Mode Plagal

Στην Κοιλιά Του Κήτους

Lyra (2010)
31/10/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Είναι γεγονός πως οι Mode Plagal άργησαν και μας έλειψαν, αφού αυτό το τέταρτό τους άλμπουμ κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο της περασμένης χρονιάς, σχεδόν 10 χρόνια μετά τον τρίτο τους δίσκο με τον εύγλωττο τίτλο "III". Ωστόσο, ενδιαμέσως, είχαν συμμετάσχει στις κυκλοφορίες "Στου Βόσπορου Το Πέρα" (2003) του τούρκικου συγκροτήματος Βόσπορος και στην "Κάθοδο Των Σαλτιμπάγκων" (2008) των Χαΐνηδων. Σημαντικές συμμετοχές, λαμβάνοντας υπόψη το ποιοτικό επίπεδο των δύο προαναφερθέντων δίσκων, που έρχονται να επιβεβαιώσουν τον προσανατολισμό των Mode Plagal στη σκληρή δουλειά, η οποία στοχεύει στην ποιοτική καλλιτεχνική δημιουργία, στην ανανέωση και στην εισαγωγή φρέσκου αέρα στους τομείς της ethnic, fusion, jazz-rock μουσικής, διεθνώς. Προσωπικά, τους έχω κατατάξει σε εκείνα τα, ελάχιστα, ελληνικά συγκροτήματα που με κάνουν να θέλω να φωνάξω: «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι και η ελληνική μουσική!». Στην κραυγή αυτή, βέβαια, εμπεριέχεται και μια μικρή δόση σαρκασμού και ειρωνείας, μιας και ο Νιόνιος κάπου ανάμεσα σε αυτά τα εννέα χρόνια δεν τους έκανε, και δεν μας έκανε, τη χάρη να τους επιτρέψει τη διασκευή των τραγουδιών του. Έτσι, η απορία θα παραμείνει στα αυτιά μας μέχρι νεωτέρας...

Στο προκείμενο τώρα... Η ηχογράφηση του δίσκου έγινε μεταξύ του 2008 και του 2010, περιέχει οκτώ συν τρία (8+3) κομμάτια και ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι και "Όλα Αυτά Που Δε Ζήσαμε". Το σχήμα του συγκροτήματος παραμένει ευέλικτο ως προς τον αριθμό των μελών, πότε τέσσερις, πότε πέντε και πότε έξι, ενώ πάντα υπάρχουν σημαντικές φιλικές συμμετοχές, Όσον αφορά τα πρόσωπα πάντως, αυτά παραμένουν σταθερά. Ο Θοδωρής Ρέλλος φυσάει τα σαξόφωνα, ο Κλέων Αντωνίου γρατζουνάει τις κιθάρες, ο Florian Mikuta βαράει πιάνο, hammond και λοιπά πληκτροφόρα, το μπάσο στέκει στον Αντώνη Μαράτο και τα drums σπάει ο Τάκης Κανέλλος.

Εξώφυλλο και εσώφυλλο αποτελούν έργα του Μπόστ, από τη "Φαύστα" του ιδίου, γνώριμης γλαφυρότητας και λαϊκής τεχνοτροπίας. Φαίνονται το καλοζωισμένο κήτος, η αγωνία του δραπέτη προφήτη Ιωνά και, παραπλέοντες μέσα στη γαλέρα τους, οι Mode Plagal ντυμένοι στα κόκκινα. Κάποιου είδους επίκαιρο πολιτικό σχόλιο εμπεριέχεται εδώ και φαντάζομαι πως μετά την περισυλλογή του ναυαγού προφήτη, οι ιστορίες του είναι που περιγράφονται μέσα από τα τραγούδια του "Στην Κοιλιά Του Κήτους". Να μην ξεχάσω να αναφερθώ και στη «φθηνή» συσκευασία, συγκριτικά με τις προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος. Στης ακρίβειας τον καιρό, μάλλον, η Lyra λυπήθηκε τα έξοδα. Αυτά με τα αρνητικά και τέλος...

