Αφιέρωμα & παρουσίαση δισκογραφίας: Camel

Το soundtrack της πορείας της ζωής μέσα απ' τη μνήμη του θανάτου

Από τον Τάκη Κρεμμυδιώτη, 06/12/2013 @ 12:34
Με αφορμή την επιστροφή τους στις περιοδείες και την (επανα)κυκλοφορία του "The Snow Goose", ο Τάκης Κρεμμυδιώτης επιχειρεί μια (αυτο-)βιογραφική προσέγγιση της διαδρομής των Camel με το «δικαίωμα» που του δίνει ο -ομολογουμένως ανεπίσημος- τίτλος του πιο φανατικού οπαδού τους, παρουσιάζοντας, στο τέλος, σύντομα σχολιασμένο το σύνολο της στούντιο δισκογραφίας τους.

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δε μοιάζει καθόλου με παραμύθι. Κι αυτό, για έναν και μοναδικό λόγο: διότι δεν υπάρχει κανείς κακός! Θα σας μιλήσω, λοιπόν, μόνο για καλά πράγματα, όχι τόσο επειδή έτσι θέλω να τα βλέπω όλα, αλλά κυρίως επειδή η ιστορία αυτή είναι μία τελείως αντισυμβατική rock βιογραφία. Σίγουρα, στην τόσο μακριά πορεία τους (που ελπίζουμε να μην τελειώσει ποτέ!) υπήρξαν κάποιες τριβές κατά τις «αποχωρήσεις» των ιδρυτικών μελών, αλλά μην τους τις προσάψουμε ως αρνητικές. Κι αυτό διότι έγιναν χωρίς πικρόχολες δηλώσεις ή ανακοινώσεις στον τύπο. Έγιναν σιωπηλά. Κι εδώ αρχίζει η μαγεία για μένα! Εδώ αρχίζει το μεγαλείο! Στη σιωπή. Δηλαδή, στη σιωπή εκείνη που δεν είναι απότοκη συμβιβασμού με κάποια αδικία, αλλά ένδειξη δύναμης και ανωτερότητας. Στη σιωπή εκείνη που, λόγω βιωματικών καταστάσεων, δεν χάνεις χρόνο να αντιπαρατεθείς με αυτόν που σε αδικεί, αλλά αφήνεις το χρόνο να σε αποκαταστήσει. Με μία προϋπόθεση, όμως: ότι αυτό το κάνεις ελεύθερα, χωρίς καν να είναι σημαντικό, τελικά, να αποκατασταθείς στα μάτια αυτού που σε αδίκησε. Τώρα, σπεύδω να σας προλάβω και ερωτώ: «Καλά, εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά;» Κι εγώ απλά χαμογελώ, χωρίς να βγάλω άχνα. Γιατί όντως δεν τα ξέρω, αλλά πραγματικά νιώθω πως τα γνωρίζω.

Μετά από αυτήν την εισαγωγή, νομίζω ότι έδωσα ανάγλυφο το στίγμα του κειμένου που θα ακολουθήσει (άλλωστε, αν κοιτάξετε παραπάνω θα δείτε ότι έγραψα ότι θα «επιχειρήσω μια (αυτο)βιογραφική προσέγγιση της διαδρομής των Camel»). Όσοι, λοιπόν θέλετε μια απρόσωπη καταγραφή δεδομένων, στο μισό τουλάχιστον μέρος του άρθρου θα απογοητευθείτε, ενώ όσοι πιστεύετε ότι η μουσική μπορεί να έχει βιωματικό χαρακτήρα, όχι μόνο για τους δημιουργούς, αλλά και για τους ακροατές της, πάρτε βαθιά ανάσα και συνεχίστε.

Οι Camel υπήρξαν ανέκαθεν αγνοί ιδεολόγοι της μουσικής, που δημιουργούσαν μουσική πρωτίστως για το ίδιο το ταξίδι της δημιουργίας και δευτερευόντως για το δόγμα «η τέχνη για τον κόσμο». Δε δημιούργησαν ποτέ σκάνδαλα, δεν προσήλκυσαν ποτέ σκόπιμα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ούτε καν προσχώρησαν σε οποιαδήποτε μουσική ή εξωμουσική κάστα για να εξασφαλίσουν επιτυχία. Ειδικά αυτό το τελευταίο, σκεφτείτε το ξανά. Αλήθεια, μπορείτε να βρείτε έστω και λίγα από τα λεγόμενα super group, που δεν το έκαναν; (αν ναι, τότε μάλλον δε μπορείτε να διαβάζετε ανάμεσα στις γραμμές) Γυρνώντας στους Camel, βλέπουμε ότι κατά κανόνα αψηφούσαν τις σύγχρονες μουσικές τάσεις, ενσωματώνοντας τες επιλεκτικά στον διαρκώς μεταβαλλόμενο ήχο τους. Μουσικοί με αστείρευτη έμπνευση, που για να ολοκληρώσουν μία σύνθεση, δε δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν υλικό το οποίο, κατά τα μέτρα πολλών συγκροτημάτων, συχνά αντιστοιχούσε σε μια ολόκληρη πλευρά δίσκου. Με άλλα λόγια, μας έδωσαν όσο πιο ανάγλυφο γινόταν τον ορισμό του progressive rock. Οι Camel, όμως, δεν υπήρξαν μονάχα αυτά, αλλά και πολλά ακόμα...

Η μουσική τους ακόμα και σήμερα μου μαθαίνει σε καθημερινή βάση να χρησιμοποιώ καλύτερα τις αισθήσεις μου. Μαζί της έμαθα τι σημαίνει να ανατριχιάζεις, να χάνεσαι σε πρωτόγνωρα τοπία, να λυτρώνεσαι μέσα από τη χαρά και τον πόνο και, εν τέλει, να επικοινωνείς. Ε, λοιπόν, όχι! Οι Camel δεν είναι το συγκρότημα που κυκλοφόρησε μόνο εκείνον το δίσκο με το εξώφυλλο του πακέτου των τσιγάρων κι έναν κορυφαίο jazz rock δίσκο. Είναι οι μουσικοί που πέρασαν από πολλά διαφορετικά μουσικά είδη όχι για να τα αναπαραγάγουν ή να τα εκμεταλλευτούν, αλλά για να τα επαναπροσδιορίσουν. Κι όσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο ότι η μουσική για μένα είναι συνώνυμο των Camel, λέω την αλήθεια. Με αφορμή την πρόσφατη περιοδεία τους στην Ευρώπη και ειδικότερα το ιστορικό live στο Barbican, για το οποίο ο Χρήστος Κισατζεκιάν έχει ήδη γράψει μια εξομολογητική ανταπόκριση, λαμβάνω την τιμή να σας πω μια ιστορία -την ιστορία των Camel- έτσι όπως σταδιακά τη γνώρισα και την ένιωσα στο πέρασμα των χρόνων. Προσέξτε κάτι όμως: μην πείτε ότι δε σας προειδοποίησα. Είμαι προκατειλημμένος! Το ομολόγησα ήδη. Όχι επειδή έχω γνωρίσει από κοντά μερικά μέλη ή διότι έχω υπογεγραμμένους τους δίσκους μου μαζί με κάποια μοναδικά αυτόγραφα. Απλά και μόνο γιατί η μουσική τους έχει ντύσει τις περισσότερες στιγμές της ζωής μου. Πριν αρχίσω, να σας πω και το παράπονό μου: ώρες-ώρες θα ήθελα να ήμουν i-pod! Κι αυτό γιατί έτσι μόνο θα μπορούσα να γνωρίζω ακριβώς πόσες εκατοντάδες φορές έχω ακούσει το "The Snow Goose". Μ’ αυτόν τον καημό θα φύγω… Το παραμύθι που θα σας διηγηθώ με γοητεύει ακόμα. Σας είπα ήδη το γιατί. Οι «κακοί» μου την έσπαγαν πάντα και ιδίως στη μουσική, επειδή έτσι έκρυβαν το πόσο ατάλαντοι ήταν. Ο σωστός επαγγελματίας και ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να δείξει κάτι που είναι, γιατί αυτό απλά φαίνεται από μόνο του.

Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό...

Η αυτού εξοχότης ο κος Bardens

Ο κιμπορντίστας Peter Bardens υπήρξε για πολλούς (βάλτε με κι εμένα μέσα) η ιδιοφυία των Camel, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Andrew Latimer, αλλά και τα λοιπά μέλη τους, δεν ήταν ιδιαίτερες περιπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μετά την αποχώρησή του χρειάστηκε να περάσουν δεκατέσσερα χρόνια για να ξαναγίνει η μουσική των Camel (σχεδόν) το ίδιο συγκλονιστική.

