Guns N' Roses

Appetite For Destruction

Geffen (1987)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 12/12/2008
Ένα βήμα προς την κατάλληλη κατεύθυνση, ώστε να επανακτήσει το rock 'n' roll το στέμμα της μουσικής που ταρακουνά τον πλανήτη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Κάθε τόσο, το rock 'n' roll κάνει ένα βήμα προς την κατάλληλη κατεύθυνση, ώστε να επανακτήσει το στέμμα της μουσικής που ταρακουνά τον πλανήτη. Αμέτρητες οι πιθανές διαδρομές του ήχου, αλλά αυτή που μας ενδιαφέρει επί της παρούσης ακολουθεί την πιο συναρπαστική αποτελεσματικότητα. Το blues επιταχύνεται και μεταμορφώνεται στο rock 'n' roll του Chuck Berry, ταξιδεύει στην Αγγλία και αποκτά την τραχύτητα των Rolling Stones, επιστρέφει στην Αμερική και ακονίζεται από τα χέρια των Aerosmith, ώστε να παραδοθεί στους Guns N' Roses, που είχαν όρεξη για καταστροφή, αλλά κατέληξαν σε μια κολασμένη δημιουργία.

Η διαχείριση του ηλεκτρισμού εκτροχιάστηκε και παραδόθηκε ως ένας λατρεμένος δωδεκάλογος του hard rock, το σωτήριον έτος 1987. Περίπου δυόμισι χρόνια πριν, μια παρέα από πάμπτωχα αυτοκαταστροφικά αλητόπαιδα του Los Angeles κατάφερε να συμφωνήσει τα συστατικά του δικού της μουσικού ελιξιρίου, σαν αποφασισμένη αίρεση, που σιχαινόταν τον επικρατούντα πάτριο ήχο της πόλης των αγγέλων. Οι Guns Ν' Roses βρήκαν τη δική τους υπογραφή αφορίζοντας τη glam νέμεσή τους, στο πρόσωπο των Poison. Κράτησαν τα ουσιώδη υλικά της ντόπιας μόδας, όσα δηλαδή αυτή δανείστηκε από τους Aerosmith, τους Hanoi Rocks, τους T. Rex και τον Alice Cooper, τα ενημέρωσαν για την αβάσταχτη επέλαση του punk και τα απέδωσαν μέσα από την ασυγκράτητη μουσική τους προσωπικότητα.

Ενσαρκώνοντας ανεκδιήγητα την τριλογία «sex, drugs and rock 'n' roll», οι Guns N' Roses σφυρηλάτησαν το μύθο τους μέσω συναυλιών, έως ότου η Geffen Records «τους υπέγραψε» και τους προσέφερε ένα αστρονομικό ποσό, ως προκαταβολή, για την ηχογράφηση του πρώτου τους άλμπουμ. Πράξη φαινομενικά αλόγιστη, καθώς ο τρόπος ζωής των μελών του συγκροτήματος ακολουθούσε τη νοοτροπία «δεν υπάρχει αύριο». Βανδαλισμοί, καταχρήσεις παντός είδους και σουρεαλιστική αφροσύνη συνόδευαν την καθημερινότητα της μπάντας, καθώς αυτή συνέθετε τα μνημειώδη τραγούδια της και ενώ οι υποψηφιότητες, για την παραγωγή του δίσκου, σκόρπιζαν σαν τραπουλόχαρτα σε τυφώνα.

Ο μεγαλοπρεπής διαχειριστής του ήχου του metal των eighties, Tom Werman, με τις δάφνες της παραγωγής του υπερπετυχημένου "Shout At The Devil" των Mötley Crüe, δεν τόλμησε καν να πατήσει το πόδι του μέσα στο στούντιο των Guns N' Roses, εξαιτίας της αποστροφής που του προκάλεσε η ένταση του ήχου της μπάντας. Έφτασε ως την πόρτα και, με το βουητό στα αυτιά, έκανε μεταβολή και από 'δω παν κι άλλοι. Ο Paul Stanley, ο αστρομάτης τραγουδιστής των Kiss, απερρίφθη με στόμφο, όταν υποβάλλοντας -ή επιβάλλοντας- την υποψηφιότητά του, τόλμησε να δηλώσει ότι ήθελε να «ξαναγράψει» το "Welcome To The Jungle", ώστε να του προσφέρει μια πιο «αξιομνημόνευτη» υφή. Ο Manny Charlton, κιθαρίστας των Nazareth, κέρδισε τη συμπάθεια της μπάντας, αλλά απέτυχε να βρει την ιδιαίτερη δυναμική του ήχου που αναζητούσαν τα μέλη της.

