καθώς ετοιμαζόμουν να παρατήσω τις προσπάθειες ανάλυσης της ιδιόμορφης αυτής συμπεριφοράς των ιθαγενών, η αλήθεια με χτύπησε κατακούτελα. Δεν χρειαζόταν πια να συμμετέχω στην χορογραφία της διάβασης αντιγράφοντας τα βήματα των πιο έμπειρων. Η λύση του αινίγματος ήταν μπροστά στα μάτια μου. Ζενίθ του πολιτισμού, οι Βρετανοί οδηγοί ξέρουν να χρησιμοποιούν το φλας! Ο πεζός μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος ότι το αυτοκίνητο που δεν έχει βγάλει φλας αποκλείεται να στρίψει. Οι ουρανοί αγάλλονταν, έχαιρε η φύσις όλη, δεν κινδύνευε η ζωή μου!

Στην πλατεία των Piccadilly Gardens, σαν παχύρευστη μαύρη μάζα που έπεσε με τη βροχή, σαν ένδοξο απάτημα του ουρανού, δεσπόζει το μεταλλικό άγαλμα της Βασίλισσας Βικτορίας. Ο στίχος «Queen Victoria is a large black slug in Piccadilly Manchester» από το "City Hobgoblins" των The Fall, δυσφημώντας αυτό το άγαλμα γράφτηκε. Υπάρχει κάτι μαγικό στα αντικείμενα για τα οποία μίλησε στίχος. Δυο βήματα πιο πέρα, το άγαλμα του Robert Peel στέκει για να θυμίζει τον πρωθυπουργό που έχασε την καρέκλα του γιατί στήριξε της φωνές από το Μάντσεστερ, οι οποίες ζητούσαν την κατάργηση των φόρων επί των εισαγωγών αραβοσίτου, με σκοπό να αντιμετωπιστεί ο λοιμός στην Ιρλανδία. Δεν νομίζω όμως πως αυτό είχαν κατά νου οι Buzzcocks, όταν φωτογραφήθηκαν μπροστά στη βάση του αγάλματός του, για το εξώφυλλο του πρώτου ανεξάρτητου βρετανικού punk δίσκου, του "Spiral Scratch". Η φωτογράφηση έλαβε χώρα εκεί μάλλον γιατί το άγαλμα βρισκόταν κοντά στα γραφεία της δισκογραφικής New Hormones. Πάντως, οι στίχοι του πρώτου τραγουδιού, "Breakdown", λένε: «Now I can stand austerity but it gets a little much when there's all these livid things that you never get to touch.».

Οι Buzzcocks ήταν το συγκρότημα που «ξεπαρθένεψε» το συναυλιακό χώρο Academy 1, στην ψυχρή μα συμπαθή και ενθαρρυντικά οργανωμένη πανεπιστημιούπολη του Μάντσεστερ. Ο ανακαινισμένος του χώρος δεν αποτελεί ύμνο στην καλαισθησία, αλλά εντυπωσιάζει καθώς εξυπηρετεί άριστα τον ηχητικό σκοπό του, ενώ ξεπαραδιάζει όποιον σκοπεύει να τα πιει, αποτρέποντας -δια της εν προκειμένω εύλογης μεθόδου του παρεμβατισμού- φαινόμενα αλκοολικού βρετανικού ξεπεσμού. Αντίκρισα την ανακοίνωση του προγράμματος και βούρκωσα για την αναπάντεχη κωλοφαρδία μου. Κοτζάμ Foxy Shazam θα παίζανε πριν τους The Darkness. Οι αδιάφοροι πλην όμως αξιοπρεπείς Crown Jewel Defense δεν με δυσαρέστησαν όσο ο λογαριασμός στο μπαρ - δεν είμαι από αυτούς που ενοχλούνται ακούγοντας σαχλοpop παιγμένη από ψευτομεταλάδες. Πάντως, η εμφάνιση των Foxy Shazam αποτελεί μια από τις κορυφαίες συναυλιακές μου αναμνήσεις. Ήταν εντελώς αδύνατο να αποσύρω τα γουρλωμένα μου μάτια από το ημισουρεαλιστικό θέαμα. Δεν ξέρω τι τους ποτίζουν εκεί στο Οχάιο, αλλά τόση αδρεναλίνη και τόση παλαβομάρα δεν έχω ξαναματαδεί. Παρακινδυνευμένο ξεσάλωμα, εκκεντρικοί θεατρινισμοί και μουσική που εξαναγκάζει το προθερμαντικό επιτόπου αναπήδημα - ακόμη κι ανάμεσα στα τραγούδια.