Γεννημένος στις 19 Ιουνίου του 1945, ο Bardens έδειξε από νωρίς το πλούσιο ταλέντο του στη σύνθεση και τα πλήκτρα. Ήταν μόλις δεκαεπτά ετών, όταν ξεκίνησε τη μουσική του πορεία στη blues μπάντα των Hamilton Kings Blues Messenger. Τον Ιούλιο του 1963 εντάχθηκε στους βραχύβιους Cheyens, οι οποίοι διαλύθηκαν τον Απρίλιο του 1965. Έχοντας αποκτήσει αρκετή εμπειρία, αλλά και φήμη, ως blues μουσικός με ευρύτερες δυνατότητες, προσχώρησε στους Them του παμμέγιστου Van Morrison, όπου είχε την ευκαιρία να διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες. Η καθοριστική όμως χρονιά της πρώιμης φάσης της καριέρας του ήταν το 1966, όταν ίδρυσε ένα οργανικό γκρουπ με το όνομα Peter B’s Looners, στο οποίο συμμετείχαν μετέπειτα μέλη των Fleetwood Mac και συγκεκριμένα ο κορυφαίος Peter Green ως κιθαρίστας και ο πολύς Mick Fleetwood ως ντράμερ.

Έπειτα από ένα και μοναδικό επτάιντσο με τίτλο "If You Wanna Be Happy", ο Bardens ενσωματώθηκε στους Shotgun Express, οι οποίοι είχαν εμφανείς soul εμμονές και κάποιον κύριο Rod “the Mod” Stewart ως frontman! Δυστυχώς όμως, δε μπόρεσαν να συνυπάρξουν για πολύ, με αποτέλεσμα το γκρουπ να διαλυθεί το Φεβρουάριο του 1967.

Τους επόμενους δεκαπέντε μήνες ο Bardens πέρασε από δώδεκα διαφορετικά συγκροτήματα, με γνωστότερα τους Love Affair και τους Mike Colton Sound, ώσπου, το Μάιο του 1968, σχημάτισε τους Village, που δεν αποτέλεσαν τίποτε περισσότερο από το τελευταίο του καταφύγιο, πριν από την πρώτη φάση της προσωπικής του καριέρας. Αυτή ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1970 και σύντομα απέδωσε το καλύτερο σόλο άλμπουμ που έφτιαξε ποτέ, το "The Answer", στο οποίο συμμετείχε ο παλιός γνώριμος Peter Green με το ψευδώνυμο Andy Gee. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε ένας ακόμη προσωπικός δίσκος με τίτλο το όνομά του, που δε βρήκε ανταπόκριση από το κοινό. Τότε ο Bardens σκέφτηκε σοβαρά να εγκαταλείψει την Αγγλία για χάρη της Αμερικής, χωρίς όμως να αποκλείσει την πιθανότητα να συνεργαστεί με κάποιο άλλο συγκρότημα. Είχαμε ήδη φτάσει στην εποχή της γνωριμίας του με τον Phillip Goodhand - Tait...

Οι τρεις και μοναδικοί Latimer, Ward και Ferguson

Το 1966 βρίσκει τον ικανότατο ντράμερ Andy Ward να συμμετέχει σε ένα συγκρότημα που είχε πάρα πολλά ονόματα, με επικρατέστερο το Misty, αν και ο ίδιος επιμένει -και κάτι θα ξέρει περισσότερο...- ότι η σωστή ονομασία ήταν Misty Romance. Μαζί του στην πρώτη φάση τους έπαιζαν το πρώην μέλος των Silence -που αργότερα μετονομάστηκαν σε  John's Children και υπήρξαν μια καταπληκτική μπάντα-, Geoff Mc Clelland, ο Chris Downset και ο Joey Barnes των Pedlars. Άλλη μια λεπτομέρεια ήταν ότι συμμετείχε για ένα χρονικό διάστημα και ο κύριος Marc Bolan! Ύστερα από ανακατατάξεις, εντάχθηκαν στο δυναμικό του γκρουπ η προσωποποίηση του έρωτα για τον Ward, που λεγόταν Wendy Hoyle, και ο τότε στρατευμένος αυτοδίδακτος και υπερθετικά αισθαντικός μπασίστας Doug Ferguson (προς τιμήν του οποίου έχω ονομάσει και το μπάσο μου σε “Dougie”). Με τη σύνθεση αυτή, οι Misty Romance έπαιζαν σποραδικά live στο "The Chuck Wagon" και (κάθε άλλο παρά τυχαία, νομίζω) σε διάφορα γυμνάσια θηλέων της περιοχής. Εκείνη την εποχή ο Andrew Latimer συμμετείχε με τον αδελφό του Ian, τον Graham Cooper και τον Alan Butcher στους Phantom Four, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως «a three part harmony group moving towards blues». Επειδή είναι αυτονόητο ότι κάθε άλλο παρά δύσκολο ήταν να έρθουν σε επαφή τα μέλη των συγκροτημάτων που εκείνη την εποχή έπαιζαν στο Guilford, δε χρειάζονται περαιτέρω πληροφορίες για τις συνθήκες υπό τις οποίες γνωρίστηκαν οι Andy Ward και Dough Ferguson με τον Andrew Latimer.   

Το νέο συγκρότημα που γεννήθηκε από τους τρεις αυτούς μουσικούς ασχολήθηκε το 1967 με (τι άλλο;) το blues rock και πήρε αρχικά το όνομα Brew. Πριν καλά – καλά οι Brew αποτελέσουν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, φάνηκαν τα πρώτα ψήγματα των διαφωνιών ανάμεσα στον Doug Ferguson και τους άλλους δύο. Φανταστείτε, μάλιστα, πως ακόμα και το στρατιωτικό κούρεμά του είχε αναχθεί σε προσωρινό εμπόδιο, αφού μετά την απομάκρυνσή του και μέχρι την ηχογράφηση του “Camel” ο Feguson (ευτυχώς) έφερε πλούσια κόμη, την οποία, όπως βλέπουμε στις μεταγενέστερες φωτογραφίες, ουδέποτε διατήρησε. Οι διαφωνίες αυτές, που έφεραν την πρόσκαιρη απομάκρυνσή του, οδήγησαν στην προσχώρηση του κιθαρίστα Kevin Smith και ενός Αμερικανού μπασίστα με το ψευδώνυμο Dude. Επειδή όμως οι μεταγραφές αυτές αποδυνάμωσαν τη συνοχή της μπάντας, οι  Brew κάλεσαν πίσω τον Ferguson και οριστικοποίησαν τη σύνθεσή τους. Ο μοναδικός δίσκος τους, που έγινε με τη βοήθεια κάποιου Γερμανού παραγωγού, δεν έμελλε να κυκλοφορήσει ποτέ, αφού πολύ σύντομα εμφιλοχώρησε η συμμαχία με το μισθωμένο από την εταιρεία DJM συνθέτη Phillip Goodhand - Tait (πρώην Stromsville Shakers, Circus), ο οποίος είχε ήδη στο ενεργητικό του την πατρότητα της επιτυχίας “Gone Are The Songs Of Yesterday” των Love Affair, ως b-side του “Everlasting Love”. Μετά την ηχογράφηση ενός και μοναδικού άλμπουμ με τίτλο “I Think I’ll Write A Song”, το σχήμα αυτό διαλύθηκε, αφού πλέον η συνεργασία με τον αλκοολικό Goodhand - Tait είχε καταντήσει προβληματική. Οι Latimer, Ward και Ferguson έψαχναν έναν κιμπορντίστα  για να σχηματίσουν το δικό τους συγκρότημα, νιώθοντας έτοιμοι για τα πρώτα ουσιαστικά βήματα. Έβαλαν μια αγγελία στο Melody Maker και ήρθαν σε επαφή με τον διαρκώς αναζητούντα το ιδανικό σχήμα έκφρασης Peter Bardens, αποφασίζοντας να συνεργαστούν. Από τότε όλα θα άλλαζαν γι’ αυτούς. Το ίδιο όμως θα ίσχυε και για όλους εμάς...

Το Canterbury, το Greasy Truckers και η παγίδα

Η συνεργασία του κουαρτέτου ήταν αρμονική και πολύ σύντομα ξεκίνησαν οι ζωντανές εμφανίσεις, αφού ο Bardens είχε κλείσει ήδη κάποιες ημερομηνίες για τους Bardens On, το προηγούμενο συγκρότημά του, που στο μεταξύ είχε διαλυθεί. Με την ονομασία αυτήν οι τέσσερις μουσικοί έπαιξαν έξι φορές ζωντανά, ξεκινώντας από την Ιρλανδία και καταλήγοντας στην Αγγλία, έχοντας τους Keith Moon και Jim Capaldi ανάμεσα στα ακροατήρια των συναυλιών τους. Παράλληλα αναζητούσαν κάποιο νέο όνομα για τη μπάντα. Οι αρχικές σχετικές προτάσεις ήταν μάλλον ανέμπνευστες και ατυχείς, αφού επικρατέστερο ήταν το όνομα Bum Notes & The Dodgy Runs! Ευτυχώς, όμως, ο «από μουσικής θεός» φρόντισε να συμφωνήσουν στο όνομα Camel και έτσι απλά το Μάιο του 1972 ξεκίνησε η πορεία τους.

