Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Δραπέτης (Μέρος Α: Το Παραμύθι Της Βεντάλιας)

Real News (2013)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 11/12/2013
Όχι απολύτως ολική επαναφορά, αλλά αρκετά κοντά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
«...μπορούμε να περιμένουμε ένα θαύμα στην επόμενη δουλειά του (σε δύο χρόνια, με μαθηματική ακρίβεια)...»

Κάπως έτσι είχα τελειώσει την παρουσίαση του προηγούμενου δίσκου του Παπακωνσταντίνου, τέτοια εποχή πέρυσι. Ε, βάλθηκε να με διαψεύσει πανηγυρικά. Δύο δίσκους κυκλοφόρησε το 2013 και αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί αν τα "Χάρτινα Δεσμά" με τον Χρήστο Νικολόπουλο σε καθαρά λαϊκούς δρόμους θα ήθελαν μάλλον όλοι να τον ξεχάσουν (γιατί είναι κακό λαϊκό τραγούδι, όχι γιατί έχουμε κάτι με το είδος), ο "Δραπετης" μοιάζει ό,τι πιο κοντινό στο θαύμα ήταν ρεαλιστικό να περιμένουμε. Επιτέλους μπορούμε να πούμε χωρίς ενοχές ότι είναι ένας προσεγμένος δίσκος και δεν θα μπω καν στον κόπο να μετρήσω πότε ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό.

Ποιός πιστώνεται την επιτυχία; Ε, αφού τόσο καιρό τις αποτυχίες τις χρεωνόταν ο Βασίλης, προφανώς θα πρέπει να πάρει και τα εύσημα για τη δουλειά αυτή. Καθώς όμως ουσιαστικά παράπονο από τη φωνή και την ερμηνεία του, το μόνο ουσιαστικά ρόλο που έχει στο "Δραπέτη", δεν είχαμε ποτέ, αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε την ειδοποιό διαφορά και αυτή έχει ονοματεπώνυμο. Δύο για την ακρίβεια. Απόστολος Μπουλασίκης και Γιώργος Αρχοντάκης. Αμφότεροι συνεργάτες του Παπακωνσταντίνου παλιότερα, ανέλαβαν ο ένας με τα τραγούδια του (σύνθεση και στίχοι) και ο άλλος με την ενορχήστρωση, το παίξιμο και γενικότερα την επιμέλεια, να στρώσουν το έδαφος ώστε να πατήσει πάνω ο Βασίλης και ίσως να αποδειχθεί για άλλη μία φορά ότι τελικά ο ίδιος φαίνεται τόσο καλός όσο οι συνεργάτες που επιλέγει είναι ικανοί να τον (ανα-)δείξουν.

Ο δίσκος διαφοροποιείται σε σχέση με τους προηγούμενους σε δύο βασικά σημεία. Από τη μία οι συνθέσεις του Μπουλασίκη δεν είναι «εύκολες». Σχεδόν καμμία δεν έχει το sing along ρεφρέν, το φτηνό ξέσπασμα, την ψευτο-νεανική ψευτο-ορμή που δεν ήταν σπάνια σε παλιότερες δουλειές του Παπακωνσταντίνου. Δουλεύουν αργά και σε δεύτερο επίπεδο. Ακόμα και οι στίχοι, παρότι δεν ξεφεύγουν από την ρομαντική γενικόλογη «αντίδραση» που κατατρέχει το ελληνικό rock (συγχωρέστε μου αν πιστεύω ότι οι καιροί σηκώνουν και πιο άμεσες στιχουργικές αναφορές), αποφεύγουν τουλάχιστον τα ανόητα (χωρίς νόημα δηλαδή) «και καλά» ποιητικά κλισέ του τύπου «τα παιχνίδια στους κήπους περιμένουν τα παιδιά και οι πεταλούδες πετούν με πολύχρωμα αρώματα» (οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις εντελώς συμπτωματική) και είναι ταιριαστά με τη μορφή παραμυθιού που έχει η κυκλοφορία αυτή.

Ακόμα και αυτό όμως δε θα ήταν αρκετό αν δεν είχε υπεισέλθει ο βασικότερος παράγοντας που είναι η προσοχή στη λεπτομέρεια του Γιώργου Αρχοντάκη. Βρέθηκε κάποιος που ασχολήθηκε σοβαρά με το παίξιμο και την ενορχήστρωση του δίσκου. Πέρα του ότι ακούγεται πιο σύγχρονος από άποψη παραγωγής με τις πιο βαριές κιθάρες του που δεν κρύβονται αλλά και τις ακουστικές εκεί που πρέπει, είναι οι λεπτομέρειες όπως το κλαρίνο και συνολικά η ενορχήστρωση στον "Κωπηλάτη", τα πλήκτρα στο "Δε Με Αφορά", τα ήπια ηλεκτρονικά περάσματα πάνω από τη λύρα στο "Χαλικάκι", οι φράσεις που όλα τα όργανα παίζουν διάσπαρτα στα τραγούδια εκεί που δεν είναι απαραίτητο και τελικά είναι αυτή η «πολυτέλεια» που νοστιμίζει το αποτέλεσμα...

Γιατί λοιπόν δεν ολοκληρώθηκε το «θαύμα» της εισαγωγής; Γιατί δεν κατάφεραν να βρουν οι συντελεστές του "Δραπέτη" τη χρυσή ισορροπία έστω σε ένα τραγούδι όπου διατηρώντας όλα τα στοιχεία που προαναφέραμε θα προστεθεί και η εμπορική χροιά, το single, το τραγούδι που θα θυμούνται όλοι από το δίσκο αυτό. Το "Είμαι" φτάνει κοντά, αλλά τελικά δεν ...είναι. Και πάλι όμως, προτιμώ χίλιες φορές αυτό το όμορφο σύνολο, παρά έναν δίσκο όπου δυο-τρεις στιγμές μπορούν να με κάνουν να επανέλθω και να τις ξανακούσω, αλλά το σύνολό προσβάλλει και τους δημιουργούς του και εμένα ως ακροατή.

Ο "Δραπέτης" δεν είναι ισάξιος δίσκος των κλασικών στιγμών του Παπακωνσταντίνου, δεν είναι καν ο καλύτερος ελληνόφωνος rock δίσκος που ακούσαμε φέτος. Είναι όμως ένας δίσκος που μπορείς να τον πεις πραγματικά καλό χωρίς ενδοιασμούς.
  • SHARE
  • TWEET