Bruce Springsteen

Nebraska

Columbia (1982)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 28/05/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Τί είναι αυτό που κάνει τον Bruce Springsteen το σπουδαιότερο rock μουσικό που βγήκε τα τελευταία 40 χρόνια; Οπωσδήποτε υπάρχει μια πρώτη ύλη από ιστορικούς δίσκους με υπέροχα κομμάτια που είναι χτισμένα πάνω σε συγκλονιστικές ιστορίες και πειστικότατες ερμηνείες, ενώ είναι γνωστό σε όλους ότι οι ζωντανές του εμφανίσεις είναι μοναδικές και μένουν αξέχαστες σε όποιον έχει την τύχη να τον δει να παίζει ζωντανά με τη θρυλική E Street Band. Παρ' όλα αυτά, ο καθοριστικός παράγοντας που του έχει χαρίσει το προσωνύμιο "The Boss" είναι η σκληρότητα των «καρυδιών» του. Και ποιά καλύτερη απόδειξη αυτής της ξακουστής ανθεκτικότητας από το "Nebraska" (1982), έναν από τους πιο «γενναίους» δίσκους που είχε το θάρρος να κυκλοφορήσει ποτέ καλλιτέχνης της πρώτης γραμμής.

Ο έκτος δίσκος του κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1982 με τη μορφή μιας συλλογής demo ηχογραφήσεων που είχαν γίνει στην κρεβατοκάμαρά του σπιτιού του, τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς. Ως μέσο ηχογράφησης χρησιμοποιήθηκε ένα τετρακάναλο φορητό κασετόφωνο (Portastudio Tascam). Μπορεί σήμερα να είμαστε συνηθισμένοι σε lo-fi (ή εντέχνως επιμελημένες lo-fi) κυκλοφορίες, αλλά το 1982 κάτι τέτοιο ήταν πολύ πέρα από τα καθιερωμένα. Μόνο εάν ανατρέξουμε στα δεδομένα της εποχής εκείνης είναι δυνατόν να συνειδητοποιήσουμε το πόσο μεγάλη έκπληξη αποτέλεσε το "Nebraska".

Ο Bruce προερχόταν από μια παγκόσμια περιοδεία που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, ως συνέχεια του "The River" (1980) που ήταν ο πρώτος του #1 δίσκος. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας αυτής, άλλαξε οριστικά το status του, αναβαθμιζόμενος από cult φιγούρα σε αστέρι πρώτου βεληνεκούς που γέμιζε στάδια (και πορτοφόλια). Πλέον, είχαν (επιτέλους) επαληθευθεί οι προβλέψεις όσων είχαν πιστέψει σε αυτόν σχεδόν μια δεκαετία πριν. Το φθινόπωρο του 1981, με το τέλος της εν λόγω περιοδείας, αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Colts Neck του New Jersey για να «αποσυμπιεστεί», γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι όλοι περίμεναν από αυτόν να συνεχίσει στο δρόμο της απόλυτα πετυχημένης συνταγής των τριών προηγούμενων άλμπουμ του ["Born To Run" (1975), "Darkness On The Edge Of Town" (1978) και "The River" (1980)]. Πράγματι, ο δίσκος που όλοι περίμεναν από αυτόν θα ερχόταν (το "Born In The U.S.A." του 1984), αλλά όχι ακόμη.

Το 1982 ήταν η ώρα για το λιτό "Nebraska", το οποίο κάθε άλλο παρά προσχεδιασμένο ήταν. Αντιθέτως, στις προθέσεις όλων ήταν η δημιουργία ενός ακόμη δίσκου με τη συνήθη συνοδεία της E Street Band κι έτσι δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η μορφή του έκτου άλμπουμ του Αφεντικού ήταν προϊόν συμπτώσεων. Το μόνο που ήθελε ο Bruce ήταν να αποφύγει τις χρονοβόρες ηχογραφήσεις στο studio, καθώς οι τρεις προηγούμενοι δίσκοι του είχαν απαιτήσει μεγάλα, άκρως κουραστικά, διαστήματα για να ολοκληρωθούν.  Έτσι, θεώρησε ότι εάν πήγαινε να συναντήσει την μπάντα στο studio έχοντας στη διάθεσή του demos των κομματιών θα κατάφερνε να μειώσει τους χρόνους αυτούς.