Θα τολμούσα να γράψω ότι έκλεψαν τη βραδιά από τους πρωταγωνιστές, αλλά οι ντόπιοι οπαδοί των Darkness θα με διέψευδαν ομόφωνα, με την τσαχπίνα την προφορά τους. Η αλήθεια είναι πως οι Darkness είναι εξωφρενικά δημοφιλείς στα πάτριά τους και το τραγούδι του κόσμου είχε κάτι ομοειδές των επιτευγμάτων των Πυξ Λαξ στον Λυκαβηττό. Μιλάμε για εντυπωσιακά «λαϊκή» μουσική. Και το φιλοσοφείν -κάθε άλλο παρά λακωνίζον- άρχισε να φλυαρεί μέσα στο κεφάλι μου. Διαπίστωσα ότι οι Darkness εμπαίζουν αυτό που παίζουν λιγότερο από ό,τι νόμιζα. Είναι πιο κοντά σε κάποια glam αυθεντικότητα παρά σε έναν εκσυγχρονισμένο εορτασμό ξεπερασμένου κιτς. Κι όμως, παρά το όποιο πένθος για το λειψό ύψος του αυτοσαρκασμού, το κέφι και οι τσιρίδες του Justin Hawkins κλέβουν καρδιές, η αναβιωτική κιθάρα του αδελφού Dan κουβαλάει δόξα, ενώ το κλουβί του ντράμερ Ed Graham και η μουστάκα του μπασίστα Frankie Poullain κολλάνε με γδούπο την παλάμη στο μέτωπο. Φυσικά το περίμενα να ακούσω μια ζηλιάρα επανεκτέλεση στο όποιο "Tie Your Mother Down" των Queen, αλλά η παρερμηνεία του "Street Spirit" των Radiohead μού επιτάχυνε την τριχόπτωση. Μόλις προσπέρασα το ιλιγγιώδες χάσμα ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα και το κουτσομπολιό περί φαμακογλωσσιάς, απόλαυσα μια διασκευή που έκοβε κεφάλια μέσα σε μια κεφάτη συναυλία.

[setlist: Black Shuck / Growing On Me / The Best Of Me / One Way Ticket / Nothing’s Gonna Stop Us / Get Your Hands Off My Woman / Out Of This World / Holding My Own / Love Is Only A Feeling / Concrete / Friday Night / Cannonball / Is It Just Me? / Street Spirit (Fade Out) / Givin’ Up / Christmas Time (Don’t Let The Bells End), encore: Bareback / Tie Your Mother Down / I Believe In A Thing Called Love / Love On The Rocks With No Ice]

Ημέρα τρίτη: Red Hot Chili Peppers (14/11/11)

Είμαι της σχολής αυτών που πιστεύουν ότι το rock γεννήθηκε τη μέρα που ο Dylan της πολιτικής διαμαρτυρίας ξεδιάντροπα έχωσε το βύσμα της Stratocaster στον ενισχυτή και κατηγορήθηκε για το θράσος του να αποποιηθεί την μεσσιανική ταμπέλα και να γυρίσει την πλάτη του στο ακουστικό folk της εργατιάς και του φοιτητή. Κατά συνέπεια, το Free Trade Hall είναι, για μένα, μια αργοπορημένη «Αγία Λαύρα» της μουσικής που λατρεύω. Ένα σημείο χιλίων συμβολισμών. Εκεί μέσα, στις 17 Μαΐου του 1966, ο Bob Dylan, χρησιμοποιώντας «χυδαία» τον ηλεκτρισμό, σόκαρε συντηρητικούς πιουρίστες της folk (και δη ευρωπαίους, αν μπορείς να το συλλάβεις!). Εκεί μέσα, ένας εξαγριωμένος τέτοιος τον έκραξε «Ιούδα». Εκεί μέσα, ο Dylan απάντησε «I don’t believe you, you are a liar» και διέταξε την μπάντα «play it fucking loud», πριν αρχίσει το πιο εκνευρισμένο "Like A Rolling Stone". Το περιστατικό αποτυπώθηκε σε bootleg και ο ήχος της ιστορίας έκανε τον γύρο του κόσμου από χέρι σε χέρι, μέχρι να δισκογραφηθεί επίσημα, το 1998, στον τέταρτο τόμο των μονάκριβων «The Bootleg Series». Κερασάκι στον μύθο, εκείνο το bootleg κουβάλησε για τριάντα χρόνια ένα λάθος, καθώς ο τίτλος του δήλωνε πως η συναυλία που κατέγραψε ήταν μια μεταγενέστερη από το Royal Albert Hall του Λονδίνου. Ο Bob έκλεισε το μάτι και διατήρησε το ψέμα πάνω στον εξώφυλλο του επίσημου δίσκου.