Το 1972 ήταν η εποχή που ο λεγόμενος ήχος του Canterbury βρισκόταν στο απόγειό του. Γυρίστε πίσω στο χρόνο και ζαλιστείτε μαζί μου, λαμβάνοντας υπόψη ότι ως τότε είχαν κυκλοφορήσει μερικοί ανεπανάληπτοι δίσκοι, όπως το "Third" των Soft Machine, το "If I Could Do It All Over Again I'd Do It All Over You" των Caravan και το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ των Egg. Ειδικότερα, τη χρονιά εκείνη κυκλοφόρησε ο φερώνυμος δίσκος των Matching Mole, το "Waterloo Lily" των Caravan, το "Space Shanty" των Khan και το "Whatevershebringswesing" του Kevin Ayers. (πίνω ένα ποτήρι νερό, για να συνέλθω, και προχωρώ) Στις 8 Οκτωβρίου του 1973 και ενώ συνεχίζονταν οι ηχογραφήσεις του πρώτου άλμπουμ τους, η παρέα των Bardens, Latimer, Ward και Ferguson, επηρεασμένη από το κλίμα αυτό, αποφάσισε να παίξει ζωντανά στο Dingwall’s Dance Hall του Λονδίνου, μαζί με τους Gong, Henry Cow και Global Village Trucking Co. Η ηχογράφηση αυτής της βραδιάς κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1974 με τον τίτλο "Greasy Truckers: Live At Dingwall's Dance Hall" και βρίσκεται, μεταξύ άλλων στη δισκοθήκη μου, αλλά και στο σάιτ του Rocking με κριτική του Χρήστου Κισατζεκιάν (Χρήστο, ό,τι κι αν κάνουμε, οι δρόμοι μας συμπίπτουν). Το live αυτό μαζί με το φερώνυμο ντεμπούτο τους, που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1973, αποτέλεσε το ουσιαστικό ξεκίνημα της πορείας των Camel.

Κάποιοι, ακούγοντας τη συμμετοχή τους στο live αυτό, δηλαδή το περίφημο “God Of Light Revisited, Parts One, Two And Three”, αλλά και το άλμπουμ “Camel”, έπεσαν στην παγίδα να τους θεωρήσουν μέρος της σκηνής του Canterbury. Φυσικά, αυτό ήταν εξόχως τιμητικό, αλλά αποδείχτηκε ελαφρώς άστοχο, διότι υποτίμησαν τους μουσικούς τους ορίζοντες και τις συνθετικές τους δυνατότητες. Το “Mirage” που ακολούθησε, σε συνδυασμό με το “The Snow Goose”, απέδειξαν ότι δεν ανήκαν αποκλειστικά στον progressive χώρο και έθεσαν οριστικά τέλος σε κάθε προσπάθεια ένταξης του ήχου τους σε κάποιο μουσικό ρεύμα, καθιερώνοντας το προφίλ ενός μοναδικού συγκροτήματος που δεν αυτοπεριορίστηκε από τις καταβολές των μελών του, αλλά ούτε και από τις κατά καιρούς επιλογές του.

Δημόσιες σχέσεις, ένας άσχετος παραγωγός και πολύ μεράκι

Οι Camel, όπως είναι φυσικό, δεν είχαν στο ξεκίνημά τους ούτε χρήματα, ούτε συμβόλαιο με εταιρεία. Είχαν όμως πολύ καλές δημόσιες σχέσεις λόγω της προσωπικότητας του Bardens. Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, τη δυνατότητά τους αυτή, απευθύνθηκαν στο πρακτορείο Gemini, το οποίο τους εξασφάλισε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία MCA για να κυκλοφορήσουν το ντεμπούτο τους. Ήδη το όνομα των Camel άρχιζε να γίνεται δειλά-δειλά γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό, κυρίως χάρη στις συνεχιζόμενες ζωντανές εμφανίσεις, όπου ξεδιπλωνόταν το ταλέντο όλων των μουσικών που τους αποτελούσαν. Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1973 έπαιξαν ως support στην περιοδεία των Barclay James Harvest και ταυτόχρονα με τη λήξη της είδαν στις προθήκες των δισκοπωλείων τον πρώτο τους φερώνυμο δίσκο.

Λίγο καιρό πριν, οι  Camel είχαν μπει στο στούντιο Morgan, όχι μόνο με τις ευλογίες της δισκογραφικής τους εταιρείας, αλλά και με τον «εγκάθετό» της  και παντελώς άπειρο στο πόστο του παραγωγού  Dave Williams. Σκεφτείτε την αμηχανία που οι ίδιοι ένιωθαν, αφού ως τότε είχαν μεν αξιόλογη εμπειρία σε ζωντανές εμφανίσεις, αλλά καμία απολύτως εξοικείωση με ηχογραφήσεις σε στούντιο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στις πλάτες τους βάραιναν τόσο η παρουσία του συγκεκριμένου παραγωγού, που δεν εξυπηρετούσε τίποτα παρά προκαλούσε ανησυχία, όσο και η αμηχανία των Latimer και Bardens στα φωνητικά.

Παρ' όλα αυτά, οι Camel συνεργάστηκαν άψογα με όλους, ήπιαν αρκετές μπίρες κι όταν βγήκαν, είχαν ηχογραφήσει έναν καταπληκτικό δίσκο που δημιούργησε αίσθηση στους μουσικούς κύκλους και έμελλε να αποτελέσει ένα από τα διαχρονικά σημεία αναφοράς των φίλων τους. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ο Williams τους πρότεινε να βρουν κάποιον άλλο για να ερμηνεύσει καλύτερα τους στίχους, αλλά οι σχετικές προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν ύστερα από τριάντα υποψήφιους που κρίθηκαν ακατάλληλοι, για να συνεχίσουν να δουλεύουν τελικά με το αρχικά σχήμα. Πολλή συζήτηση έγινε στο μέλλον για το αν το γκρουπ θα είχε μεγαλύτερη καταξίωση, σε περίπτωση που είχε έναν προικισμένο τραγουδιστή. Επειδή όμως αυτό ανάγεται σε καθαρά υποθετική βάση, είναι καλύτερα να μη μας απασχολήσει εδώ.  

Peter Frampton, αλλαγή πλεύσης και ιστορίες για τσιγάρα

Στην ιστορία της pop και του rock ελάχιστοι ποιοτικοί δίσκοι είχαν αξιόλογη εμπορική ανταπόκριση κατά την εποχή της κυκλοφορίας τους. Το "Camel" δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον άγραφο αυτόν κανόνα και δεν κέρδισε την προσοχή του κοινού. Οι Camel ήταν σχετικά γνωστοί στους βρετανικούς μουσικούς κύκλους, αλλά δεν είχαν ακόμα τη δημοτικότητα που θα αποτελούσε το εφαλτήριο για την εκτόξευσή τους στα ύψη. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες των Latimer και Bardens είχαν διαφανεί και αναζητούσαν τον αρμονικότερο δυνατό τρόπο συνύπαρξης, αν και λόγω της προϊστορίας του δεύτερου, η πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος του. Μάλιστα, για ένα διάστημα υπήρξε σύγχυση ανάμεσα στους Camel και στους Peter Framptons' Camel (καμία απολύτως σχέση στην ποιότητα της μουσικής τους), την οποία κάποιοι με χιουμοριστική διάθεση επέλυσαν με το να τους βαφτίσουν Peter Bardens' Camel! Το γκρουπ όμως επιδεικνύοντας ωριμότητα και επαγγελματισμό έμεινε μακριά από όλα αυτά και συνέχιζε να χτίζει τη φήμη του, αποκτώντας διαρκώς νέους φίλους από τις συνεχείς περιοδείες του σε κολλέγια.

Με αστραπιαίες κινήσεις οι Camel εγκατέλειψαν την MCA και εντάχθηκαν στο δυναμικό της εταιρείας Gama, που ήταν παράλληλη της Deram και θυγατρική της καθόλα αξιοσέβαστης μητέρας της ποιοτικής μουσικής της εποχής, Decca. Το συγκρότημα και κυρίως οι Latimer και Bardens είχαν ήδη πριν από την ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ αρκετό υλικό για να γεμίσουν τρεις! Ο δεύτερος δίσκος είχε τον τίτλο "Mirage" και γνώρισε σαφώς μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από τον προηγούμενο. Ο Bardens απολαμβάνοντας την ευρύτερη απήχησή του, σε συνέντευξη στην εφημερίδα Melody Maker δήλωσε: «Ξεκινήσαμε από μηδενική βάση. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα και εξοπλισμό. Εδώ και τρία χρόνια όμως έχουμε περιοδεύσει τέσσερις φορές στη Βρετανία και πιστεύουμε ότι είμαστε η μπάντα που θα σας αιφνιδιάσει».