Η ειρωνεία είναι ότι η προσέγγιση αυτή είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Τα τραγούδια πράγματι ηχογραφήθηκαν με την μπάντα, αλλά τόσο ο ίδιος, όσο κι οι υπόλοιποι που ενεπλάκησαν στην παραγωγή ένιωσαν ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό. Ήδη από τις πρώτες ηχογραφήσεις φάνηκε ότι κάτι έλειπε. Η ατμόσφαιρα απελπισίας που είχε καταφέρει να αιχμαλωτίσει ο Bruce με τα ελάχιστα μέσα που συνόδευσαν τις πρόχειρες ηχογραφήσεις στην κρεβατοκάμαρά του, ήταν αδύνατον να αναπαραχθεί από οποιαδήποτε μπάντα.

Έτσι, πάρθηκε η -πρωτοφανής για τα δεδομένα της δισκογραφίας της εποχής- απόφαση να κυκλοφορήσει ο δίσκος, όπως τον ηχογράφησε ο Bruce στο σπίτι του, με τις ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις. Υπό αυτή την έννοια, το "Nebraska" θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ο πρώτος δίσκος του άσημου και πολλά υποσχόμενου νεαρού Springsteen, όπως τον περίμενε η Columbia όταν τον ενέτασσε στο δυναμικό της περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα, θεωρώντας ότι βρήκε τον «vέο Dylan».

Όπως έχει δηλώσει κι ίδιος σε συνέντευξή του στο Rolling Stone, η κασετούλα στην οποία ηχογραφήθηκε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως το υπέροχα απελπισμένο lo-fi "Nebraska" πηγαινοεργόταν επί δύο εβδομάδες «πεταμένη» στην τσέπη του (και μάλιστα δίχως θήκη) μέχρι, αυτός κι οι συνεργάτες του, να συνειδητοποιήσουν, ότι τα συγκεκριμένα τραγούδια μπορούσαν να κυκλοφορήσουν μόνο σε αυτήν την πρωτόλεια μορφή. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης ηχητικής παραμόρφωσης που ήταν φυσικό επακόλουθο του τρόπου ηχογράφησης και της κακομεταχείρισης που υπέστη η «πηγή», υπήρξαν πάρα πολλές τεχνικές δυσκολίες κατά τη μεταφορά του περιεχομένου της κασσέτας σε μήτρα βινύλιου. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, το όλο εγχείρημα φαινόταν τόσο δύσκολο που φαινόταν όλο και πιθανότερη η εναλλακτική λύση να κυκλοφορήσουν τα τραγούδια αποκλειστικά σε κασέτα.

Στο "Nebraska", ο Springsteen εγκαταλείπει τις rock & roll περιπλανήσεις του για χάρη μιας απόκοσμης, κατατρεγμένης folk που ξεχειλίζει από απόγνωση και κυνισμό της στυγνής πραγματικότητας. Πρόκειται για το πορτραίτο μιας τραυματισμένης, αλλά πάντοτε αδηφάγου Αμερικής που ταΐζει τη μηχανή της καταναλώνοντας τα όνειρα του λαού της. Καταθλιπτικά τραγούδια με πρωταγωνιστές απελπισμένους ανθρώπους (πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται στη λάθος πλευρά του Νόμου) που είναι εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδες καταστάσεις. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται προέρχεται από το λεξικό της folk του Woody Guthrie με ένα στυλ σκόπιμα παλιομοδίτικο. Οι ερμηνείες είναι γυμνές μέχρι το κόκκαλο και μοιάζουν επίπεδες, αλλά είναι πέρα για πέρα ειλικρινείς και συμπονετικές. Δίχως αμφιβολία είναι ο πιο ευθύς, τολμηρός κι ανατριχιαστικός δίσκος στο πανίσχυρο δισκογραφικό οπλοστάσιο του Springsteen (των δέκα #1 δίσκων, μην ξεχνάμε).