Μια δεκαριά χρόνια μετά τη διασημότερη μονολεκτική κριτική του rock, το Free Trade Hall έφτασε σε άλλη μια ημερομηνία που θα μπορούσε επίσης να γιορτάζεται με παρελάσεις και κομφετί από τους ροκάδες. Στην μικρή αίθουσά του, στον πάνω όροφο, οι οδεύοντες  προς τη διασημότητα Sex Pistols έπαιξαν το ατημέλητο επαναστατικό τους punk για πρώτη φορά στο Μάντσεστερ, μπροστά σε μια σαρανταριά περίεργους, στις 4 Ιουνίου του 1976. Το ολιγάριθμο ακροατήριο, όμως, ήταν εκλεκτό και εκείνο το βράδυ σημάδεψε καριέρες, μεταλαμπάδευσε έμπνευση, καθώς από τους παριστάμενους επανδρώθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Buzzcocks, οι Smiths, οι Joy Division και οι The Fall. Ανάμεσά τους, δε, και ένας τοπικός θρύλος, ο Jon ο ταχυδρόμος, που κάποτε συνήθιζε να ανεβαίνει στη σκηνή μεθυσμένος, σε punk συναυλίες, και να τραγουδά μόνος του το "Louie Louie".

Η ιστορία του Free Trade Hall περνά και από τους Pink Floyd και από τον David Bowie και από την Ella Fitzgerald, για να αναφερθώ μόνο στα μουσικά και να μην αρχίσω τα περί σουφραζετών και Winston Churchill. Ε, λοιπόν, από το μοναδικής σημασίας αυτό κτίσμα σήμερα παραμένει μόνο η βαριά υποβλητική πρόσοψη, ενώ πίσω της ένα πεντάστερο ξενοδοχείο υψώνεται για να θυμίζει ένα θλιβερό κουσούρι του Μάντσεστερ, το γεγονός ότι δεν εκμεταλλεύεται επαρκώς την πολιτιστική του κληρονομιά. Μια σαρανταριά χιλιόμετρα δυτικά, στο Λίβερπουλ, μόνο μαρμάρινη πλάκα για το πού ούρησε ο John Lennon δεν έχουνε κολλήσει. Για το γαμώτο το κοπιώδες, μπήκα κι ήπια μια μπύρα όσο πιο ντόπια γινότανε, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, και σχεδίασα να επισκεφθώ το Rafters, έναν μικρό συναυλιακό χώρο που πριν την επέλαση του punk λειτουργούσε ως folk club - εκεί θα ήταν, σκέφτηκα, η «σφηκοφωλιά» όσων τα έσουραν στον Dylan. Στο Rafters, παίζανε στα πρώτα τους βήματα οι Joy Division, όταν λέγονταν ακόμη Warsow, «ανοίγοντας» για τον Johnny Thunders και τον Billy idol. Εκεί τέλειωσε και τη σύντομη καριέρα του ως μουσικός δημοσιογράφος ο Morrissey, όταν «ψιλοέθαψε» μια συναυλία των Depeche Mode, για να αναδείξει τους φίλους του, Ludus, τους οποίος και -δεν- δικαίωσε η ιστορία. Προπάντων, όμως, όπως σας αποκαλύπτω μετά από ενδελεχή έρευνα, εκεί είδε και εθαύμασε ο Mark Knopfler τον ντόπιο jazz κιθαρίστα George Borowski και, έτσι, αυτόν αναφέρει ως «Guitar George» που ξέρει όλα τα ακόρντα ο γνωστός στίχος από το "Sultans Of Swing" των Dire Straits. Ε, λοιπόν, το ιστορικό εκείνο στέκι είναι σήμερα ένα «πανέμορφο» σουπερμάρκετ.

