Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Το Παιχνίδι Παίζεται

Lyra (2010)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 17/05/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Ας πούμε καμιά αλήθεια όσο και αν πονάει ορισμένους από εμάς. Ο Παπακωνσταντίνου έχει να κυκλοφορήσει πραγματικά καλό δίσκο από το "Δε Σηκώνει" του 1994. Να πούμε και καμία αλήθεια ακόμα; Έχει σταματήσει να παίζει ροκ καμιά 10αριά χρόνια τώρα, αναλωνόμενος σε μία μορφή έντεχνου χωρίς όμως τα ρίσκα και τις πρωτοτυπίες των νεότερών του. Τελευταία αλήθεια για να μη μας κάτσει και βαριά. Μπορεί να εξακολουθεί να έχει μία από τις καλύτερες φωνές που γνώρισε η ελληνική σκηνή αλλά πλέον είτε την επιδεικνύει με άσχημο και αταίριαστο τρόπο είτε την κρύβει πίσω από τραγούδια-απαγγελίες και γηπεδικές φωνητικές μελωδίες.

Κακά τα ψέματα ο Παπακωνσταντίνου μπορεί να ευνοήθηκε από τη φύση με το καταπληκτικό λαρύγγι του, αλλά ήταν η επιλογή των συνεργατών του τα  πρώτα χρόνια που τον έφερε στην κορυφή. Είτε αυτό έχει να κάνει με τους συνθέτες των τραγουδιών του, είτε με τους στιχουργούς, είτε, πρώτα και κύρια, με τους ενορχηστρωτές των δίσκων του. Αυτός μπορεί να ήταν ο Ζηκογιάννης με το εξαιρετικό του μπάσο και όχι μόνο, ο Πολύτιμος με τα πλήκτρα του και ο Γανωσέλης με τη μαεστρία του, ή ακόμα και ο κατώτερος των προηγούμενων Χριστόφορος Κροκίδης, που μπορεί να μετρίασε καλλιτεχνικά το αποτέλεσμα αλλά του έδωσε μία αμεσότητα που δεν μπορεί να μην εκτιμηθεί. Το δισκογραφικό πρόσωπο «Βασίλης Παπακωνσταντίνου» κακώς αποδιδόταν μόνο στο φυσικό πρόσωπο με το ίδιο όνομα. Κατά την ταπεινή μου άποψη έκρυβε πίσω του ένα σύνολο μουσικών που ο καθένας έβαζε το δικό του μερίδιο για τη δημιουργία, με βιτρίνα τη φωνή, άλμπουμ που έγιναν κλασικά στο ελληνόφωνο ροκ.

Εν έτει 2010, λοιπόν, ο Βασίλης ισχυρίζεται ότι το παιχνίδι παίζεται ακόμα. Ίσως συμμεριζόμενος τις παραπάνω δικές μου σκόρπιες σκέψεις καλεί να συμμετάσχει στο μπάσο ο Γιώργος Ζηκογιάννης δημιουργώντας έτσι μία ευθεία αναφορά στις κλασικές του ηχογραφήσεις. Τους στίχους υπογράφει αποκλειστικά ο Οδυσσέας Ιωάννου και όσα τραγούδια είναι πρωτότυπα είναι εμπνεύσεις του ιδίου.

Όλα αυτά δημιουργούν την αίσθηση μίας επιθυμίας επιστροφής στα παλιά. Και είναι η αλήθεια ότι σε κάποια σημεία αυτό επιτυγχάνεται. Η φωνή είναι πραγματικά μελωδική και τραγουδάει στα επίπεδα της φήμης της. Η ενορχήστρωση έχει κάτι από την παλιά ποιότητα και, δε θα κουραστώ να το λέω, ο ήχος του μπάσου του μεγάλου αυτού μουσικού είναι από μόνος του ικανός να κρατήσει ορισμένα τραγούδια. Όταν αυτό συνδυάζεται και με αντίστοιχες καλές ερμηνείες από τα άλλα όργανα (κιθάρα και πλήκτρα ουσιαστικά) και όμορφες συνθέσεις, τα τραγούδια έχουν «κάτι».

Για παράδειγμα και οι δύο διασκευές του δίσκου στέκουν άξια στη δισκογραφία του Παπακωνσταντίνου. Τόσο το ρυθμικό "Το Πάρτι Αρχίζει" όσο και η σκοτεινή μπαλάντα "Μαμά" των Celentano και Aznavour αντίστοιχα ξεχωρίζουν στο δίσκο. Άλλες τρεις μπαλάντες ("Πεταλούδα", "Παραμονή Πρωτοχρονιάς" και κυρίως το "Μη Με Αλλάξεις") θυμίζουν τις καλύτερες στιγμές του στο είδος αυτό.

Από εκεί και μετά τα πράγματα δυσκολεύουν. Η συνεργασία του με τον Μητροπάνο σε ένα τυπικό ζεϊμπέκικο πραγματικά δεν έχει τίποτα να προσφέρει, ενώ αυτού του τύπου οι συνδυασμοί δεν είναι καν έκπληξη πια αφού έχει γίνει στο παρελθόν το ίδιο πάντρεμα λαϊκού με ροκ, και μάλιστα με τον ίδιο άνθρωπο, από τους Πορτοκάλογλου, Λ. Παπαδόπουλο, Τουρνά και πόσους ακόμα με άλλους τραγουδιστές. Το "Καρουσέλ" προσπαθήσει να ξεχωρίσει με τις «μεταλλίζουσες» κιθάρες του αλλά δεν τα καταφέρνει, το "Χρόνια Φορτώνω" είναι τυπικό δείγμα της γηπεδικής τραγουδοποιίας που δυστυχώς δε λέει να ξεκολλήσει από πάνω του και το "Γέλα Μου" άλλη μία προσπάθεια να μπει στο χώρο του έντεχνου που δείχνει να τον ενδιαφέρει περισσότερο τελευταία αλλά σε έναν χώρο που ο Ορφέας Περίδης έχει καλύψει πολύ νωρίτερα και καλύτερα. Το δε ομώνυμο κομμάτι που ξεκινάει και το δίσκο είναι ίσως το πιο απογοητευτικό μέσα στην κοινοτυπία και την «ελληνικούρα» (sic) με την οποία προσπαθεί να ροκάρει.

Τελικά το παιχνίδι ίσως και να παίζεται ακόμα. Αλλά η ομάδα μάλλον παίζει με το βάρος της φανέλας ενώ η μπάλα κυκλοφορεί δύσκολα. Κοινώς, ο Παπακωνσταντίνου δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να ανταποκριθεί σε διάρκεια στο μέγεθος του ονόματος που έχει φτιάξει. Επίσης είναι φανερό ότι πάσχει από προσανατολισμό αφού δοκιμάζει πολλά και διαφορετικά είδη είτε για να μπορέσει να πιάσει το ρυθμό του κοινού, είτε γιατί τα ενδιαφέροντά του έχουν πλέον παραστρατήσει (και;) προς άλλες κατευθύνσεις. Από την άλλη και η σύνταξη μοιάζει πρόωρη αφού δείχνει να έχει ακόμα κάποια πράγματα να προσφέρει, ειδικά αν συνεχίσει να επιλέγει εξίσου καλούς συνεργάτες να τον πλαισιώνουν. Μήπως έχουμε μία περίπτωση too old to rock 'n' roll, too young to die;
  • SHARE
  • TWEET