Blue Cheer

Vincebus Eruptum

Philips (1968)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 17/04/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν είναι εύκολο να φανταστούμε τι σήμαινε η κυκλοφορία ενός τέτοιου δίσκου το 1968 (Γενάρη παρακαλώ, σχεδόν 1967 δηλαδή). Θα πρέπει να μπούμε στη θέση του ανυποψίαστου ακροατή του οποίου τα αυτιά το σκληρότερο άκουσμα το οποίο είχαν συλλάβει ήταν ο πρόσφατα αναγνωρισμένος Jimi Hendrix με τους Experience. Ακόμα κι αυτός είχε μόλις πριν λίγους μήνες σημαδέψει το καλοκαίρι που είχε περάσει (και έμεινε στην ιστορία ως το «καλοκαίρι της αγάπης») βάζοντας φωτιά στην κιθάρα του στη σκηνή του Monterey Pop Festival.

Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι ακριβώς 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το "Vincebus Eruptum" όχι μόνο δεν έχει χάσει ίχνος από τη φρεσκάδα του, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο θορυβώδη ακούσματα που μπορούν να ταλαιπωρήσουν τα ηχεία σας, τους γείτονες και ίσως τους γονείς σας (αν δεν βρήκατε την αυθεντική κόπια του άλμπουμ κάπου στη δικιά τους δισκοθήκη δηλαδή).

Φυσικά η επίδραση του προαναφερόμενου Τζιμάκου είναι καταλυτική και ξεχειλίζει από κάθε νότα του δίσκου. Σα να μας το αναγγέλλουν εξαρχής και οι ίδιοι οι Blue Cheer, ο δίσκος ξεκινά με το riff του "Foxy Lady" για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε μία μανιασμένη εκδοχή του "Summertime Blues" του Eddie Cochran. Με αυτό το τραγούδι οι Blue Cheer θα κάνουν τη μεγαλύτερη επιτυχία τους, η οποία βέβαια -τουλάχιστον εμπορικά- δε βρήκε συνέχεια στα επόμενα χρόνια. Όχι άδικα, το τραγούδι αυτό θεωρείται ο προπομπός του heavy metal και το πρώτο stoner κομμάτι (φυσικά οι όροι αυτοί θα προκύψουν πολύ αργότερα).

Η μεγάλη διαφορά των Blue Cheer σε σχέση με τα υπόλοιπα ψυχεδελικά συγκροτήματα της Δυτικής ακτής είναι ότι οι επιρροές τους έρχονται απευθείας από τα blues και το rock 'n' roll, αντί να περνάνε μέσα από τη folk ή την jazz. Προσθέτοντας σε αυτό το ότι μοναδική επιδίωξή τους είναι να παίξουν διασκεδαστικό, δυνατό, δυνατό και δυνατό rock γυρνώντας τους ενισχυτές στο 11, δεν είναι δύσκολο να περιγράψεις την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Η σχέση τους με την ψυχεδέλεια αρχίζει και τελειώνει με το γεγονός ότι ο δίσκος είναι πνιγμένος στο fuzz και την παραμόρφωση, ενώ τα (κατ' ευφημισμόν) τραγούδια είναι κατά βάση χαλαρές στη δομή τους συνθέσεις που αποτελούν πρώτης τάξεως ευκαιρίες για καταιγισμό riffs και ανελέητο jamάρισμα.

Εκ των 6 μόλις κομματιών του δίσκου, μόνο τρία είναι δικά τους, ενώ στις διασκευές, πέραν του "Summertime Blues", θα βρούμε το "Rock Me Baby" του B.B. King και το "Parchmant Farm" του Mose Allison. Ειδικά το τελευταίο περισσότερο από τους στίχους παρά από τη μουσική αναγνωρίζεται. Η σύνθεση, που θεωρείται και κλασική, των Peterson / Whaley / Stephens, σε μπάσο-φωνή, τύμπανα και κιθάρα αντίστοιχα, δείχνει εδώ εξαιρετικά δεμένη και καταφέρνει να αποτυπώσει τη δυναμική της στις χαρακιές του βινυλίου. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το ότι η ηχογράφηση έγινε live στο στούντιο.

Βέβαια οι Blue Cheer κάθε άλλο παρά δεξιοτέχνες θα πρέπει να θεωρούνται. Σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ το παίξιμό τους ακούγεται κάπως «τσαπατσούλικο» και «αφελές», ενώ η ανώριμη ακόμα φωνή του Peterson περισσότερο κραυγάζει παρά τραγουδάει. Χρησιμοποιώντας όμως έξυπνα τις αδυναμίες τους ως αρετές τους, οι Blue Cheer καταφέρνουν να παραδώσουν μαθήματα έντονου και δυναμικού παιξίματος, υπηρετώντας το όραμά τους και επιβάλλοντας τον ήχο τους ως το πρωταρχικό στοιχείο. Καθόλου άδικα αν αναλογιστούμε το πόσους επηρέασε και πόσοι τον κόπιαραν και συνεχίζουν να το κάνουν.

Δυστυχώς η συνέχεια για τους Blue Cheer δε θα είναι το ίδιο καλή. Οι συνεχείς αλλαγές στη σύνθεσή τους και ειδικότερα στη θέση του κιθαρίστα, καθώς και οι διάφοροι πειραματισμοί (παρουσιάστηκαν και ως κουαρτέτο με πλήκτρα για ένα διάστημα), θα τους περιορίσουν σε μόλις έναν αντάξιο διάδοχο του εν λόγω δίσκου, το "Outsideinside" της ίδιας χρονιάς. Ευτυχώς για τους φίλους της μπάντας τα ευχάριστα ήρθαν το 2007 όταν μετά από τη σποραδική δισκογραφική παρουσία προηγούμενων ετών, και με τους Peterson και Whaley από την αρχική σύνθεση, κυκλοφόρησαν το πολύ καλό "What Doesn't Kill You", το οποίο αποτελεί μία αντάξια του ονόματός τους επιστροφή. Το κυριότερο όμως, αποτέλεσε μία αφορμή για να βγουν στο δρόμο, ο οποίος θα τους φέρει και από τα μέρη μας για πρώτη φορά (την Κυριακή, 20 Απριλίου, στο Κύτταρο). Η συνέχεια θα δοθεί επί της σκηνής λοιπόν.

  • SHARE
  • TWEET