Chasing sounds: The story of Rage

Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 22/04/2011 @ 14:58
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Γερμανών ως λαού είναι η αποφασιστικότητά τους. Πιστεύουν ότι μπορείς να φτάσεις ψηλά, όποιος κι αν είσαι, αρκεί να έχεις θέληση, να δουλεύεις σκληρά και με μεθοδικότητα και να μην παραδίδεις ποτέ τα όπλα. Από την τρομερά ανεπτυγμένη τεχνολογία τους και την τελειότητα των αυτοκινήτων τους μέχρι το παροιμιώδες πείσμα των αθλητών τους, έχουν αποδείξει πολλές φορές τα παραπάνω και συνεχίζουν να το κάνουν μέχρι τις μέρες μας.

Στο γερμανικό heavy metal, οι Rage αποτελούν ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της εφαρμογής αυτής της νοοτροπίας. Ιδιαιτερότητα, πρωτοπορία, προσαρμοστικότητα και ουκ ολίγες αλλαγές σημαντικών μελών είναι μερικά από τα γνωρίσματα που τους χαρακτήρισαν κατά καιρούς, παρόλο που η ποιοτική στάθμη της δουλειάς τους σπανίως συνοδεύτηκε από την ανάλογη αναγνώριση. Η πλούσια πορεία τους, που σήμερα αγγίζει τα 27 χρόνια και τα 20 άλμπουμ, διαθέτει την ποικιλομορφία, τους πειραματισμούς και τις διακυμάνσεις ώστε να αξιώνει ακόμα και τον τίτλο της αγαπημένης μπάντας για κάποιους. Συνεπώς, οι ίδιοι λόγοι είναι αρκετοί για να τροφοδοτήσουν επαρκώς ένα άρθρο σαν κι αυτό.

1983-1987: Days of raw energy

Η αρχή έγινε το 1983 στο Herne, μια μικρή πόλη της Βεστφαλίας, όταν ο μπασίστας Peter "Peavy" Wagner, μαζί με τους κιθαρίστες Jochen Schroeder και Alf Meyerratken, δημιούργησε την πρώτη του μπάντα. Οι Avenger βρήκαν τον drummer τους στο πρόσωπο του Jörg Michael, ο οποίος θα ηχογραφήσει μαζί τους τα τρία πρώτα άλμπουμ, πριν αρχίσει να γυρολογεί στις μισές power metal μπάντες της Γερμανίας. Μετά από μερικά demo οι Γερμανοί καταλήγουν στο πρώτο τους σταθερό lineup, με τον Thomas "Guinness" Grüning να αντικαθιστά τον Meyerratken. Η τετράδα κυκλοφορεί το 1984 το επίσημο ντεμπούτο της, "Prayers Of Steel", καθώς και το EP "Depraved To Black" ένα χρόνο αργότερα. Η αρχική μουσική κατεύθυνση καθορίζεται από τον ακμάζοντα τότε όρο του speed metal, με το image και το στιχουργικό κομμάτι να ακολουθούν τη ρηχή «σατανική» θεματολογία.



Την επόμενη χρονιά οι Avenger αναγκάζονται να αλλάξουν το όνομά τους, αφού τα δικαιώματά του ανήκουν σε μία βρετανική μπάντα. Η αρχική ιδέα είναι να μετονομαστούν σε Furious Rage, όμως τελικά θα καταλήξουν στο πιο εύγλωττο Rage, κάτω από το οποίο θα κυκλοφορήσουν το 1986 το δεύτερο άλμπουμ τους, "Reign Of Fear". Τα υψίσυχνα φωνητικά του ψηλόλιγνου (τότε) Wagner ξεχωρίζουν, ενώ η πρόοδος που γίνεται στον συνθετικό τομέα είναι εμφανής. Η πρώτη επιτυχία των Rage έρχεται με το κομμάτι "Suicide", το οποίο είναι το μοναδικό της συγκεκριμένης περιόδου που θα μνημονευτεί από τους ίδιους στο μέλλον. Η συνέχεια επιφυλάσσει ακόμη μια αλλαγή στη σύνθεση, αφού ο Grüning αποχωρεί και ο Rudy Graf (πρώην Warlock) καλύπτει τη θέση του δεύτερου κιθαρίστα. Ως αποτέλεσμα, το "Execution Guaranteed" του 1987 προκύπτει μέσω βιασύνης και σύγχυσης, όντας ένας από τους πιο αδύναμους δίσκους τους μέχρι σήμερα. Ωστόσο, εδώ περιλαμβάνεται το πρώτο τους video clip για το "Down By Law", καθώς και τα "Before The Storm" και "Grapes Of Wrath" που θα αποτελέσουν διαφορετικές πτυχές του μελλοντικού προσώπου του συγκροτήματος.