Και πράγματι οι Camel αιφνιδίασαν τους πάντες και ιδιαίτερα εκείνους που ανέμεναν μια λογική συνέχεια του jazz rock ύφους που υπήρχε στο ντεμπούτο άλμπουμ, κυκλοφορώντας έναν ευαίσθητο και πολύτιμο δίσκο που περιδιάβαινε επικολυρικές μελωδικές διαστάσεις, χρησιμοποιώντας αρκετά hard rock μονοπάτια. Υπεράνω κατηγοριοποιήσεων, το συνθετικό δίδυμο των Latimer και Bardens αναδεικνυόταν όχι μόνο ως ένα από τα κορυφαία, αλλά κυρίως ως το πλέον απρόβλεπτο (κάτι σαν τον Messi της μουσικής!). Η νέα εταιρεία ανέθεσε το ρόλο του παραγωγού στον πολύ Dave Hitchcock, που είχε ήδη μεγαλουργήσει με το ανυπέρβλητο "In The Land Of Grey And Pink" (ακολουθεί τουλάχιστον μιας ώρας σιγή...) των Caravan, και το καθοριστικό (για τους μυημένους) "Foxtrot" των Genesis. Η συνεργασία τους ήταν κάτι παραπάνω από δημιουργική: ο Hitchcock ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να τους μεταδώσει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να εκφράζουν το πάθος με νότες και να συγκλονίζουν τις αισθήσεις. Κι όταν μιλάμε για πάθος, σκεφτόμαστε τον ...εθνικό ύμνο του "Lady Fantasy" που υπάρχει σε αυτόν το δίσκο. Πρόσφερε σημαντική βοήθεια, όχι μόνο κατά το στάδιο της ηχογραφήσεως, αλλά και κατά την ολοκλήρωση των συνθέσεων. Το ίδιο το γκρουπ δέχτηκε καλόπιστα τις προτάσεις του και το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας γίνεται κάτι παραπάνω από σαφές, αφού μπορεί κανείς να διαπιστώσει αβίαστα την απαρχή μιας concept οπτικής, που σύντομα έμελλε να χαρακτηρίσει τις επερχόμενες δισκογραφικές δουλειές τους.

Ενώ, λοιπόν, από μουσικής πλευράς όλα είχαν πάει κατ' ευχήν, δε συνέβη το ίδιο με το εξώφυλλο του δίσκου. Ο σχεδιαστής, προφανώς επηρεασμένος από την ονομασία τους, έφτιαξε μια σαφή απεικόνιση της εικόνας του ομώνυμου πακέτου τσιγάρων, με μόνη διαφορά ότι αυτή έμοιαζε να είχε αποδοθεί μέσα από μια τεμαχισμένη οπτική σπασμένου γυαλιού, η οποία παρέπεμπε στον αντικατοπτρισμό («mirage») που υποσχόταν ο τίτλος. Το εφέ αυτό ήταν αρκετά απλό, αλλά συγχρόνως και αποτελεσματικό, αφού τους προφύλαξε από μηνύσεις για παράβαση του περί πνευματικής ιδιοκτησίας νόμου. Τελικά, τότε, σε αντίθεση με το άμεσο μέλλον, απέφυγαν τις νομικές περιπέτειες, αλλά όχι και μερικά προβλήματα. Κάποιος από το τμήμα διοίκησης της δισκογραφικής εταιρείας είχε την ιδέα να συναφθεί διαφημιστική συμφωνία με την εταιρεία που διαχειριζόταν τα τσιγάρα, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε και είχε ως καρπό ένα καινούργιο διαφημιστικό πακέτο τσιγάρων, που από τη μια πλευρά έφερε το εξώφυλλο του δίσκου και από την άλλη την κανονική απεικόνιση! Μετά όμως την αρχική ευφορία που προκάλεσαν οι οικονομικές απολαβές και ύστερα από δύο χρόνια συνεχούς ...καπνίσματος των αποθεμάτων των διαφημιστικών τσιγάρων, άρχισαν να γίνονται ορατά τα δυσμενή επακόλουθα, που είχαν να κάνουν με τις διαφημιστικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια των συναυλιών. Όλοι τους θυμούνται πόσο αποσυντονιστικό ρόλο στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος έπαιζαν οι κοπέλες που καθόλη τη διάρκεια του σετ πρόσφεραν στο κοινό διαφημιστικά πακέτα. Σκέψου τώρα, να ταξιδεύεις με το "Lady Fantasy" και να σε σκουντάει μια από δίπλα για να σε πείσει να καπνίσεις. Μάλλον τότε ανάβεις την ίδια κι όχι το τσιγάρο της... Χαρακτηριστικό του παραλογισμού που επικρατούσε ήταν και η εμμονή του Ελβετού αντιπρόσωπου της εταιρείας τσιγάρων να γράψουν τραγούδια με προτεινόμενους τίτλους "A Smooth Packet Of Twenty" και "Filter Tipped Fantasy"! Με τέτοιες καταπληκτικές ιδέες, πιστεύω πως ο τύπος δεν περιοριζόταν στο κάπνισμα των προϊόντων της εταιρείας του... Ύστερα από αυτά, το ποτήρι ξεχείλισε και ο Bardens δήλωσε πως το μόνο τραγούδι που θα μπορούσαν να γράψουν έπρεπε να είχε τον τίτλο "Twenty Sticks Of Cancer" (υποκλίνομαι ταπεινά). Η ρήξη που επήλθε τότε έλαβε διαστάσεις και έδωσε τέλος στη διαφημιστική αυτή συμφωνία, αφού για πολλούς το όνομα του συγκροτήματος παρέπεμπε πλέον στα τσιγάρα και όχι στην καμήλα. Έπειτα από αυτό οι Camel προσηλώθηκαν στη μουσική τους και άρχισαν να προωθούν το "Mirage" με συναυλίες δίπλα σε ονόματα όπως των Peter Hammill (μπορώ να πω στον Dr Who να με παει εκεί;), Arthur Brown's Kingdom Come και Stackridge. Έχοντας αποκομίσει αρκετές εμπειρίες, ήταν αναμενόμενο να επανέλθουν με κάτι ακόμα καλύτερο. Ίσως κανείς όμως τότε δε θα μπορούσε να προσδοκά ένα αριστούργημα του ύψους του "The Snow Goose".

Ένα παιδικό μυθιστόρημα , μια αγωγή και η θέα από ψηλά

Το "The Snow Goose" ήταν ένα ευαίσθητο παιδικό μυθιστόρημα του Paul Galico, το οποίο πραγματεύεται τα συναισθήματα ενός μοναχικού καλλιτέχνη που κατοικεί σε έναν απομονωμένο φάρο, ο οποίος με τη βοήθεια ενός κοριτσιού αναγκάζεται να αποχωριστεί μια τραυματισμένη χήνα που έχει περιμαζέψει και περιθάλψει. Οι Camel με παραγωγό και πάλι τον Dave Hitchcock μπήκαν στο στούντιο και περιέγραψαν χωρίς στίχους τις μουσικές εικόνες που έβγαιναν από το μυθιστόρημα. Είχαν τολμήσει να γράψουν έναν concept οργανικό δίσκο που πάντρευε με μοναδικό τρόπο την κλασική με την ηλεκτρική μουσική, παρά τις έντονες επιφυλάξεις της αμερικανικής πτέρυγας της εταιρείας τους. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο πρωτόλειο και συγκλονιστικό, που ακόμα και σήμερα συναρπάζει με τη μοναδική του ευαισθησία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Latimer: « Όταν τελειώναμε κάθε σύνθεση νιώθαμε πραγματικά ένα υπέροχο συναίσθημα. Μόνο όμως μετά την ολοκλήρωση του δίσκου μπορέσαμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της προσπάθειάς μας». Η επιτυχία του δίσκου σε Ευρώπη και Αμερική (Νο 22 στην Αγγλία) αλλά και η ανάδειξή τους ως της «μεγαλύτερης ελπίδας για το μέλλον» στην ψηφοφορία των αναγνωστών του Melody Maker εκτόξευσε τη δημοτικότητά τους στα ύψη.

Η ζωντανή παρουσίαση του δίσκου στο Royal Albert Hall με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου που ακολούθησε, εδραίωσε απλά τη φήμη τους ως κορυφαίου συγκροτήματος στις ζωντανές εμφανίσεις. Ό,τι απέφυγαν όμως στην περίπτωση του προηγούμενου δίσκου, το αντιμετώπισαν σε αυτόν, αφού ο συγγραφέας του μυθιστορήματος υπέβαλλε εις βάρος τους αγωγή για παράβαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, της οποίας όμως η χρονοβόρα εκδίκαση περισσότερο συντήρησε το μύθο του δίσκου, παρά έβλαψε τους ίδιους.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια περίοδος με λιγότερα, αλλά πιο προσεγμένα ως προς την αισθητική τους live. Το 1976 ο Latimer σε νέα συνέντευξή του στο Melody Maker είπε: «Αποφασίσαμε για πρώτη φορά να χρησιμοποιήσουμε σε συναυλία μας πολύχρωμα φώτα και προβολή φιλμ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στο εξής αυτό θα είναι το κύριο μέλημά μας. Απλά, επειδή δεν είμαστε ιδιαίτερα ρυθμική μπάντα, πιστεύουμε ότι είναι καλό για το κοινό να μπορεί να παρακολουθεί κάτι την ώρα που ακούει τη μουσική μας».