Οπωσδήποτε και το "Darkness On The Edge Of Town" μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ένας «σκοτεινός» δίσκος, ενώ και στο "The River" υπάρχει αρκετό υλικό που μπορεί να ενταχθεί σε αυτήν την κατηγορία, παρ' όλα αυτά, το "Nebraska" δεν είναι απλά ένα σκληρό άλμπουμ, είναι ένα έργο που αποτελεί σπουδή στην ωμή απελπισία. Εδώ οι αχτίδες ελπίδας που τόσο συχνά συναντάμε στα τραγούδια του Springsteen απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά. Για αυτό ακριβώς έχουν επιπρόσθετη σημασία όταν σπάνια αχνοφαίνονται.

Με μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κεντρικό θέμα του άλμπουμ είναι το τι συμβαίνει όταν οι ζωές εκτροχιάζονται και τίποτε δεν εξελίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο. Ο δίσκος βρίθει από ιστορίες κατατρεγμένων κι απόκληρων. Υπάρχουν ακόμη κι ιστορίες στυγερών δολοφόνων, όπως αυτή του εναρκτήριου, ομότιτλου track, η οποία δίνεται απογυμνωμένη με μια ακουστική κιθάρα και μια φυσαρμόνικα. Στο κομμάτι αυτό ο Springsteen βάζει τον εαυτό του στη θέση του κατά συρροήν δολοφόνου Charlie Starkweather και ψελίζει: «I can't say that I’m sorry for the things that we done / At least for a little while, sir, me and her we had us some fun». Αξίζει να σημειωθεί ότι τα φονικά του Starkweather αποτελούν αντικείμενο της ταινίας "Badlands" (1973) του Terrence Malick, ενώ και το εναρκτήριο track στο "Darkness On The Edge Of Town" έχει τον ίδιο τίτλο.

Γνωστότερο και πιο πολυδιασκευασμένο κομμάτι του "Nebraska" είναι το "Atlantic City". Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό πορτραίτο μιας Αμερικής σε αναβρασμό. Το αμερικανικό όνειρο μοιάζει πνιγμένο μέσα στην ανεργία και τη βία κι όλοι είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να βγουν από το βάλτο. Οι στίχοι μιλάνε από μόνοι τους:

«Now I been looking for a job but it's hard to find
Down here it's just winners and losers and don't get caught on the wrong side of that line
Well I'm tired of comin' out on the losin' end
So honey last night I met this guy and I'm gonna do a little favor for him»

Μπορεί στα πρώτα -κυρίως- κομμάτια του δίσκου να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για ένα άλμπουμ στο οποίο πρωταγωνιστούν κακοποιοί, αλλά μια πιο προσεκτική καταμέτρηση αποδεικνύει ότι οι έντιμοι χαρακτήρες είναι περισσότεροι. Η λύτρωση, ωστόσο, δεν φαίνεται στον ορίζοντα ούτε για αυτούς, καθώς όσο κι αν μοχθούν για να εξοφλήσουν τα χρέη τους, όσο κι αν πορεύονται στη ζωή με εντιμότητα, τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται κι η απόγνωσή μεγαλώνει διαρκώς, συνδέοντας τους με εκείνους που έχουν εγκλωβιστεί στην παρανομία.

Ο τίτλος του "Mansion On The Hill" που ακολουθεί προέρχεται από τους στίχους του Van Morrison στο "Cyprus Avenue". Στο κομμάτι αυτό, ο Bruce κάνει βουτιά στην παιδική του ηλικία και διηγείται με τα μάτια ενός παιδιού. Ο πατέρας του τον πηγαίνει να χαζέψει μια έπαυλη, όχι για να ιντριγκάρει τη φιλοδοξία του μικρού, αλλά για να του δείξει κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να γίνει δικό του. Στην τελευταία στροφή το αγόρι έχει γίνει πια ενήλικας και πλέον μοιάζει να έχει αποδεχθεί ότι ο πλούτος θα παραμένει πάντοτε στα χέρια των πλουσίων.