1988-1993: Supersonic hydromatic power trio

Η αστάθεια του lineup συνεχίζεται, αφού λίγο αργότερα οι Schroeder και Michael αποχωρούν, αφήνοντας τον Peavy μόνο του, δεδομένου ότι και ο Graf ήταν ουσιαστικά session μέλος. Τότε ο ιθύνων νους των Rage αποφασίζει ότι μαζί με την έλευση των νέων μελών πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές στο ύφος της μπάντας αν θέλει να την δει να σημειώνει πραγματική επιτυχία. Έτσι έρχεται το άλμπουμ "Perfect Man" και συνάμα το πρώτο μεγάλο στιλιστικό λίφτινγκ των Γερμανών. Η εύρεση του κιθαρίστα Manni Schmidt και του drummer Χρήστου Ευθυμιάδη εξελίσσεται σε πραγματική ευλογία για τη μπάντα, αφού η χημεία της τριανδρίας γίνεται έκδηλη από τα πρώτα κιόλας λεπτά του δίσκου. Το νέο στυλ των Rage πλησιάζει πιο κοντά στο καθαρό power, παρουσιάζεται όμως πιο ευέλικτο και τολμηρό από ό,τι είχε προηγηθεί. Το "Don't Fear The Winter" είναι ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του δίσκου, αλλά και ο πρώτος πραγματικός «ύμνος» για τους οπαδούς τους, τη στιγμή που κομμάτια σαν το χειμαρρώδες "Supersonic Hydromatic" ή το "Round Trip" με το διάχυτο rock 'n' roll feeling αρνούνται να παραμείνουν στα στενά πλαίσια του είδους και εμπλουτίζουν όμορφα το σύνολό του.



Η συνέχεια φέρνει με κεκτημένη ταχύτητα τα "Secrets In A Weird World" και "Reflections Of A Shadow" στις δύο επόμενες χρονιές, με τη μπάντα να τρέχει μία συνεχώς ανοδική πορεία που επιβραβεύεται από τις περιοδείες πλάι στους Motörhead, Saxon, U.D.O. και Running Wild. Με τους τελευταίους, μάλιστα, εμφανίζονται για πρώτη φορά και στη χώρα μας, το Φεβρουάριο του 1990 στο Ρόδον. Η τριάδα διανύει εποχή παρατεταμένης φόρμας, με σπουδαία τραγούδια να γεννιούνται το ένα πίσω απ' το άλλο και το δέσιμό της να είναι απαράμιλλο. Με το "Trapped!" του 1992 θα έρθει και η εμπορική επιτυχία, παρακινούμενη από τις ενθουσιώδεις κριτικές του διεθνούς μουσικού τύπου. Η μπάντα αποκαλύπτει το πιο ώριμο μέχρι στιγμής πρόσωπό της και η πρώτη της περιοδεία στην Ιαπωνία μέσα στην ίδια χρονιά επιβεβαιώνει την καρποφορία των καιρών.



Το απώτατο σημείο θα έρθει ένα χρόνο αργότερα με έναν από τους σημαντικότερους δίσκους των Γερμανών αλλά και ολόκληρου του ευρωπαϊκού power. Στο υποδειγματικό "The Missing Link" τα πάντα είναι στην εντέλεια. Τα στοιχεία του παρελθόντος φιλτράρονται μέσα από το προσωπικό τους ύφος, που είναι μεστότερο από ποτέ, ενώ η διστακτική εισαγωγή των εγχόρδων προοικονομεί τη διάθεση εξερεύνησης διαφορετικών κατευθύνσεων. Το "The Video Link" αποτυπώνει σε εικόνα την δυναμική της μπάντας και το ζωντανά ηχογραφημένο split "Power Of Metal", με τους Gamma Ray, Conception και Helicon, αποτελεί το κατάλληλο επιστέγασμα του συγκεκριμένου -και κατά πολλούς κορυφαίου- lineup των Rage. Η αποχώρηση του Manni Schmidt γίνεται υπό φιλικό κλίμα, με τις φήμες να κάνουν λόγο για διαφωνίες του κιθαρίστα με τον Wagner που αφορούν στη συνθετική ελευθερία του πρώτου. Ωστόσο, ο Schmidt είναι μέχρι και σήμερα το μοναδικό πρώην μέλος με το οποίο ο Peavy έχει διατηρήσει καλές σχέσεις, έχοντας μάλιστα εμφανιστεί επανειλημμένως ως καλεσμένος σε συναυλίες του συγκροτήματος.