Στη συνέχεια, με το "Moonmadness" επέστρεψαν στα αυτόνομα τραγούδια, προφανώς συνειδητοποιώντας ότι καμία ανάλογη απόπειρα δε θα μπορούσε να αγγίξει το μεγαλείο του "The Snow Goose", χωρίς όμως να παραλείψουν το ούτως ή άλλως διαρκές φλερτ τους με την οργανική μουσική. Η εμπορική επιτυχία του δίσκου και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού συγκάλυψε τον απόηχο της απομάκρυνσης του Ferguson, που έγινε τελείως σιωπηλά. Η αρμονική συνεργασία των Bardens, Ward και Latimer συνεχιζόταν, όπως όμως και οι προστριβές με τον Ferguson, τον οποίο οι άλλοι δε θεωρούσαν καθαρό επαγγελματία, αν και δεν ομολόγησαν ποτέ ρητά κάτι τέτοιο. Η κόντρα κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δίσκου στα Basing Street Studios, όπου ταυτόχρονα οι Genesis ηχογραφούσαν το "The Lamb Lies Down On Broadway". Εκεί οι Bardens και Ward εξουσιοδότησαν τον Latimer να του πει ωμά τη φράση: «Δε μπορώ να παίξω μαζί σου πια», εξαναγκάζοντάς τον σε αποχώρηση. Αυτή όμως είχε συνέπειες για τους Camel, αφού σηματοδότησε -αναμφισβήτητα πρόωρα- την απαρχή αρκετών αλλαγών στη σύνθεση του γκρουπ, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν έφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο Ferguson, αν και δεν είχε την καλύτερη μουσική παιδεία ως μπασίστας, έπαιζε πολύ μεστά, δημιουργώντας ένα πλήρες υπόβαθρο για να χτιστεί ο ήχος, όταν βέβαια δεν αναλάμβανε πρωτεύοντα ρόλο. Μάλιστα, αν στη θέση του δεν ερχόταν ο δεξιοτέχνης Richard Sinclair (Caravan, Hatfield And The North), που έλυσε ταυτόχρονα με τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημα των φωνητικών, τότε θα μιλούσαμε για μακράν την πιο απερίσκεπτη ενέργειά τους.

Το punk και το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου

Με τη νέα σύνθεση και τον πιο χαρισματικό ever σαξοφωνίστα Mel Collins (Stormsville Shakers, Circus, King Crimson, Snape, Kokomo) σε θέση αναμονής, ηχογραφήθηκε το "Rain Dances" (1977), που ισορρόπησε ευαίσθητα στο τεντωμένο σκοινί του παρελθόντος και της σύγχρονης ψαγμένης pop. Ένα χρόνο μετά η κυκλοφορία του "Breathless", παρά το φωτεινό περιεχόμενό της και μερικά υπέροχα τραγούδια, έφερε σε απόγνωση κάθε καθαρόαιμο progressive fan οπαδό τους και οδήγησε -εκ των πραγμάτων- στην ιδεολογική (;) αποχώρηση του Bardens, ο οποίος προτίμησε και πάλι τον αστείρευτο Van Morrison. Η καμπή αυτή ήταν η κρισιμότερη στην ως τότε ιστορία τους και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τους έφερε στα πρόθυρα της διάλυσης. Ο Sinclair ήταν εκείνος που τόνωσε το ηθικό των υπολοίπων και κράτησε τη μπάντα ζωντανή, έστω και αν όλοι κατά βάθος ήξεραν ότι το τραύμα είχε καλυφθεί και όχι γιατρευτεί. Είχαμε φτάσει πια στο τέλος του 1978, όταν το punk κυριαρχούσε και προσήλκυε το ενδιαφέρον των εταιρειών. Κάποιοι τότε έσπευσαν να κηδέψουν τους Camel, επειδή αφενός έμοιαζαν εκτός εποχής και αφετέρου δεν είχαν στις τάξεις τους το θεωρούμενο εγκέφαλό τους. Όμως το μέλλον ήταν πολύ διαφορετικό απ' αυτό που εκείνοι είχαν προδικάσει.

Το γκρουπ άρχισε εκτενείς περιοδείες για να ενισχύσει την ψυχολογία του και τις πωλήσεις του σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία, με την προσθήκη των David Sinclair και Jan Schelhaas από τους Caravan. Ο σταδιακός όμως παραγκωνισμός του Richard Sinclair, τον οδήγησε στην πρόωρη απομάκρυνση και επιστροφή του στους Caravan, καταφέρνοντας ένα πλήγμα περισσότερο σημαντικό από ό,τι αρχικά φαινόταν. Η διστακτικότητα του "I Can See Your House From Here" (1979), με δεδομένο τον ύμνο του "Ice", ήταν ενδεικτική της αμηχανίας που τους διέκρινε, παρά τις προσθήκες του μπασίστα Colin... Bass (Steve Hillage, Clancy, The Casual Band) και του κιμπορντίστα και φλαουτίστα Kit Watkins (Happy The Man). Ούτε ο concept δυναμισμός του αξιόλογου "Nude", δύο χρόνια αργότερα, με την προσθήκη του Duncan McKay (Cockney Rebel) στη θέση του Watkins και της μετέπειτα συζύγου του Latimer, Susan Hoover, στους στίχους εμπόδισε το κακεντρεχές προσωνύμιο "Caramel", που τους απέδωσαν απογοητευμένοι οπαδοί λόγω των pop συμβιβασμών τους. Οι ελπίδες για κάποια πολυπόθητη επιστροφή στο μουσικό ύφος του παρελθόντος αρχικά εξανεμίστηκαν με το ηχογραφημένο κάτω από την ασφυκτική πίεση της εταιρείας για εμπορική επιτυχία "The Single Factor" (1982), για να επανέλθουν όμως στο ακέραιο με το σφιχτοδεμένο "Stationary Traveler" (1984). Η φυγή του Ward για το ντραμ κιτ των Marillion που μεσολάβησε και η αντικατάστασή του από τον Paul Burgess, άφησε τον Latimer ως μοναδικό ιδρυτικό μέλος και οδήγησε στην αναπόφευκτη πλέον διάλυσή τους, λίγο πριν εκπνεύσει το 1984, παρά την guest συμμετοχή του Bardens στην αποχαιρετιστήρια συναυλία στο Hammersmith Odeon στις 11 Μαϊου εκείνης της χρονιάς, η οποία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε με τίτλο "Pressure Points". Πριν από το live αυτό, η μόνιμη σύνθεση του συγκροτήματος είχε αρχίσει να γίνεται ομιχλώδης, αφού πλην των Latimer, Bass και Burgess φαίνονταν να έχουν και τρεις... κιμπορντίστες (Chris Rainbow, Ton Scherpenzeel και Richie Close). Ο μύθος τους όμως παρέμεινε ζωντανός και μετά τη διάλυσή τους, αφού κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Έτσι, ο παντελώς αθόρυβος επανασχηματισμός τους το 1992 ήταν το καλύτερο δώρο για όλους εμάς που κάναμε υπομονή οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Οι χωριστοί δρόμοι, η μετανάστευση και μια σπίθα

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση των Camel, τα ιδρυτικά μέλη τους πήραν ξεχωριστούς δρόμους. Ο Peter Bardens εργάστηκε αρκετά ως session μουσικός και συνέχισε τη σόλο καριέρα του κυκλοφορώντας τους δίσκους "Heart To Heart" (1979), "Seen One Earth" (1987), "Speed Of Light" (1988), "Watercolours" (1991), "Further Than You Know" (1993) και "Big Sky" (1995). Παράλληλα, σχημάτισε με τον Andy Ward και μέλη των Caravan το εφήμερο γκρουπ των Mirage, το οποίο διαλύθηκε μετά από την κυκλοφορία του πολύ καλού "Double Live" (1994). Τα χρόνια που ακολούθησαν περιόδευε κατά καιρούς, μέχρι το 2001 που του διαγνώστηκε όγκος στον εγκέφαλο. Μετά τη διάγνωση έπαιξε ένα τελευταίο live συνοδευόμενος από τους John Mayall, Mick Fleetwood και Ben Harper. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Ιανουαρίου του 2002, φεύγοντας τόσο αθόρυβα, όσο είχε ανδρωθεί μουσικά. Ο Doug Feguson έφτιαξε τους Headwaiter, με τους οποίους δεν κυκλοφόρησε δίσκο και έπαιξε ως session μουσικός με τους Yeti, Mungo Jerry, Ohm και Emergency. Ο Ward, αφού ξεπέρασε κάποια πολύ σοβαρά προβλήματα, έπαιξε επίσης αρκετά ως session ντράμερ σε πολλά συγκροτήματα, όπως στους Marillion, στους Music Doctors που είχαν στη σύνθεσή τους μέλη των πρωτεργατών της σκηνής του Canterbury Wilde Flowers, στους Going Going των θρυλικών Hugh Hopper και Mark Hewins, στους «δικούς του» Skaboosh, στους Caravan Of Dreams του Richard Sinclair και στους Deviants, ενώ, έδεσε πολύ καλά με τον πολυδιάσταστο Bevis Frond.