Στο "Johnny 99" η διήγηση αφορά στην ιστορία ενός υπερχρεωμένου τύπου, που λίγο αφού έκλεισε το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε, δολοφόνησε έναν νυχτοφύλακα πάνω στο μεθύσι της απελπισίας του. Βρισκόμαστε στο δικαστήριο και μόλις του έχει επιβληθεί ποινή 99 χρόνων. Η μητέρα του καταρρέει, αλλά η αξιοπρέπεια του τραγικού ήρωα δε χάνεται. Στην τελευταία του δήλωση ζητάει από το δικαστή να το ξανασκεφτεί κι αντί για κάθειρξη να του επιβάλλει την ποινή του θανάτου.

Στο "Highway Patrolman" συνεχίζεται η παρουσίαση μιας Αμερικής εγκλωβισμένης στην παρανομία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν (τίμιο κατά τα άλλα) αστυνομικό που αναγκάζεται να κάνει τα στραβά μάτια κάθε φορά που ο «σκάρτος» αδελφός του παραβιάζει τον Νόμο.

«I always done an honest job / As honest as I could  
I got a brother named Franky and Franky ain't no good
[...]
Well if it was any other man / I'd put him straight away
But when it's your brother sometimes you look the other way»

Προτάσσοντας τους απαράβατους (για τον ίδιο) οικογενειακούς δεσμούς, παραμερίζει και διακινδυνεύει τη σταδιοδρομία του. Στο ρεφρέν (υπάρχουν μόλις τρία ρεφρέν στον δίσκο παρεμπιπτόντως) βρίσκουμε μια από τις πιο ζωντανές εικόνες στη δισκογραφία του Springsteen.

«Me and Franky laughin' and drinkin' / Nothing feels better than blood on blood
Takin' turns dancin' with Maria / As the band played "Night Of The Johnstown Flood"»

Ακολουθεί το "State Trooper", όπου ένας έντρομος φυγάς («License, registration, I ain't got one, but I got a clear conscience 'bout the things that I done») προσπαθεί να γλιτώσει από την τσιμπίδα του Νόμου. Η αφήγηση είναι ολοζώντανη. Με έναν μονότονο ρυθμό νιώθεις το αυτοκίνητο να καταβροχθίζει τα χιλιόμετρα. Η μεταφορά της αγωνίας του φυγά καθώς λαχανιασμένος εκλιπαρεί «Mister state trooper, please don't stop me...» και το γρύλλισμά του είναι το κάτι άλλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή του "Nebraska" ο Bruce αγαπούσε ιδιαίτερα το "Frankie Teardrop" από το ντεμπούτο των Suicide κι είναι εμφανής η επιρροή του εν λόγω κομματιού στο "State Trooper".

Οι λιγοστές νότες αισιοδοξίας που υπάρχουν στα δέκα κομμάτια του δίσκου είναι αφελείς και μοιάζουν κενές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Used Cars", στο οποίο ο Bruce (ξαναγυρίζει στην παιδική του ηλικία, όπως στο "Mansion On The Hill" και) θυμάται τον πατέρα του να μοχθεί δουλεύοντας σκληρά κάθε μέρα για να καταφέρει να αγοράσει μια μεταχειρισμένη σακαράκα κι ορκίζεται (λες και είναι στο χέρι του):

«Mister, the day the lottery I win
I ain't gonna ride in no used car again»

Υπάρχουν δύο στιχάκια που επαναλαμβάνονται σε δύο κομμάτια κι αποτελούν κομβικά σημεία του δίσκου. Το «I got into deep and I could not pay» ακούγεται στο "Atlantic City" κι επανέρχεται ως «I got debts that no honest man could pay» στο "Johnny 99", ενώ το «Deliver me from nowhere» υπάρχει αυτούσιο στο τέλος τόσο του "State Trooper" όσο και του "Open All Night".