1994-1999: Talking (Greek) to the dead

Οι αλλαγές που λαβαίνουν χώρα αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς το κενό του Schmidt καλύπτεται από δύο νέους κιθαρίστες. Ο Sven Fischer προσχωρεί στο σχήμα αμέσως μετά τη διάλυση της thrash μπάντας Pyracanda, ενώ ο αδερφός του Χρήστου Ευθυμιάδη, Σπύρος, ανεβάζει το ποσοστό του ελληνικού στοιχείου στο 50%. Για την ιστορία, η πρώτη αναφορά στο όνομα του έτερου Ευθυμιάδη είχε γίνει στην thanks list του "Secrets In A Weird World", όπου ο Σπύρος αναφερόταν ως «Chris' crazy brother (Malacka)». Έτσι, η νέα εποχή των Rage τούς βρίσκει και πάλι ως τετράδα, με το πρώτο βήμα να έρχεται το 1994. Το επετειακό "10 Years In Rage" περιλαμβάνει φρέσκιες ηχογραφήσεις με το νέο lineup από ξεχασμένες συνθέσεις διαφόρων εποχών της μπάντας, ενώ στη νέα εκδοχή του "Prayers Of Steel" θα συμμετάσχουν όλα τα πρώην μέλη τους, συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατα αποχωρήσαντος Schmidt.



Επόμενη δουλειά θα είναι το μνημειώδες "Black In Mind" που θα κυκλοφορήσει στο μέσο της δεκαετίας, με το νέο κιθαριστικό δίδυμο να δείχνει εξαρχής τα δόντια του. Ο δίσκος ξεχειλίζει από επιθετικά riff, προσεγγίζοντας όμως μία πιο σκοτεινή κατεύθυνση που έρχεται σε αντιπαράθεση με τις προγενέστερες δουλειές της μπάντας. Η υπερδραστηριότητα εξακολουθεί και κατά το 1996 με δύο ακόμα κυκλοφορίες. Η συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας αποφέρει το μοναδικό "Lingua Mortis", ωστόσο πέντε μήνες αργότερα οι Γερμανοί συνεχίζουν ακάθεκτοι με το "End Of All Days". Οι δουλειές αυτές μπορεί να αντιπροσωπεύουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες όψεις του συγκροτήματος, όμως δεν παύουν να σημειώνουν εξίσου μεγάλη επιτυχία. Άλλωστε από το δεύτερο θα προέλθει το -ίσως γνωστότερο και πιο αγαπημένο κομμάτι των οπαδών τους- "Higher Than The Sky". Το μεγαλύτερο πείραμα έρχεται το 1998 με το "XIII" και τους Rage να επιχειρούν ένα συγκέρασμα των δύο αυτών κόσμων. Αυτή τη φορά θα χρησιμοποιηθεί η ορχήστρα του Minsk, η οποία για τις ανάγκες του ρόλου της θα βαφτιστεί Lingua Mortis Orchestra. Η μουσική γράφεται εξολοκλήρου για σύμπραξη μπάντας - ορχήστρας και το αποτέλεσμα είναι μεγαλοπρεπές. Οι Γερμανοί βλέπουν τις προσπάθειές τους να αποδίδουν καρπούς, αφού η αναγνώριση φτάνει στο peak της και όλα κυλούν ονειρικά στο στρατόπεδό τους. Μέχρι που έρχεται η ώρα για νέες ανακατατάξεις...



Το άλμπουμ "Ghosts" του 1999 αποτελεί το απόλυτο σημείο συνένωσης των δύο τελευταίων περιόδων των Rage. Κατά την προετοιμασία του, οι σχέσεις του Wagner με την υπόλοιπη μπάντα εκρήγνυνται αναπάντεχα και ως επακόλουθο ο Peavy μένει μόνος του στο τιμόνι της μπάντας για δεύτερη φορά μετά το 1988. Τα αδέρφια Ευθυμιάδη μαζί με τον Fischer και τον πληκτρά Christian Wolff αποφασίζουν να δοκιμάσουν την τύχη τους σε διαφορετικά μονοπάτια, δημιουργώντας την cheesy pop/rock μπάντα Sub7even, η οποία κυκλοφορεί τρεις δίσκους από το 2000 έως το 2006. Το "Ghosts" αντανακλά μία από τις πιο συγχυσμένες περιόδους της μπάντας, αφού η προαναφερθείσα τετράδα αποχωρεί πριν καν ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις. Οι αντικρουόμενες αντιλήψεις για τη μελλοντική υφολογική κατεύθυνση, η νωθρή παραγωγή καθώς και η «ορχήστρα-σε-κονσέρβα» του Wolff θα έχουν ως συνέπεια ένα από τα πιο μέτρια και άνευρα άλμπουμ στην ιστορία των Rage.