Το δυστυχέστερο γεγονός της ημέρας, όμως, ήταν ότι οι Fool's Gold θα «άνοιγαν» τη συναυλία των Red Hot Chili Peppers. Πρόκειται για μακράν το απεχθέστερο support της υφηλίου. Συνήθως, ως καλοαναθρεμμένος νέος, χειροκροτώ ψυχρά και υπομονετικά, όταν με κουράζουν κάτι τέτοιοι. Δεν άντεξα - το ομολογώ. Γιούχαρα με πάθος και δεν ήμουν ο μόνος. Φλούφλικο indie συνδυασμένο με εντονότατα ανατολίτικα και αφρικάνικα νταχτιρντί. Πόσο να αντέξει ο πονεμένος Έλλην, που ήλπισε να ξεφύγει έστω για λίγο από την νοοτροπία του world τσιφτετελιού, πόσο μάλλον μια τόσο νερόβραστη εκδοχή της; Είναι να εύχεσαι να μην σου τύχει. Οι συντοπίτισσές τους «πιπεριές», ευτυχώς, επανέφεραν γεύση στο στόμα.

Ο έξοχος Flea αποτελεί -κατά την ταπεινή μου άποψη- την κεντρική ατραξιόν, καθώς αυταπόδεικτα πρόκειται για έναν από τους καταπληκτικότερους μπασίστες και δεν τεμπελιάζει στις δάφνες του. Δεν τον χαζεύουμε γιατί του λείπει το ένα μπατζάκι ή γιατί βάφει την κεφάλα του ό,τι χρώμα λάχει, αλλά γιατί η εντυπωσιακή τεχνική του και η μεταδοτικότητα της funky αισθητικής του είναι ιδιοφυείς. Μαζί με τον – δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, δίδυμο αδελφό του Will Ferrell - ντράμερ Chad Smith αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα και συμπαθητικότερα ρυθμικά δίδυμα στην ιστορία του rock. Από την άλλη, πολλοί γκρινιάζουν για την -όπως ισχυρίζονται- απόμακρη επί σκηνής συμπεριφορά του τραγουδιστή Anthony Kiedis. Δεν ξέρω αν περιμένανε να κάτσει να παίξουν ένα ταβλάκι παρέα. Πάντως, δεδομένου ότι με ανάγκασε να τραγουδάω συνεχώς «γκιβρρρρρογουέι» για μια βδομάδα μετά το συμβάν, εγώ δεν διαμαρτύρομαι. Οι Red Hot Chili Peppers ήτανε καημός και, εκ των υστέρων, γνωρίζω πως θα ήταν αμαρτία ασυγχώρητη να μην δω με τα μάτια μου το συγκρότημα που αξίζει την αρένα όσο λίγα άλλα. Μοναδικός παλμός, ενέργεια που πείθει ότι διανύουμε ακόμη τη δεκαετία του '90, υπεράνθρωπα δάχτυλα και τραγούδια που δοκιμάζουν τα όρια της χορευτικής πώρωσης. Θαυμάζω πάντα τους καλλιτέχνες που, ενώ διαθέτουν πάμπολλες επιτυχίες, τολμούν να τις παραμελήσουν. Δεν απορώ και δεν μουτρώνω που «ξέχασαν» το κάθε "Scar Tissue" ή το κάθε "Aeroplane", εφόσον θυμήθηκαν ένα "Me & My Friends" -που είναι αισίως 25 χρονών παρακαλώ-, εφόσον έδωσαν χώρο σε αρρωστημένα jam ή ακόμα σε μια όμορφη διασκευή στο "Everybody Knows This Is Nowhere" του Neil Young. Δεν ήταν, βέβαια, ισάξια με τις διασκευές που υπέστησαν το "Higher Ground" του Stevie Wonder και το "They're Red Hot" του Robert Johnson, αλλά ο Μουστάκας θα το έψαχνε το μυξομάντιλο. Τέλος, θα επιμείνω ότι ο ψάρακλας Josh Klinghoffer είναι ένας εξαιρετικός κιθαρίστας και είναι άδικο και κρίμα να τον συγκρίνουμε με την πλατυποδία όσων καλείται να γεμίσει τα παπούτσια.