Με αυτά τα δεδομένα η ιστορία των Camel στα μάτια όλων φαινόταν ουσιαστικά τελειωμένη. Δηλαδή, όλων εκτός από του Latimer, ο οποίος απτόητος από την αδιαφορία των δισκογραφικών εταιρειών, έβαλε στην άκρη το νέο του υλικό και αναζήτησε την τύχη του στην Αμερική. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του '90 εγκαταστάθηκε μαζί με τη Susan Hoover στην Καλιφόρνια, όπου ίδρυσε την Camel Productions, μέσω της οποίας σκόπευε να κυκλοφορεί υλικό αρχείου, αλλά και τις νέες δουλειές των Camel. Ο επανασχηματισμός του γκρουπ έγινε ευρύτερα γνωστός το Σεπτέμβριο του 1992 ως κεραυνός εν αιθρία με την κυκλοφορία του καταπληκτικού δίσκου "Dust And Dreams", που δεν είχε και πολλά να ζηλέψει από τις παλιές ένδοξες ημέρες. Οι Camel ξεκίνησαν από εκεί που είχαν σταματήσει, δηλαδή με τους Latimer, Bass, Burgess και Scherpenzeel ως βασικούς και αρκετούς καλεσμένους. Εκτός από τις κυκλοφορίες με το παλαιότερο υλικό που μεσολάβησαν, το 1996 ήλθε το ...ιρλανδικό "Harbour Of Tears" με τον Mickey Simmons στη θέση του Scherpenzeel, τον John Xepoleas σε αυτήν του Burgess, τον David Patton και άλλους, συντηρώντας με τον καλύτερο τρόπο το μύθο τους. Τρία χρόνια μετά, σε συνέχεια του σταθερού concept προσανατολισμού τους, ήρθε το "Rajaz", που αποκάλυψε παλιές ξεχασμένες αγάπες και ακολούθησε το "A Nod And A Wink" (2002) που διατήρησε την ομοιόμορφη αισθητική των συνθέσεων, αλλά χαλάρωσε λίγο τις ακραιφνείς rock αναφορές του ήχου τους.

Το 2003 οι Latimer, Ward και Ferguson αναβίωσαν τους Brew γράφοντας υλικό για δίσκο, ο οποίος ποτέ δεν ηχογραφήθηκε λόγω του προβλήματος υγείας που είχε εμφανίσει ο Latimer. Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο του 2006 το ζεύγος Latimer επέστρεψε στην Αγγλία, από όπου ανακοινώθηκε από τη σύζυγό του μέσω του διαδικτυακού τόπου της Camel Productions για πρώτη φορά το Μάιο του 2007 η πάθησή του, που συνίστατο σε μια σοβαρότατη σπάνια ασθένεια του αίματος που είχε εξελιχθεί μέσα σε δεκαπέντε χρόνια σε πάθηση του μυελού των οστών. Μετά από επιτυχημένη μεταμόσχευση και τρομακτικά συγκινητική συμπαράσταση των φίλων του μέσω του ίντερνετ, ο Latimer ξεγέλασε το θάνατο, πήρε τη βόλτα του αυτή ως εμπειρία μνήμης, ανέρρωσε και ήδη περιοδεύει και πάλι. Τελευταίες πληροφορίες θέλουν τους Camel να κυκλοφορούν νέο δίσκο την ερχόμενη άνοιξη.

Όσοι είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε πρόσφατα τη ζωντανή απόδοση ολόκληρου του "The Snow Goose" και μερικών διαχρονικών επιτυχιών τους νιώσαμε αληθινά πολύ όμορφα. Ξέρετε γιατί; Απλά διότι αυτό το live δεν ήταν σαν τα άλλα, επειδή μιλούσε μεν και πάλι για τη ζωή, έχοντας όμως την ανεκτίμητη εμπειρία της μνήμης του θανάτου.




Studio albums:

Camel - CamelCamel
Δεκέμβριος 1973, MCA

Η καμήλα κάνει την εμφάνισή της φέρνοντας με το τρένο της αρκετές μουσικές αναφορές στα jazz rock πρότυπα του ήχου του Canterbury και ειδικότερα των Caravan. Με την άχρωμη παραγωγή του Dave Williams και την κάθε άλλο παρά επιτυχημένη επεξεργασία του ήχου, είναι όντως άξιο απορίας το πώς ο δίσκος αυτός φτάνει στ’ αυτιά μας τόσο ξεχωριστός. Αν ακούσουμε όμως με προσοχή τα διαμάντια που έχει, τότε δε θα απορούμε πλέον. Από την κυκλοφορία αυτή φάνηκε η κιθαριστική παιδεία του Latimer, τα μαγικά πλήκτρα του Bardens που δε γνώριζαν σύνορα ανάμεσα στη jazz, το rock και στα blues, τα τύμπανα του Ward που δε στήριζαν απλά τη μουσική των άλλων, αλλά συχνά της άλλαζαν πορεία και το περίφημο μπάσο του Ferguson που δε σιγούσε ποτέ και αναλάμβανε διαρκώς πρωτοβουλίες. Κάθε τραγούδι αφομοιώνει εν δυνάμει τουλάχιστον άλλα τρία, αποτελώντας μια μικρή ανθολογία ήχων που δεν κουράζουν ποτέ. Τα φωνητικά όντως σφιγμένα και ελαφρώς υποτονικά, αλλά τελικά επιτυγχάνουν να δώσουν μια νότα μυστηρίου που λειτουργεί θετικά. Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι κάτι μεγάλο επρόκειτο να συμβεί στο άμεσο μέλλον.



Camel - Greasy Truckers: Live At Dingwall's Dance HallGreasy Truckers: Live At Dingwall's Dance Hall
Μάρτιος 1974, Greasy Truckers Records

Αν έχετε δει το ακριβό αυτό άλμπουμ στη δισκοθήκη κάποιου φίλου και δε σας πάει να του τον κλέψετε, μην ανησυχείτε. Απλά ζητείστε του να σας τον δανείσει για λίγο και μετά «ξεχάστε» να του τον επιστρέψετε! Αλλιώς, ψάξτε, κάνετε υπομονή και… ξηλωθείτε! Η κατά βάση ζωντανή αυτή ηχογράφηση χρονολογείται στις 8 Οκτωβρίου του 1973 και έγινε στο Dingwall's Dance Hall στο Λονδίνο μαζί με τους Gong, Henry Cow και Global Village Trucking Co. Και λέμε «κατά βάση» διότι οι Henry Cow, που έφτασαν με καθυστέρηση λόγω ...μποτιλιαρίσματος και δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, συμμετέχουν στο δίσκο με στούντιο ηχογράφηση, η οποία κατά πάσα πιθανότητα έγινε στις 4/11/1973. Όσον αφορά τη συμμετοχή των Gong, παρατηρούμε ότι είναι μεν ηχογραφημένη ζωντανά, αλλά έχει υποστεί μεταγενέστερη στούντιο επεξεργασία, που δεν περνά απαρατήρητη. Το "God Of Light Revisited, Parts One, Two And Three" των Camel, που καλύπτει ολόκληρη την πρώτη πλευρά του διπλού αυτού δίσκου, γράφτηκε από τον Bardens και υπήρχε με συναφή τίτλο στο προσωπικό του ντεμπούτο. Η σύνθεση αυτή χαρακτηρίζεται από τα μακρόσυρτα blues riffs, που στη συνέχεια καταξίωσαν το εκφραστικό παίξιμο του Latimer. Οι αχνές ομιλίες των παρευρισκομένων δεν είναι σίγουρα το καλύτερο που θα μπορούσε να περιμένει κανείς, αλλά ...εκεί θα κολλήσουμε τώρα;



Camel - MirageMirage
Μάρτιος 1974, Gama / Deram

Κανείς δεν περίμενε τόσο ριζική μεταστροφή. Τα πρότυπα του jazz rock συνυπήρχαν με μια hard rock φιλοσοφία, η οποία έπαιζε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού ήχου. Η κιθάρα του Latimer έκλαιγε και βρυχάτο ταυτόχρονα, η rhythm section ήταν λυρική ακόμα και όταν έφτανε στα κόκκινα, ενώ τα πλήκτρα ακούγονταν πιο κοντά στο rock, φλερτάροντας όμως που και που με ήχους από την ανατολή. Ο εθνικός ύμνος του "Lady Fantasy" είχε γεννηθεί για να κλέψει τις καρδιές όλων, μέσα από τη φαντασίωση της αόρατης γυναίκας που συμβόλιζε την αναζήτηση της αγάπης. Ο David Hitchcock κατόρθωσε να βγάλει από τους τέσσερις μουσικούς το μέγιστο των δυνατοτήτων τους και έβαλε τη δική του ανεξίτηλη πινελιά σε μια κυκλοφορία που έμελλε να επαναδιατυπώσει τα όρια της αρμονικής συνύπαρξης της hard και της slow μουσικής. Τα "Freefall" και "Supertwister" έδειξαν έναν ασφαλή τρόπο για να ανεβαίνει η αδρεναλίνη παρέα με το συναισθηματισμό στα ύψη, ενώ το "Nimrodel" περιέγραψε γλαφυρά μια υποδοχή ηρώων που ούτε και οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν ότι θα ζούσαν σε δεκατέσσερις μήνες.