1999-σήμερα: Gib dich nie auf

Ο Peavy αντιδρά αποφασιστικά, στρατολογώντας τον πολυ-οργανίστα Λευκορώσο Victor Smolski στην κιθάρα και τον «πλανόδιο» drummer Mike Terrana. Ο πρώτος είχε εκδηλώσει δείγματα του ταλέντου του με τους επίσης Γερμανούς Mind Odyssey, ενώ ο Αμερικανός ήταν τότε γνωστότερος από τις θητείες του πλάι στον Yngwie Malmsteen, τους Artension και τον Axel Rudi Pell. Μπορεί η καινούρια σύνθεση των Rage να θυμίζει αρχή από ανέκδοτο (ήταν ένας Γερμανός, ένας Ρώσος κι ένας Αμερικάνος...), όμως στην πραγματικότητα η λειτουργικότητα της νέα τριάδας χτυπάει κορυφή. Ίσως όχι από την αρχή, αφού το "Welcome To The Other Side" του 2001 χαρακτηρίζεται από την ανισότητά του, με τους Wagner και Smolski να μη «βρίσκονται» ακόμα συνθετικά. Ωστόσο, ο δίσκος έχει την ιδιαιτερότητα να περιέχει το πιο πολυακουσμένο τραγούδι της μπάντας. Είναι το "Straight To Hell", που θα αποτελέσει μέρος του soundtrack της επιτυχημένης γερμανικής παρωδίας western "Der Schuh Des Manitu".



Ο επόμενος επαναπροσδιορισμός της ταυτότητάς τους έρχεται ένα μόλις χρόνο αργότερα με το εκπληκτικό "Unity", ενώ συνδυάζεται με τη μετεγγραφή τους στην SPV. Το συνθετικό έργο κατανέμεται πλέον ισομερώς σε Wagner και Smolski, με τη συνοχή μεταξύ τους να δυναμώνει όλο και περισσότερο. Η συνένωση της προοδευτικής προσέγγισης του Smolski με τα παραδοσιακά power metal πρότυπα του Peavy φτάνει στο ζενίθ με το "Soundchaser" του 2003, ενώ την ίδια στιγμή οι παραδειγματικές παραγωγές του Charlie Bauerfeind συμβάλλουν τα μέγιστα, θέτοντας κάθε φορά και υψηλότερα στάνταρ.

Στο "Speak Of The Dead" που θα ακολουθήσει τρία χρόνια μετά, η επιρροή που ασκείται ανάμεσα στους δύο κινητήριους μοχλούς της μπάντας γίνεται πλέον οφθαλμοφανής, με τον Peavy να δηλώνει ότι δε μπορεί να φανταστεί πλέον τους Rage χωρίς τον ταλαντούχο Smolski. Η εκ νέου συμμετοχή της Lingua Mortis Orchestra προσφέρει στιγμές μεγαλείου, ωστόσο η διχοτόμηση του άλμπουμ, σε συνδυασμό με την αυξημένη βαρύτητα που δέχεται το opus, ευθύνεται για τις διφορούμενες αντιδράσεις που προκαλεί. Με την ολοκλήρωση της περιοδείας για την υποστήριξή του, έρχεται η ρήξη του Wagner με τον Terrana, με τον drummer να φτύνει στα μούτρα τον Peavy κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας τους, με φυσικό επακόλουθο την εκδίωξη του Αμερικανού.



Αντικαταστάτης του είναι ο Γερμανός André Hilgers (πρώην Axxis), με τον οποίο η μπάντα κυκλοφορεί το -μάλλον συντηρητικό- "Carved In Stone" το 2008. Η πηγή της έμπνευσης του Smolski μοιάζει να στεγνώνει μετά και τη σύνθεση και επιμέλειά του επετειακού άλμπουμ της Nuclear Blast, "Into The Light", και η μερική στασιμότητα έρχεται ως λογικό επακόλουθο. Ωστόσο, η περσινή επιστροφή των Rage με το "Strings To A Web" καταδεικνύει την ικανότητα που έχουν στο συνεχές φρεσκάρισμα του ήχου τους, ρίχνοντας παράλληλα επιλεκτικές ματιές στο πλούσιο παρελθόν τους.