Στο "Reason To Believe" που κλείνει τον δίσκο, η ατυχία κι ο συνεπακόλουθος πόνος χτυπάνε κόκκινο. Ένας τύπος πάνω από έναν ψόφιο σκύλο, μια παρατημένη σύζυγος κι ένας γαμπρός στην εκκλησία να περιμένει μάταια μια νύφη που δεν πρόκειται να εμφανιστεί. Μια σειρά από ήρωες, ο ένας πιο τραγικός απ’ τον άλλο. Παρ’όλα αυτά εδώ υπάρχει κάτι που (σχεδόν) απουσιάζει από τα προηγούμενα εννιά κομμάτια. Εδώ υπάρχει πίστη κι ελπίδα.

«At the end of every hard earned day people find some reason to believe»

Οι χαρακτήρες αυτοί είναι άκρως αξιόπιστοι μάρτυρες της χειρότερης πλευράς της ζωής, ωστόσο, πάνω από τις κουρελιασμένες τους ζωές αιωρείται μια ακατανίκητη πίστη για ένα καλύτερο αύριο. Κανονικά, μέσα σε τόση συμφορά δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να αισθανθούν τίποτε θετικό, αλλά για κάποιον ανεξήγητό (όσο και υπερβατικό) λόγο, μια αχνή αχτίδα φωτός έρχεται να τους δώσει δύναμη να συνεχίσουν. Ή όπως λέει το ρεφρέν του υπέροχου "Atlantic City":

«Everything dies, baby that's a fact  
But maybe everything that dies some day comes back
Put your makeup on, fix your hair up pretty
And meet me tonight in Atlantic City»

Το πόσο καθοριστικός υπήρξε ο δίσκος αυτός αποδεικνύεται από τις πάμπολλες διασκευές που έχουν γίνει στα κομμάτια του. Το 1983, μόλις ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, ο τεράστιος Johnny Cash κυκλοφόρησε το "Johnny 99", ένα άλμπουμ που περιείχε διασκευές σε δύο από τα κομμάτια του "Nebraska", τα "Johnny 99" και "Highway Patrolman". Ο Cash συμμετείχε και στο "Badlands - A Tribute To Bruce Springsteen's Nebraska" (2000), όπου μια σειρά από πρωτοκλασσάτους καλλιτέχνες διασκεύασαν τα κομμάτια του δίσκου παραμένοντας πιστοί στο λιτό ύφος των πρωτότυπων ηχογραφήσεων.

Μπορεί το "Nebraska" να μην πούλησε όπως τα τρία προηγούμενα άλμπουμ του (τελικά δεν πήγε καθόλου άσχημα φτάνοντας στο #3 του Billboard 200, ενώ έχει γίνει και πλατινένιο) ή το "Born In The U.S.A." που ακολούθησε, αλλά έτυχε πολύ μεγάλης κριτικής αποδοχής (Album Of The Year για το Rolling Stone που το έχει και στην 224η θέση στα σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών) και επηρέασε όσο λίγοι δίσκοι της δεκαετίας του 1980. Θεωρείται ορόσημο του lo-fi ήχου κι οπωσδήποτε αποτελεί το απόλυτο σημείο αναφοράς για όλα εκείνα τα indie και alt-country ονόματα που έχουν ξεπηδήσει από τα τέλη των 80s και μετά.

Έστω κι αν εμπεριείχε υψηλό ρίσκο από εμπορικής πλευράς, την ίδια στιγμή αποτέλεσε και μια ιδιοφυή κίνηση από τακτικής πλευράς. Αποσυμπίεσε ιδανικά τον δημιουργό του και τον κράτησε μακριά από την αδυφάγο όρεξη της rock βιομηχανίας (έχει πνίξει τόσους και τόσους) που απαιτεί κάθε κυκλοφορία να είναι μεγαλύτερη και λαμπρότερη από την προηγούμενη. Λίγο ως πολύ το «πικρό» "Darkness On The Edge Of Town" που ακολούθησε το ξεπέταγμα του make-or-brake "Born To Run" ενσωματώνει πολλά στοιχεία αυτής της προσέγγισης, αλλά ήταν με το "Nebraska" που «τελειοποίησε» αυτήν την τακτική για να την παραδώσει στον εαυτό του [π.χ. το "Devils And Dust" (2005) μετά το κολοσσιαίο "The Rising" (2002)] και στις επόμενες γενιές μουσικών.
  • SHARE
  • TWEET