Το έργο ξεκινάει με τα μαθήματα πολιτικής οικονομίας του "Η Μόνη Σίγουρη Οδός (Παραγωγής Ευπόρων)". Ο ακροατής μπαίνει κατευθείαν στο κλίμα, τα μουσικά funky ethnic μονοπάτια είναι γνώριμα, ίσως όχι τόσο γνώριμη η πολιτική θεματολογία της αφηγηματικά έμμετρης ποίησης του Μέντη Μποσταντζόγλου. Η απαγγελία των στίχων ορίζει το αγνό, παρθένο, ελληνικό rap, όπως αυτό προκύπτει γεμάτο από το οικείο χιούμορ, τα οξύμωρα σχήματα, τα λογικά παράδοξα, το πλούσιο λεξιλόγιο και την ψευτοαρχαΐζουσα γλώσσα του Μπόστ. Λόγια καθαρά, σταράτα και flow, ρυθμολογικά εμβατηριακό, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνο των πιο αξιόλογων Ελλήνων MCs. Νοηματικά στέκει τόσο επίκαιρο όσο και το επικείμενο «κούρεμα» του ελληνικού δημοσιοοικονομικού χρέους, ενώ στίχοι σαν τους παρακάτω φανερώνουν την κωμικοτραγικότητα και διαχρονικότητα της διεθνούς οικονομικής κατάστασης.

«Γι' αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει
αν βλέπει πως τον πλούσιον το Κράτος τον βραβεύει.
Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων
είν' να τρελάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων.»

Μουσικά, η μπάντα μένει λίγο πιο πίσω από τους στίχους, όμως στα σημεία που η μουσική μαζί με τα ηνία παίρνει και βαθιά ανάσα, η jazz βρίσκει το δρόμο προς τον κλασικό λυρισμό, το blues feeling, το rock και την ψυχεδέλεια.

Στη συνέχεια, την καταιγιστική απαγγελία ακολουθεί το οργανικό "13άρι", όπου κάθε μουσικός επιδεικνύει την τεχνική του και αποδεικνύει την αξία του όσον αφορά το όργανό του. Πιο στάνταρ 13άρι δύσκολα θα βρείτε αγαπούλες και από την πολύ αρχή του δίσκου δικαιώνεστε για τα χρήματα που ξοδέψατε.

Τρίτο τραγούδι είναι ένα μελοποιημένο ποίημα του Τάκη Συρέλλη από την ποιητική του συλλογή "Ήχοι Πλάγιοι" (1999) και ο τίτλος αυτού είναι "Κύκλος". Ένας κύκλος άπειρης διαμέτρου, μια σπείρα στον ελληνικό χρόνο και χώρο, που, παρά την εσωστρέφεια της γεωμετρίας του, εμπνέει και αφήνει να εγκολπωθούν οι ανανεωτικές και προοδευτικές δυνάμεις. Σε αυτόν περιγράφεται και εγγράφεται το ελληνικό πνεύμα, τα χαμένα όνειρα, ο πατριωτισμός αλλά και ο αλυτρωτισμός των χαμένων πατρίδων. Ακόμη περιγράφεται η ελληνορθόδοξη παράδοση, η αξία της αυτογνωσίας, η συμφιλίωση με τις μυστικές δυνάμεις της φύσης και με το θάνατο.

«Τρεις φορές μέτρησα το μπόι μου
και το βρήκα λειψό
τρεις φορές μέτρησα το βάρος μου
τρεις φορές το σταυρό μου έκανα
στου κυπαρισσιού τη ρίζα
Όπου εκεί θα σταθώ εγώ στο τέλος
τροφή να του δώσω να ορθωθεί
στο πλάτωμα καθώς μου το 'παν οι άλλοι
του αγέρα τα καμώματα ας γίνουν
κεραυνός και φωτιά και ατσάλινο δόρυ.»

Πρόκειται για ένα προσιτό ποίημα, μη αυτάρεσκα ακατάληπτο, χάρις το οποίο οι Mode Plagal μάς υπενθυμίζουν πως, ανέκαθεν, τα έργα και οι ημέρες τους θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την οικολογία και τη φύση. Βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου, άλλωστε, θα παραμένει η παρακολούθηση μιας συναυλίας τους, κάπου στα μέσα του Αυγούστου του 2006 και μεταξύ των ορεινών χωριών της Οίτης Συκέα - Στρόμη - Παύλιανη. Εκεί, κάτω από ένα παλιό τοξωτό γεφύρι κάποιου παραποτάμου του Μόρνου ή του Σπερχειού, οι Mode Plagal, σαν άλλοι πρωτομάστορες της δικής τους τέχνης, παρουσίασαν κομμάτια από το "II" και το "III". Απλά παγανιστική μυσταγωγία...