Camel - The Snow GooseThe Snow Goose
Μάιος 1975, Gama / Decca

Αν δεν έχετε ήδη ακούσει αυτόν το δίσκο (γιατί ζούσατε ως τώρα;), μην τον ακούσετε! Σοβαρολογώ. Είναι τουλάχιστον βλάσφημο να τον ακούστε μέσα από τα ηχεία ενός υπολογιστή, τρώγοντας παστίτσιο ή χαζεύοντας MTV. Αν τελικά το κάνετε, βεβαιωθείτε ότι ο κόσμος σταματά γύρω σας και προσηλωθείτε στο εξώφυλλο. Σας εγγυώμαι ότι δε θα πάρετε ανάσα. Μερικοί τον χαρακτήρισαν ανάλογο έργο των Pink Floyd ή του Mike Oldfield, όμως είχαν λάθος! Με τον δίσκο αυτόν οι Camel δεν άγγιξαν μόνο τις ψηλές θέσεις των chart (αυτή την εποχή συνέβαιναν και τέτοια!), αλλά κυρίως τις ψυχές του κόσμου. Τούτη τη φορά το μαγικό χέρι του David Hitchcock τόλμησε -και πέτυχε- να φέρει στο ίδιο επίπεδο τον κλασικό με τον ηλεκτρικό ήχο. Από τις πρώτες κιόλας νότες καταλαβαίνεις ότι κάτι μεγαλειώδες ακολουθεί και νιώθεις αμήχανος να αντισταθείς στα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Σύντομα χαλαρώνεις πιστεύοντας ότι βαδίζεις σε οικεία μονοπάτια, αλλά ακολουθούν οι μονόλεπτες και κάτι συνθέσεις που σε κλειδώνουν χωρίς να το καταλάβεις σε ένα υγρό και σκοτεινό δωμάτιο, όπου, θέλεις δε θέλεις, θα έρθεις αντιμέτωπος με τα μύχια του εαυτού σου. Νιώθεις να ασφυκτιάς κάτω από το νερό και μια στιγμή πριν το τέλος γραπώνεσαι από τις φυσαλίδες και βρίσκεσαι στα φτερά της χήνας ψηλά, αφήνοντας πίσω σου στιγμές που έζησες ή θα ‘θελες να είχες ζήσει. Διαχρονικά «επικίνδυνο» αριστούργημα.



Camel - MoonmadnessMoonmadness
Απρίλιος 1976, Decca

Ξανά πίσω στην παραδοσιακή μορφή τραγουδιών χωρίς ενιαία θεματολογία. Συναντάμε τραγούδια διαφορετικού στυλ που εκφράζουν τις προσωπικές προτιμήσεις των μελών του γκρουπ. Ο Bardens με το moog του εκστασιάζεται με το πολυδιάστατο "Chord Change", ο Latimer διδάσκει τι σημαίνει αέρινος ήχος στο φλάουτο και την κιθάρα με τα "Song Within A Song" (κυριολεκτικά, ένα τραγούδι με πολλές μουσικές) και "Air Born", ο Ward χορεύει ολόκληρος στο "Lunar Sea" και ο Ferguson ξεχειλώνει το μπάσο στο "Another Night". Η συμπαραγωγή των ίδιων με τον Rhett Davies είναι καταπληκτική, αφού εκτός των άλλων επιτυγχάνει να βγάλει προς τα έξω ένα σχεδόν ενιαίο ύφος σε διαφορετικές συνθέσεις. Ύστερα από αυτά δεν προκάλεσε έκπληξη το ότι με το "Moonmadness" γνώρισαν τη μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία, αφού σκαρφάλωσαν μέχρι το Νο 15 του βρετανικού καταλόγου επιτυχιών.



Camel - Rain DancesRain Dances
Σεπτέμβριος 1977, Decca

Το "Rain Dances" δεν έφτασε μέχρι το Νο 20 του Βρετανικού chart αναπαυόμενο επάνω στις δάφνες των προηγούμενων δίσκων, αλλά επειδή συνδύαζε το εύληπτο (με ό,τι αυτό σήμαινε για την πιο art εποχή της μουσικής) με το ποιοτικό. Αν θυμηθείτε, μάλιστα, ότι το αντισυμβατικό "Uneven Song" και το αισιόδοξο "First Light" συνυπήρχαν με το έντονα φορτισμένο "Tell Me" και το φιλόδοξο "Highways Of The Sun", τότε θα έχετε μια πλήρη εικόνα. Τα φωνητικά του Sinclair, με την καθαρόαιμη βρετανική προφορά, ακούγονται πολύτιμα, φέρνοντας στο νου τις ένδοξες μέρες των Caravan, ενώ οι jazz εμμονές τους εκφράζονται πιο ελεύθερα στο "One Of These Days I'll Get An Early Night". Οι τρεις τελευταίες συνθέσεις του δίσκου υπερχειλίζουν συναισθηματικά, συνθέτοντας κατεξοχήν το σάουντρακ του πανέμορφου εξωφύλλου.



Camel - BreathlessBreathless
Σεπτέμβριος 1978, Decca

Υπό την πίεση για εμπορική επιτυχία κυκλοφόρησε το "Breathless", το οποίο αντεπεξήλθε μεν στις προσδοκίες της εταιρείας, αφού έφτασε στο Νο 26, αλλά κατέφερε πλήγμα στο ποιοτικό προφίλ του συγκροτήματος. Σήμερα όμως, ακούγεται πολύ πιο μεστό από την εποχή της κυκλοφορίας του και ελαφρώς αδικημένο. Όμως, κάθε φανατικός οπαδός των Camel δε μπορεί να ξεπεράσει το σοκ (όπως και στους Pink Floyd με το "The Wall"). Βέβαια, συνθέσεις όπως το υπέροχο pop "Breathless" και το "Summer Lightning", που έχει το μακροσκελέστερο και κορυφαίο κιθαριστικό σόλο (μετά το "Lady Fantasy") ακούγονται διαχρονικές. Το γκρουπ είχε πάρει παράταση ζωής, αλλά χωρίς τους Bardens και Sinclair έμοιαζε αδύνατο να ξαναζήσει τις ένδοξες μέρες του παρελθόντος.



Camel - I Can See Your House From HereI Can See Your House From Here
Σεπτέμβριος 1979, Decca

Η προσθήκη των Colin Bass και Kit Watkins συνετέλεσε στον εκμοντερνισμό του ήχου, αλλά παράλληλα απέδωσε μερικά ανούσια τραγούδια, όπως τα "Your Love Is Stranger Than Mine", "Neon Magic" και "Wait", που όμως αποδείχτηκαν ικανά για να φέρουν το δίσκο στο Νο 45 (πάντοτε του Βρετανικού καταλόγου επιτυχιών). Το υπερευαίσθητο και μοναδικά συγκλονιστικό "Survival" με την κλασικής μουσικής δομή και το μακράν κορυφαίο του δίσκου με το χαρακτηριστικό κιθαριστικό έπος "Ice", άφησαν κάποιες αμυδρές ελπίδες για κάτι καλύτερο και θύμισαν στους νοσταλγούς ότι η έμπνευση του Latimer παρέμενε ενεργή, αν και εγκλωβισμένη σε επιβεβλημένο αδιέξοδο. Το παιχνίδι φαινόταν χαμένο, αν δε γινόταν ένα τόλμημα. Κι αυτό έγινε με τον επόμενο δίσκο.



