Dire Straits

Dire Straits

Vertigo (1978)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 26/03/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Παρατηρώντας τη μουσική Ιστορία από μία απόσταση, είναι εύκολο να ξεχάσεις τη συγκυρία της εποχής και την εξέλιξη του rock μέσα στις δεκαετίες. Σε αυτό βέβαια συντελεί και η, εύκολη για τα ραδιόφωνα και τα δισκάδικα, άστοχη κατά τα άλλα, κατηγοριοποίηση - τσουβάλιασμα που συντελείται υπό την ετικέτα του classic rock. Υπό αυτό το πρίσμα, οι Jefferson Airplane εξισώνονται με τους Roxy Music και οι MC5 μπορει να συνορεύσουν με τους Asia. Κάπως έτσι είναι εύκολο να παρανοήσει κανείς ότι οι Dire Straits ήρθαν σε μία εποχή που αυτό που αποφάσισαν να παίξουν ήταν ήδη τόσο παλιό ώστε να θεωρείται ξεπερασμένο, αλλά όχι αρκετά παλιό ώστε να χαίρει κάποιας νοσταλγικής εκτίμησης.

Το 1978 στη Βρετανία ήδη η νεολαία ασχολούταν όλο και περισσότερο με το punk που κέρδιζε σε δημοφιλία και αυθεντικότητα απέναντι στα απομεινάρια των μεγάλων συγκροτημάτων της πρώτης και δεύτερης γενιάς του rock. Από την άλλη, ο σκληρότερος ήχος συγκροτημάτων όπως οι Rainbow και οι UFΟ δεν βρισκόταν πλέον στα καλύτερά του και θα ανέμενε λίγα ακόμα χρόνια μέχρι να ανανεωθεί, να σκληρύνει ακόμα περισσότερο και να διαμορφωθεί το heavy metal όπως το αναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να βγει ένα νέο συγκρότημα που θα παίξει rock απενοχοποιημένα μελωδικό, groovy σε βαθμό χορευτικό, με blues αναφορές και εμβληματικό κιθαρίστα, δεν ήταν σε καμία περίπτωση εκ του ασφαλούς κίνηση, αλλά και ούτε κάτι που θα του συγχωρούταν ποτέ.

Έκτοτε οι Dire Straits θα παραμένουν πολύ φλώροι για τους σκληρούς, πολύ μεταγενέστεροι για τους κλασικούς, πολύ εμπορικοί για τους ποιοτικούς, αλλά και πολύ αγαπητοί σε όλους τους άλλους. Πώς; Με δύο βασικούς τρόπους που είναι εμφανείς σε υπερθετικό βαθμό στον πρώτο δίσκο τους. Είχαν ξεχωριστή ταυτότητα και ποιοτικές συνθέσεις, αμφότερα στοιχεία που θα πρέπει να αποδοθούν στον de facto ηγέτη και ιθύνων νου του συγκροτήματος, Mark Knopfler. Παραμένει μέχρι τώρα παράδειγμα μουσικού που δεν τον καθιερώνει η όποια, αδιαμφισβήτητη, ικανότητά του στην κιθάρα, αλλά το προσωπικό του στυλ και ο χαρακτηριστικός του ήχος που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεμάτο vibrato, τον καθαρό του ήχο και τον «τσιμπητό» τρόπο παιξίματος της ηλεκτρικής με τα δάχτυλά του αντί πένας.

Αρκετά επηρεασμένος από τον τρόπο που παίζεται το μπάντζο, αποκαλύπτει από νωρίς μία αγάπη για την country μουσική αλλά και τα μπλουζ του νότου, με την slide να αναδεικνύει αρκετά τραγούδια. Αυτό, μαζί με έναν εθιστικό ρυθμό, είναι πολλές φορές αρκετό να δημιουργήσει άμεσα ερωτεύσιμες συνθέσεις. Στον εν λόγω δίσκο το "Southbound Again" και το "Setting Me Up" είναι χαρακτηριστικά και βασίζονται στην απλή αυτή αρχή. Αν όμως αυτό είναι το ένα κρατούμενο, το έτερο βρίσκεται στη συνθετική διαύγεια του Knopfler που ξεκινάει συνήθως από mid-tempo συνθέσεις που αναπνέουν και αναπτύσσονται χαλαρά μέσα από τις φράσεις της κιθάρας και την εκφραστικότητά της -εμφανώς Dylan-ικής- φωνής του, για να καταλήξουν τυλιγμένες σε ένα μελωδικό πέπλο που είναι εθιστικό αν και συχνά αγνοεί επιδεικτικά τη μανιέρα του ρεφρέν.

Και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν τουλάχιστον πέντε εδώ. Τα "Down To The Waterline", "Six Blade Knife" και "Water Of Love" θα γίνουν σταδιακά επιτυχίες για τους Dire Straits όταν εκ των υστέρων πολλοί θα ανακαλύψουν την πρώτη δουλειά τους. Το "In The Gallery" θα παραμείνει λίγο ως πολύ αδικημένο μέχρι σήμερα, παρότι συγκεταλέγεται στις μεγάλες στιγμές του άλμπουμ. Φυσικά, όμως, η κορωνίδα στην καριέρα των Dire Straits δεν είναι άλλη από το "Sultans Of Swing".

Αν και ως single κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1978, έπρεπε να μπει ο επόμενος χρόνος για να γίνει σταδιακά μόνιμη ακρόαση στο αμερικάνικο και αργότερα το βρετανικό ραδιόφωνο, φτάνωντας τελικά ως το νούμερο 8 των charts της χώρας του. Εμπνευσμένο από μία jazz μπάντα που έπαιζε σε ένα άδειο μπαρ του Λονδίνου, έμελλε να γίνει ένα από τα πιο πολυδοξασμένα άσματα του classic rock (η ομαδοποίηση που λέγαμε).

Ήδη από τον δίσκο αυτό έχει γίνει φανερό ότι οι υπόλοιποι μουσικοί (o αδερφός του Mark, David, στη ρυθμική, ο μπασίστας John Illsley και ο Pick Wither στα τύμπανα) ήταν περιφεριακοί, παρόλα αυτά θα κρατήσουν ακριβώς την ίδια σύνθεση για άλλον έναν δίσκο μέχρι να αποχωρήσει ο αδερφός προς χάριν της προσθήκης πλήκτρων. Μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες θα ακολουθήσουν μαζί με την εποχή των synthesizer, των πνευστών και του MTV αλλά αυτός ο πιο γυμνός ήχος του ντεμπούτο τους πιάνει καλύτερα από κάθε άλλο την ουσία, τον πυρήνα του συγκροτήματος και αποτελεί, για αυτό, την πιο ολοκληρωμένη δουλειά τους. Υπάρχει φυσικά και η πρώτη πλευρά του "Love Over Gold" του 1982, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία...
  • SHARE
  • TWEET