Αρκετά όμως με τα βιώματα και τη γεωγραφία, το κομμάτι που ακολουθεί έρχεται να ανατρέψει το κλίμα περισυλλογής. "Ο Βίος Παναγιώτου" βασίζεται σε ένα σκετσάκι του Μπόστ, όπου πρωταγωνιστεί ένας πολύ πλούσιος, πλην πεντάρφανος, δικαστικός. Οι στίχοι ξεχειλίζουν από λεπτό και πνευματώδες χιούμορ και παρεξηγήσεις όπως αυτές προκύπτουν από τη συνήχηση των φράσεων «το γιωτ του» και «τον γυιό του». Περαιτέρω ανάλυση δε χρειάζεται, θα είναι σα να μαρτυράω το τέλος κάποιας ενδιαφέρουσας ταινίας μυστηρίου. Αγοράστε και κανένα δίσκο...

Μουσικά, η θεατρικότητα, η λεπτή αίσθηση του χιούμορ και η αρχαΐζουσα εκφορά του λόγου συνδυάζονται άψογα με τα κλασικά jazz μοτίβα που χρησιμοποιούνται και το οργανικό φινάλε που αναλαμβάνεται από τον Ρέλλο φροντίζει στο να πέσει ιδανικά η αυλαία για αυτό το σύντομο θεατρικό χρονογράφημα.

Πέμπτο κατά σειρά βρίσκεται το κομμάτι "Giampara", ο τίτλος του οποίου είναι το όνομα ενός παραδοσιακού χορού της νότιας Ρουμανίας. Τραγουδά ο Florian Mikuta στη μητρική του γλώσσα, τα ρουμάνικα φαντάζομαι, περιγράφοντας την ιστορία ενός νεαρού βοσκού και της αρραβωνιαστικιάς του, η οποία παραπονιέται γιατί δεν τη συνοδεύει στο χορό, όντας πολύ απασχολημένος με το κοπάδι του. Η παραδοσιακή αυτή ρουμάνικη πόλκα σίγουρα εντάσσεται στον σταθερά βαλκάνιο μουσικό προσανατολισμό των Mode Plagal, όμως νομίζω πως κόβει κάπως τη ροή του δίσκου.

Στο νούμερο έξι θα ακούσουμε το τραγούδι "Η Πούλια / Το Γράμμα", το οποίο είναι αφιερωμένο στη Δήμητρα (θα μπορούσε να είναι και η Θεά). Στην αρχή του παραπέμπει στη reggae-dub και το αρχικό εισαγωγικό μέρος, καθώς το κομμάτι εξελίσσεται, περνάει στο background, δένοντας ηχητικά τα δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος απαγγέλλονται τα λόγια ενός γράμματος μιας αδύνατης σχέσης. Θίγονται ποιητικά εφήμερα και μη και παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα για κατ' οίκον προβληματισμό. Ερμηνεία και συμπεράσματα προσφέρονται δικά σας.

«Εκεί ο άνεμος αχάει και τα δέντρα γίνονται σκαλωσιές
τα σώματα να αναστυλώσουν το χρόνο που τους μένει
και που με δίαιτα συναισθηματική
καταναλώνονται τα αιώνια και τα καθημερινά
ώστε να απέχουμε απ' τις σταυροφορίες του κόσμου.
Γι' αυτό, λοιπόν, όταν ανεμίζεις λευκή σημαία απ' το τηλέφωνο
και με επαναφέρεις στις ανασκαφές του ερωτά μου
μάθε να ακούς όπως δεν ακούς τον εαυτό σου
να μη μείνουν τ' αστέρια και τα πουλιά ο μόνος ακροατής μας.»

Στο δεύτερο μέρος αποδίδεται ένα παραδοσιακό, ερωτικό ηπειρώτικο χορωδιακό τραγούδι με τα αντίστοιχα ηχοχρώματα. Ζωγράφος ο Θοδωρής Ρέλλος και πινέλο το alto sax του ιδίου, το οποίο μεταμορφώνει τη χροιά του σε αυτήν του παραδοσιακού κλαρίνου. Ανεξήγητο το γιατί, αλλά πάντοτε τα μουσικά γυρίσματα και αρπίσματα στους δρόμους της πεντατονίας προκαλούν ανατριχίλες. Σε όλους μας.