[setlist: Monarchy Of Roses / Dani California / Charlie / Look Around / Otherside / If You Have To Ask / Can’t Stop / The Adventures Of Rain Dance Maggie / Blood Sugar Sex Magik / Me & My Friends / Factory For Faith / Under The Bridge / Higher Ground / Californication / By The Way, encore: Sir Psycho Sexy / They’re Red Hot / Everybody Knows This Is Nowhere / Give It Away]

Ημέρα τέταρτη: Rumer (15/11/11)

Αντί να επιμείνω στις μερικές απογοητεύσεις που μου προσέφεραν τα μουσικής φύσεως αξιοθέατα -τα οποία μάλλον μόνο κάτι τύποι σαν κι εμένα θεωρούν αξιοθέατα-, επισκέφτηκα το εξαιρετικό Manchester Art Gallery και έμαθα τι είναι οι προραφαηλίτες ζωγράφοι, οι οποίοι -γκαγκάν γκαγκάν- έπονται ιστορικά του Raffaello Sanzio κατά τρείς αιώνες. Μπαγαποντιά! Έπειτα, όμως, επέστρεψα στα «καθήκοντά» μου και επιδόθηκα σε μια ψιλοαγχωμένη βινυλιότσαρκα - για να διαπιστώσω σχεδόν χαιρέκακα ότι τους πρώτους δίσκους των James ούτε στο Μάντσεστερ δεν τους βρίσκεις. Συνομωσία! Άξιο πολλών επαίνων είναι το γεγονός ότι οι δισκοπώλες της πόλης έχουν εκδώσει έναν μικρό χάρτη εύρεσης των καταστημάτων τους, που λέγεται «Diggin' Manchester» και διατίθεται δωρεάν, για να διευκολύνουν εμάς, τους ανίατους. Ζηλευτή, ειλικρινά, η μουσική αγορά της πόλης. Συγκρατώ κυρίως το Beatin' Rhythm που διαθέτει μια εξαιρετική ποικιλία επτάιντσων και για τους ιδιοκτήτες jukebox και το Vinyl Exchange για τη μοναδική του συλλογή από θελκτικά promo σε CD. Βρήκα, βέβαια, και το δισκοπωλείο των ονείρων μου, το Piccadilly Records. Σχεδόν ενοχλητικά ενημερωμένο, με «εκκωφαντικές» εναλλακτικές προτάσεις, πρόσβαση σε αντίτυπα περιορισμένης κοπής και πολύ εξυπηρετικό προσωπικό. Δεν πουλάει μεν μεταχειρισμένους δίσκους, αλλά η ταξινόμησή του φτάνει σε υποκατηγορίες άγνωστες στον πολιτισμένο κόσμο και επιπλέον κάθε δίσκος φέρει κι από ένα χαρτάκι που περιγράφει μερακλήδικα το ακριβές περιεχόμενό του. Το λάτρεψα. Μόνο και μόνο που διάβαζα διαδικτυακώς τις οδηγίες εξυπηρέτησης για το Record Store Day, αναπολούσα τον έρωτά μας.

Στον britpop ύμνο "Shakermaker", οι Oasis μάς λένε «Mister Sifter sold me songs when I was just sixteen, now he stops at traffic lights but only when they're green».  Αναφέρονται στον δισκοπώλη της γειτονιάς τους και ο μύθος λέει πως τον μνημόνευσαν γιατί, κατά σύμπτωση, την ώρα που ο Liam έπρηζε τον Noel να τελειώσει τους στίχους, το ταξί που τούς μετέφερε στο στούντιο σταμάτησε στο φανάρι έξω από το εν λόγω δισκοπωλείο. Ούτε μισή ωρίτσα με το τραίνο, στο προάστιο Burnage, το Sifters είναι ακόμη εκεί. Δίπλα στο φανάρι του, με τον συμπαθέστατο ασπρομάλλη κύριο Pete να πουλάει πάμφθηνα μεταχειρισμένους δίσκους, σαν να αγνοεί από πεποίθηση τις αξίες του διεθνούς βινυλιακού χρηματιστηρίου. Έτσι εμπλούτισα τη συλλογή μου με ένα αυθεντικό αναμνηστικό από το Μάντσετσερ, μια μονοφωνική βρετανική κόπια του ομωνύμου των Herman's Hermits. Πήρα και έναν δίσκο του John Lennon, για το συμβολικόν του πράγματος. Τη βδομάδα εκείνη, στο εξώφυλλο του NME φιγούραρε ο Liam Gallagher με στρογγυλά γυαλιά και η νιοστή ομοειδής δήλωσή του «What would I do if I met John Lennon? I'd lick him from head to toe».