Classical, extended and visual works

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ευρεία αποδοχή των Γερμανών στα '90s έπαιξαν οι συνεργασίες τους με τις συμφωνικές ορχήστρες της Πράγας και στη συνέχεια του Minsk. Οι πρώτες ανησυχίες για κλασικές προσμείξεις είχαν διατυπωθεί στο "The Missing Link", όταν ένα κουαρτέτο εγχόρδων έκανε δειλά-δειλά την εμφάνισή του στο τραγούδι "Lost In The Ice". Το πείραμα επαναλαμβάνεται μετά από τρία χρόνια, αυτή τη φορά όμως στο μέγιστο βαθμό. Τρία τραγούδια από το "Black In Mind" ντύνονται με τα όργανα της Lingua Mortis στη φερώνυμη κυκλοφορία, ενώ ακόμα πέντε (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων παλιότερων) ενοποιούνται σε ένα εντυπωσιακό medley. Η επιτυχία του εγχειρήματος ωθεί την μπάντα στη δημιουργία του μνημειώδους "XIII", το οποίο θα χαρίσει στους Rage την υψηλότερη θέση στα γερμανικά charts μέχρι και σήμερα και θα υποστηριχθεί με επιλεγμένες ζωντανές εμφανίσεις με τη συνοδεία της ορχήστρας.



Η επόμενη φάση της κλασικής τους πλευράς έρχεται στο "Speak Of The Dead" με την σύνθεση του Smolski, "Suite Lingua Mortis". Το υπόβαθρο του κιθαρίστα τού επιτρέπει να συνθέσει όλα τα συμφωνικά μέρη μόνος του, αφού οι γνώσεις του εκτείνονται στο πιάνο, το βιολί, αλλά και κάθε λογής άλλο έγχορδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο παρελθόν έχει γράψει από κοινού με τον πατέρα του, Dmitry, συμφωνίες για ηλεκτρική κιθάρα και ορχήστρα, έχει κυκλοφορήσει το συμφωνικό έργο "The Heretic", καθώς επίσης έχει διασκευάσει συνθέσεις του Johan Sebastian Bach με πλειάδα εξεχόντων καλεσμένων από τον ευρύτερο χώρο του rock και της jazz στο "Majesty & Passion". Η πιο πρόσφατη συμβολή της Lingua Mortis σε άλμπουμ των Rage απαντάται στο "Strings To A Web" του 2010, με το επιβλητικό opus "Empty Hollow".



Μία ακόμα αγαπημένη συνήθεια των Rage ήταν οι συχνές κυκλοφορίες EP ενδιάμεσα των δίσκων τους. Αυτό εξυπηρετούσε την παραμονή του ονόματός τους στην επικαιρότητα, προσφέροντας ταυτόχρονα ενδιαφέροντα ακυκλοφόρητα κομμάτια, ζωντανές ή/και ακουστικές εκτελέσεις παλιότερών τους, καθώς και αρκετές διασκευές. Ο συνολικός αριθμός των EP μέχρι σήμερα ανέρχεται στα έντεκα, με αποτέλεσμα το 2000 να είναι η πρώτη χρονιά από την έναρξη της δισκογραφικής πορείας των Avenger που η ομάδα του Peavy δεν κυκλοφορεί κάτι επίσημο! Τα πιο σημαντικά απ' αυτά είναι το "Beyond The Wall" του 1992, το "Higher Than The Sky" του 1997, αλλά και οι τρεις διαφορετικές εκδόσεις του "In Vain" του 1998 με τη συμμετοχή της Lingua Mortis.

Επίσης, κάτω από το όνομα της μπάντας έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα DVD, με το "The Video Link" να κάνει σεφτέ το 1994 σε μορφή βιντεοκασέτας. Η συγκεκριμένη κυκλοφορία, μάλιστα, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αφού περιλαμβάνει μία από τις τελευταίες ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας με τον Manni Schmidt στη σύνθεσή της. Το διπλό "From The Cradle To The Stage" του 2004, με την αφορμή της εικοστής επετείου τους, είναι η πιο πλήρης οπτικοποίηση της ιστορίας τους, σε αντίθεση με το -άνευ ουσιαστικού λόγου ύπαρξης- "Full Moon In St. Petersburg" του 2007. Τέλος, το "Metal Meets Classic Live" του 2001 είναι η μοναδική αυτόνομη επίσημη κυκλοφορία στην οποία καταγράφεται η ζωντανή συνεργασία τους με την Lingua Mortis, παρόλο που δεν έχει αναγνωριστεί από τους ίδιους.