Στο επτά προσφέρεται η εξομολόγηση μιας φλογερής καρδιάς. "Ντόστο" ο τίτλος και οι στίχοι είναι απόσπασμα από το έργο "Αδελφοί Καραμάζοβ" του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, από τη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου. Ασχολίαστη θα αφήσω την εικονοπλασία των στίχων. Δεν μου το επιτρέπω και δεν μου το επιτρέπει η χιλιοαναγνωσμένη τους αξία. Μην εκτεθούμε τώρα στα τελευταία... Επιτρέψτε μου εσείς, όμως, να αντιγράψω δύο αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα.

«Ούτε στέγη ούτε θυσία
πουθενά δε θα 'βρει η θεά
και καμιά θεού λατρεία
δε μας δείχνει μια εκκλησιά.»

«Ο θνητός για να υψωθεί
να μην είν' ταπεινωμένος
με τη μάνα του τη γη
πρέπει αιώνια να 'ν' δεμένος.»

Αναπόφευκτα, οι λέξεις βγαίνουν μπροστά σε αυτό το funky jazz εμβατήριο και μόνο στο τέλος οι bluesy, ψυχεδελικοί αυτοσχεδιασμοί του Αντωνίου έρχονται για να χαλαρώσουν την αυστηρή μουσική ατμόσφαιρα.

Η θεματική ενότητα του δίσκου κλείνει στο νούμερο οκτώ με τον προφανή τίτλο "Θέμα Τίτλων". Ένα οργανικό κομμάτι, ράθυμο, κινηματογραφικό και βαθιά μελαγχολικό, όπως ένα Κυριακάτικο απόγευμα. Του δύσκολου αποχαιρετισμού. Πρόκειται για μια σχετικά αδύναμη στιγμή του έργου, συγκριτικά του τι έχει προηγηθεί. Κάπως έτσι, όμως, εξυπηρετείται η διαδικασία του fade out και της συναισθηματικής απεμπλοκής με ασφάλεια.

Τα τελευταία τρία οργανικά κομμάτια, ουσιαστικά, αποτελούν encore, όπως αυτό προκύπτει από κάποιες σκόρπιες σκέψεις, ίσως από ημιτελή κομμάτια προηγούμενων δίσκων, μπορεί και από τσόντες για να γεμίσει το CD. Άγνωστο...

Το δέκατο, το "Joc De Unu", δένει πολύ καλά με το "Θέμα Τίτλων". Είναι εξίσου κινηματογραφικό και μελαγχολικό, με μόνη διαφοροποίηση ίσως τον εντονότερο ethnic προσανατολισμό του. Όμοια ισχύουν και για το ενδέκατο, το "Το Άγιο Φως Της Κυριακής", το οποίο τιμά περισσότερο την κλασική jazz φόρμα.

Το κομμάτι που διαταράσσει τον ειρμό του encore, και του δίσκου γενικότερα, είναι αυτό με το νούμερο εννιά (9). Τι διαταράσσει δηλαδή... Χαλασμός... Κλασικό σεντερφόρ. Σαξόφωνα, κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα και τύμπανα γίνονται παρανάλωμα του πυρός, αναδεικνύοντας το μεγαλείο του ελληνοβαλκανικού fusion. Αν οι Blues Brothers ήταν Βαλκάνιοι, θα ήταν Βορειοελλαδίτες, Μπαοκτσήδες και το "Gun Sabah" θα ήταν το "Peter Gunn Theme".

Ολοκληρώνοντας, πιστεύω πως δίσκοι των Mode Plagal πρέπει να βρίσκονται σε όλες τις ελληνικές δισκοθήκες. Είναι ένα συγκρότημα που με τη μουσική του δρα ψυχοθεραπευτικά σε αυτούς του δύσκολους καιρούς, εμπνέοντας την ελπίδα και την αισιοδοξία. Γιατί παιδιά, ας μην κρυβόμαστε, έρχεται πείνα. Πείνα και των γονέων...
Αν για κάποιο λόγο δεν τους γνωρίζετε ακόμη, ξεκινήστε με το "II" (Lyra / 1998). Δίσκος αναφοράς για την ελληνική μουσική, μα και για τη διεθνή ethnic-fusion σκηνή. Ποιοτικά εφάμιλλος και υφολογικά ανάλογος του "II" των Led Zeppelin. Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους...
  • SHARE
  • TWEET