Camel - NudeNude
Ιανουάριος 1981, Decca

Η άφιξη του Duncan Mackay έδωσε την ευκαιρία στον Latimer να επιστρέψει στα concept άλμπουμ και στη μουσική που δεν κάνει συμβιβασμούς. «Πρωταγωνιστεί» ο Nude, ένας αιχμάλωτος πολέμου, που ποτέ δεν πολέμησε, αλλά και ποτέ δε θέλησε να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά το τέλος του πολέμου, αρνούμενος να ζήσει στον «πολιτισμό». Τα φωνητικά ανέλαβαν για πρώτη φορά πρωτεύοντα ρόλο και ο ήχος έγινε ξανά πιο ατμοσφαιρικός, αν και συχνά αυτοπεριοριζόταν στους δισταγμούς του, προετοιμάζοντας διαρκώς τον ακροατή για τις ελάχιστες εξάρσεις, που σίγουρα αποδείχτηκαν καταλυτικές. Τέτοιες είναι κατεξοχήν τα "Captured" και "Drafted", που αναδύουν κάτι από την αίγλη του ένδοξου παρελθόντος. Κατά μία άποψη το εγχείρημα είχε πετύχει, αφού το ποιοτικότερο από τους προηγούμενους δίσκους "Nude" έφτασε στο Νο 36.



Camel - The Single FactorThe Single Factor
Decca

Το άλμπουμ αυτό μπορεί να έμεινε εκτός καταλόγων επιτυχιών και να θεωρήθηκε απλά καλό, αλλά είχε μερικές πολύ καλές στιγμές. Αυτή τη φορά οι πιέσεις της εταιρείας για απλά pop τραγούδια δεν είχαν το ποθητό αποτέλεσμα, παρά τη σαφή «οπισθοχώρηση» προς τα μονοπάτια του "I Can See Your House From Here". Τα μέλη των Alan parsons Project και ο Anthony Phillips (Genesis) που επιστρατεύθηκαν δεν έκαναν τη διαφορά και ίσως προφητικά ο Latimer τραγούδησε στο "Camelogue" την απολογία του προς τον κόσμο σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν τα ιδρυτικά μέλη των Camel στο χωρισμό. Η επιστροφή του Bardens στο "Sasquatch" έδωσε τροφή για σενάρια μόνιμης επιστροφής του, τα οποία, δυστυχώς, δεν επαληθεύτηκαν ποτέ.



Camel - Stationary TravellerStationary Traveller
Μάρτιος 1984, Decca

Το τείχος του Βερολίνου ήταν η θεματική αυτού του concept δίσκου με το πανέμορφο εξώφυλλο, που έκλεισε το πρώτο μέρος της πορείας τους. Η παραγωγή είναι εντυπωσιακά καθαρή και οι συνθέσεις σφιχτοδεμένες, πολύχρωμες και απίστευτα συγκινητικές. Πρόκειται για έναν πολύ καλό δίσκο που έφερνε φρέσκιες ιδέες και ένα αίσθημα αρμονίας, που είχαμε να νιώσουμε από την εποχή του "Rain Dances". Με συνθέσεις του επιπέδου των "Fingertips", "Stationary Traveller", "Missing" και "After Words" κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό ήταν το (προσωρινά) τελευταίο αντίο.



Camel - Dust And DreamsDust And Dreams
Σεπτέμβριος 1991, Camel Productions

Η οκτάχρονη αναμονή άξιζε και με το παραπάνω! Τέτοιον δίσκο οι Camel είχαν πάρα πολλά χρόνια να φτιάξουν. Τι κι αν ο Latimer παρέμενε ο τελευταίος των Μοϊκανών; Βρήκε και πάλι την ευκαιρία να αποδείξει την αληθινή διάσταση της προσφοράς του στο συγκρότημα, αλλά και τον βαρύνοντα λόγο του στη μουσική εκείνης της εποχής. Ο δίσκος είναι και πάλι concept, αυτή τη φορά εμπνευσμένος από το μυθιστόρημα "Grapes Of Wrath" του John Steinbeck. Οι παλιόφιλοι Ton Scherpenzeel, Paul Burgess και Colin Bass που συμμετέχουν δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό σχεδιάζοντας με νότες το ταξίδι στην Αμερική, τους γκρίζους ουρανούς που ακολουθούν τους δρόμους, την αχανή ερημιά, τη μοναξιά και την αγάπη. Το τελικό αποτέλεσμα σε φέρνει και πάλι στα γνώριμα έντονα συναισθηματικά τοπία, ξυπνώντας σου τη ναρκωμένη ανάμνηση της συμμετοχής στη μουσική με όλες τις αισθήσεις. Και το "Dust And Dreams" είναι πολύβουο, ακόμα και όταν σιωπά...



Camel - Harbour Of TearsHarbour Of Tears
Ιανουάριος 1996, Camel Productions

Η αναζήτηση της ταυτότητας των προγόνων του Latimer τον οδήγησε να γράψει αυτό το Ιρλανδικό έπος, αποτίοντας φόρο τιμής στις γενιές που εναπέθεσαν τις ελπίδες τους στη μετανάστευση. Οι Bass, Simmons, Paton και Xepoleas έχουν προσχωρήσει πλήρως στο κλίμα και ακούγονται αρκετά «δεμένοι». Το folk ηχητικό πεδίο ήταν πρωτόγνωρο σε τέτοια έκταση για τους Camel και η πρόκληση μεγάλη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι επιβλητικό, ατμοσφαιρικό και αναδύει μια περίεργη αίσθηση που δεν είναι δυνατό να συνοδευτεί από μετριοπαθείς αντιδράσεις. Μέση οδός δεν υπάρχει. Αυτό το καλοδουλεμένο άλμπουμ ή θα σας αρέσει πολύ ή θα σας αφήσει σχεδόν αδιάφορους.



Camel - RajazRajaz
Οκτώβριος 1999, Camel Productions

Το "Rajaz" ήρθε για να επιβεβαιώσει ότι η νέα εποχή των Camel έχει ως επίκεντρό της την ατμοσφαιρική μουσική. Κι εδώ το ατμοσφαιρικό στοιχείο συνίσταται σε μακρόσυρτες κιθαριστικές μελωδίες στο ρυθμό του καραβανιού, όπως αυτός απεικονίζεται στο εξώφυλλο. Το στοίχημα για την παρέα του Latimer εδώ και πολλά χρόνια ήταν να κάνει τους παλιούς οπαδούς να ακούσουν τους καινούργιους δίσκους. Γι' αυτό έφτιαξε το άλμπουμ αυτό, με τη σαφή ανατολικού μουσικού ύφους progressive αισθητική. Ο τίτλος είναι μια αραβικής καταγωγής λέξη που δίνει το ρυθμό βηματισμού των καμηλών στα ατέλειωτα ταξίδια τους στις αχανείς ερήμους. Η μετουσίωσή του ρυθμού αυτού ως επί το πλείστον στηρίζεται από την κιθάρα του Latimer και έξυπνα διακόπτεται από υπερευαίσθητα σόλο, που παραπέμπουν ευθέως στην παλιά εποχή, για τους λόγους που προανέφερα. Ο μόνος λόγος που το άλμπουμ αυτό αποδυναμώνεται και δεν αγγίζει υψηλότερα στάνταρντ είναι η συνολική διάρκειά του ή, καλύτερα, η μεγαλύτερη διάρκεια κάποιων συνθέσεων που ανακυκλώνονται περισσότερο απ' όσο αντέχει η έμπνευση που τις γέννησε. Αν δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο, τότε ο σκοπός θα είχε επιτευχθεί με απόλυτη επιτυχία. Ακόμα κι έτσι όμως, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει πολύτιμο.



Camel - A Nod And A WinkA Nod And A Wink
Ιούλιος 2002, Camel Productions

Η συνέχεια του "Rajaz" ήταν (τι έκπληξη...) διαφορετική! Ναι μεν το "A Nod And A Wink" διεκδικεί επαξίως, σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα, τον τίτλο του progressive rock δίσκου, αλλά ταυτόχρονα έχει και την αισθητική του "Rain Dances". Η ιστορία που αφηγείται αφορά τα ταξίδια ενός παιδιού πάνω σε ένα μαγικό χαλί και τις εμπειρίες που αποκτά. Το φλάουτο του Latimer που έχει επανέλθει δυναμικά, συχνά δίνει την αέρινη αίσθηση που οι διακριτικοί στίχοι απαιτούν, κάνοντας στην πράξη πιο αισθητή την εναλλαγή των χαμηλών με τις δυνατές στιγμές. Σίγουρα, το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό, αλλά θα το χαρακτήριζα ορθότερα ως πολλά υποσχόμενο. Ο δίσκος αυτός σε ικανοποιεί μεν, αλλά νιώθεις ότι κυρίως σε προετοιμάζει για κάτι πολύ καλό που θα ακολουθήσει. Στην πράξη αυτό αργεί να έρθει, αλλά τώρα πια είμαστε κοντά. Μη ξεχνάτε ότι την εποχή της ηχογράφησής του είχε μόλις διαγνωστεί το πρόβλημα του Latimer και ο Bardens, στον οποίο η κυκλοφορία αυτή είναι αφιερωμένη, είχε πρόσφατα αποβιώσει. Τότε, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν, άρχιζε η τρίτη φάση της πορείας τους. Εκείνη που ο δρόμος της περνούσε μέσα από τη σκιά του θανάτου.
  • SHARE
  • TWEET