Διάβασα τη συνέντευξή του, σε εκείνο το τεύχος, και είδα την ερώτηση κάποιου αναγνώστη σχετικά με τις υψηλές τιμές του Pretty Green, του ρουχάδικου που έχει ανοίξει ο εκκεντρικός τραγουδιστής, με σαφή αναφορά στο τραγούδι των συντοπιτών ηρώων του, The Jam. Η απάντηση ήταν τουλάχιστον δηκτική. «I'm never gonna reduce 'em. I'm gonna put them up now, for that, you cheeky little cunt. If you can't afford it, get out of the fucking kitchen, mate. No-one's forcing you to buy it.» Το έφερε βαρέως ο Liam το πλιάτσικο που υπέστη το μαγαζί κατά τις πρόσφατες ταραχές που ξέσπασαν με αφορμή το θάνατο ενός νεαρού από το όπλο αστυνομικού. Η αλήθεια είναι πως επισκέφθηκα το Pretty Green και παρέμεινα μέσα στο πολυτελές μοδάτο κατάστημα για λίγα λεπτά, πριν τη σκαπουλάρω έντρομος και με τη σιγουριά ότι έσπασα το ρεκόρ του βάδην. Ελπίζω μόνο να μην ξεχείλωσα την εσάρπα που ψαχούλευα όταν γύρισα το ταμπελάκι να δω την τιμή, γιατί θα πρέπει να πουλήσω το αμάξι για να ξεπληρώσω.

Το βράδυ με πήγε στο O2 Apollo, το όμορφο κτήριο ενός παλιού σινεμά που άνοιξε τη δεκαετία του '30 η Margaret Lockwood, η πρωταγωνίστρια του "The Lady Vanishes" του Hitchcock. Μετετράπη σε συναυλιακό χώρο, κατά τη δεκαετία του '70, και εκεί κινηματογραφήθηκε το άψογο "At The Apollo" των Arctic Monkeys. Όταν επισκέπτονται το Μάντσεστερ, μερικά μεγάλα συγκροτήματα παίζουν μια συναυλία μπροστά στις λαοθάλασσες της MEN Arena -όπως η χθεσινή των Red Hot Chili Peppers- και άλλη μια στο μικρούλι Apollo, για να απολαύσουν τη διαφορά της αίσθησης και να προσφέρουν στο κοινό μια σπάνια εμπειρία. Η εμφάνιση της Rumer έπρεπε να αρκεστεί στο Apollo. Η νεαρή Αγγλο-πακιστανή πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να καταφέρει να απολαύσει το ουρανοκατέβατο hype που προκάλεσε ο πρώτος της δίσκος, αλλά δεν θα γέμιζε την MEN. Το καθιστό ακροατήριο ήταν σαφώς πιο ηλικιωμένο από ό,τι περίμενα. Η βράση στην οποία κολλάει το σίδερο υπέθετα πως θα προσέλκυε περισσότερους indieτραφείς. Κι όμως, οι νεότεροι ήρθαν συνοδευόμενοι από γονείς και παππούδες. Η παράσταση ενορχηστρώθηκε με λεπτότητα και μεράκι, όπως αρμόζει σε αυτή την νεότερη εκδοχή του πατροπαράδοτου κομψού songwriting, στα χνάρια της τραγουδιστικής αριστοκρατίας, των Carole King και των Joni Michell του κόσμου τούτου, που η Rumer διασκεύασε για να συμπληρώσει το -προς το παρόν- φτωχό της προσωπικό ρεπερτόριο. Η συγκλονιστική γαλήνη της φωνή της ίσως αποτελούσε ακατάλληλη συνέχεια για όσους υπέστησαν τα «ντράγκα-ντρούνγκα» των Peppers την προηγουμένη, αλλά θα έπρεπε να είσαι πολύ κακός άνθρωπος για να μην χαμογελάσεις με κόμπο στο λαιμό όταν ακούστηκε το "Lady Day And John Coltrane" του μακαρίτη Gil Scott-Heron. Συνάντησα την Rumer μετά την εμφάνισή της, αφού περίμενα στην ουρά των αμείλικτα φλύαρων θαυμαστών της. Πρέπει να βρούμε μια αφορμή να σας εξηγήσω γιατί η λαμπρή αυτή καλλιτέχνιδα ξέρει να λέει σε άπταιστο ελληνική: «Πού είναι το φαράσι;».

[setlist: Come To Me High / Am I Forgiven / Saving Grace / Being At War With Each Other / Slow / Thankful / Rocket Man / Blackbird / Shibi Says / Free Man In Paris / Healer / Travelling Boy / Goodbye Girl  / Aretha / On My Way Home, encore: American Dove / Little Italy / Lady Day And John Coltrane]

  • SHARE
  • TWEET