Ο «χορός» των παραγωγών συνεχίστηκε με ζήλο, μέχρι τη μέρα που επελέγη ο Mike Clink, για τον απλό και σαφή λόγο, κατά τας δηλώσεις, ότι δεν προσπαθούσε να τροποποιήσει τον ήχο των Guns N' Roses και τον συλλάμβανε με την πιο ζωντανή πιστότητα. Έστω κι αν μοιάζει υπερβολικό, είναι σαφές ότι η αλχημεία των πέντε μουσικών παρήγαγε εκείνη την εποχή -και για όσο άντεξαν να συνυπάρχουν- αστείρευτη και πηγαία μαγεία. Η δημιουργία είναι ευτυχής σύμπτωση ανθρώπων και στιγμών. Σε μια απλή κιθαριστική άσκηση ξεμουδιάσματος των δακτύλων του Slash, ο Izzy Stradlin άκουσε το riff του "Sweet Child O' Mine" και η μανιασμένη αλληλεπίδραση των εμπνεύσεων γέννησε το τραγούδι που συγκινεί το σβέρκο και δίνει ρυθμό στις καρδιές, όσο πολύ λίγα.

Μια βρωμιάρα πραγματικότητα είναι αποτυπωμένη στη θεματολογία των τραγουδιών. Από την αντιχλιδή rock βίων, αναβλύζει το φθηνό υπεραλκοολούχο κρασί «Night Train» ("Nightrain"), η φρικτή ζωή της Michelle Young, παιδικής φίλης του Slash και ερωμένης του Axl Rose ("My Michelle"), η ναρκομανής «πριγκίπισσα» της υπόγειας σκηνής ονόματι Barbie ("Rocket Queen"), ο τραγικός «εορτασμός» του πόθου για την ηρωίνη ("Mr. Brownstone"). Μουσική σα λεπίδα, που κόβει την αθωότητα του "Paradise City", από τη βλοσυρότητα του "Welcome To The Jungle". Στους ρυθμούς του Steven Adler, ο punkογενής Duff McKagan στήνει, με το μπάσο του, την ιδανική βάση για το θεαματικό κιθαριστικό δίδυμο των Slash και Izzy Stradlin. Η μοναδική και πολυδιάστατη φωνητική ερμηνεία του Axl Rose πάγωσε τη μουσική ιστορία και κανείς άλλος δεν κατάφερε ούτε καν να την αντιγράψει.

Χωρίς μπαλάντα, παρότι το "November Rain" και το "Don't Cry" είχαν ήδη «γραφτεί», αλλά δε συμπεριλήφθηκαν, το "Appetite For Destruction" έγδαρε τα τύμπανα εκατομμυρίων αυτιών, σα μουσική αποτύπωση του ομώνυμου πίνακα του Robert Williams, ο οποίος κοσμούσε αρχικά το εξώφυλλό του - πριν αντικατασταθεί και μεταφερθεί στο εσώφυλλο, κατόπιν διαμαρτυρίας της Tripper Gore και του πατερναλιστικού λόμπι της PMGC.

Αυτό που, με παιδαριώδες χαμόγελο, σα χάχες, αποκαλούμε «πολύ ροκ» θέλει και το πικάντικο κουτσομπολιό του. Αν δεν έφτασαν τα παραπάνω, ιδού άλλο ένα. Θέλοντας να εμπλουτίσει τη δραματικότητα της μουσικής «γέφυρας» του "Rocket Queen", μεθυσμένος, ο Axl Rose ηχογράφησε τα παθιασμένα βογκητά της νεαρής στριπτιτζούς Adrianna Smith, καθώς ερωτοτροπούσε μαζί της, μέσα στο στούντιο, και εμείς έχουμε την τιμή να τα ακούμε στην τελική μίξη του άλμπουμ. Yowza!

  • SHARE
  • TWEET