Επίλογος: Don't fear the changes

Χωρίζοντας την ιστορία των Rage σε τέσσερις περιόδους, είδαμε το μέγεθος της διαφοράς που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους. Η καθεμία έχει και τα δικά της γνωρίσματα, στα οποία φυσικά συνέβαλαν στοιχειωδώς τα διάφορα μέλη που πέρασαν από τις τάξεις της μπάντας. Οι πρώτες μέρες των Avenger ίσως υπήρξαν οι λιγότερο σημαντικές, όσον αφορά στα θεμελιώδη διακριτικά της μετέπειτα πορείας, αφού η προσωπικότητά τους δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα αρκετά. Με την έναρξη της δεύτερης περιόδου των Schmidt και Ευθυμιάδη, όμως, οι Rage διαμόρφωσαν το ύφος τους μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Όσοι τους γνώρισαν εκείνη την εποχή μιλούσαν για ένα μείγμα power/speed ανόμοιο με ό,τι κυκλοφορούσε μέχρι τότε. Οι παράξενες φωνητικές μελωδίες σε συνδυασμό με την έξοχη κιθαριστική δουλειά και τα κατάλοιπα από τον πρώιμο ήχο τους ως προς τις ταχύτητες δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα ελκυστικό σύμπλεγμα ιδεών, δίνοντάς τους τη διαφορετικότητα ώστε να ξεχωρίσουν από το πλήθος της εποχής.

Στην Ελλάδα η πάροδος στην επόμενή τους φάση έγινε και η πιο δημοφιλής τους, αν και η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι παρακινήθηκαν αρχικά από τη συνύπαρξη των αδερφών Ευθυμιάδη στο τότε lineup. Σ' αυτό το διάστημα το συγκρότημα διακρίθηκε για έναν πολύ σημαντικό παράγοντα, εκτός της καθαρά μουσικής του ποιότητας. Ήταν τα χρόνια που πολλές «παραδοσιακές» εκδοχές του heavy metal περνούσαν κρίση. Δεκάδες μπάντες διαλύονταν, ενώ πολλές άλλες ακολουθούσαν τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας, επιχειρώντας εμπορικές στροφές στον ήχο τους, τρώγοντας τα μούτρα τους στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι Rage ήταν από αυτούς που αδιαφόρησαν, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, βάρυναν ακόμα περισσότερο το ύφος τους, το οποίο αργότερα διάνθισαν με τη χρήση της Lingua Mortis. Μπορεί αρκετοί να μην τους ακολούθησαν μετά τη φυγή του Schmidt, όμως η νέα φουρνιά των οπαδών τους ήταν πολύ μεγαλύτερη, τόσο σε πλήθος όσο και σε εύρος.



Με τη μετάβαση στην τελευταία τους περίοδο, που σηματοδοτήθηκε από την έλευση του πολυτάλαντου Smolski, η μπάντα έδειξε (και συνεχίζει να δείχνει) ότι δεν ήταν διατεθειμένη να συντηρείται αναμασώντας το παρελθόν της. Τα προοδευτικά στοιχεία εναρμονίστηκαν βαθμιαία με τον προσωπικό της ήχο, με την υπογραφή του Λευκορώσου κιθαρίστα να βρίσκεται στην πλειονότητα των συνθέσεων του κάθε δίσκου. Άλλωστε, με τα δώδεκα χρόνια της θητείας του στους Rage, ο Smolski έχει εξελιχθεί στον μακροβιότερο συνεργάτη που είχε ποτέ ο Peavy, κι αυτό λέει πολλά από μόνο του. Η εμπιστοσύνη που δείχνουν στο υλικό αυτής της περιόδου φανερώνει ακόμα περισσότερα για την αναμφίβολη αξία του, αφού τα πρόσφατα setlist τους διαμορφώνονται κατά ένα μεγάλο ποσοστό σύμφωνα με τις δουλειές της τελευταίας δεκαετίας. Αλήθεια, πόσα συγκροτήματα μπορούν να τολμήσουν κάτι παρόμοιο σήμερα, με το αποτέλεσμα μάλιστα να τους δικαιώνει;

Βαγγέλης Ευαγγελάτος
  • SHARE
  • TWEET