Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Φοβάμαι

Minos (1982)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 28/02/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Το ότι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αποτελεί την επιτομή του rock star, όπως αυτή υιοθετήθηκε και προσαρμόστηκε στα ελληνικά πρότυπα, με ό,τι καλό και κακό αυτό συνεπάγεται, έρχεται πλέον μετά από τόσα χρόνια σαν αξίωμα περισσότερο και λιγότερο μετά από σκέψη. Το ότι είναι και ο πρώτος στόχος όσων θέλουν είτε να μειώσουν και να ειρωνευτούν τη λογική του ελληνόφωνου rock είτε να προβάλλουν μία διαφορετική νοοτροπία για το τι είναι η «ροκιά», επίσης ισχύει. Κάπου μέσα σε αυτόν τον χαμό υπάρχει και η μουσική. Και εδώ τα πράγματα (θα έπρεπε να) είναι πιο αντικειμενικά.

Όταν ο Παπακωνσταντίνου μπήκε στα μουσικά δρώμενα κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '70, το ελληνικό τραγούδι διένυε μία από τις πιο μονόπλευρες περιόδους της ιστορίας του. Υπήρξε, βεβαίως, ιστορική αναγκαιότητα, αλλά το πολιτικό τραγούδι είχε σκεπάσει τα πάντα και είχε ταυτιστεί με την έννοια της αντίστασης και της επαναστατικότητας, λέξεων συνυφασμένων στο εξωτερικό με την rock νοοτροπία. Κατά συνέπεια, η δεξαμενή από την οποία μπορούσε να αντλήσει ο σκληρός ήχος προερχόταν κυρίως από την παλιά σειρά μουσικών (Πουλικάκος, Σιδηρόπουλος, Socrates, Τουρνάς), με ήδη αρκετά χρόνια παρουσίας είτε στη σκηνή είτε στο σανίδι, ενώ η νέα γενιά θα περίμενε την αλλαγή της δεκαετίας για να ξεμυτίσει. Ο Βασίλης (όπως τον αποκαλούν πλέον οι φίλοι), αν και συνομήλικος κάποιων εξ αυτών, τα χρόνια της πρώτης ζύμωσης βρισκόταν στη Γερμανία οπότε, όπως ήταν φυσικό, η είσοδός του στο τραγούδι γίνεται από την οδό των τριών από τους θεωρούμενους μεγάλους δημιουργούς της ελληνικής μουσικής, τους Θεοδωράκη, Μικρούτσικο και Λοΐζο. Και οι τρεις θα αφήσουν το σημαδί τους στον πρώτο του προσωπικό δίσκο (1978) με τίτλο το όνομά του. Οι δύο πρώτοι με συνθέσεις τους, ο τρίτος, μαζί με τον Σαββόπουλο, ως βασικές επιρροές στη φόρμα του τραγουδοποιού και του συνδυασμού ηλεκτρικού και ακουστικού ήχου.

Αν και ο πρώτος δίσκος περιέχει κάποιες εξαιρετικές στιγμές ("Με Τον Bob Dylan" και "Φεύγουν Καράβια", αμφότερα σε μουσική Αντώνη Βαρδή, είναι τα πιο χαρακτηριστικά) δεν παρουσίασε κάτι το καινούργιο. Υπήρξε όμως σημαντικός για δύο λόγους. Καταρχήν γιατί εισήγαγε τον Παπακωνσταντίνου, όχι πλέον ως ένα σπουδαίο λαρύγγι σε δουλειές άλλων, αλλά ως ανεξάρτητο ερμηνευτή. Κατά δεύτερον γιατί εγκαινίασε τη συνεργασία του με τον εξαιρετικό πιανίστα (πληκτρά γενικότερα) και ενορχηστρωτή, Κώστα Γανωσέλλη, συνεργασία που συνεχίστηκε στο "Για Μια Μέρα Ζωής" (1980) του Λοΐζου και που για μεγάλο διάστημα θα είναι ο κρυφός (;) παράγοντας επιτυχίας του.

Είναι λοιπόν ο δεύτερος δίσκος του, το ιστορικό πλέον "Φοβάμαι", που θα κάνει το βήμα παραπάνω και θα εγκαινιάσει την τριλογία (μαζί με τα "Διαίρεση" και "Χαιρετίσματα"), που αποτελεί και τη σημαντικότερη συνεισφορά του στην ελληνική μουσική. Και εδώ οι επιρροές από τον Λοΐζο είναι εμφανείς. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει όταν ερμηνεύονται τρία τραγούδια του;  Το "Σ’ Ακολουθώ" αποτελεί δεύτερη εκτέλεση βασισμένη στο πιάνο αντί της κιθάρας και παρά την αδιαμφισβήτητη ομορφιά της απλότητάς του και την επιτυχία που γνώρισε, εκτιμάται ίσως ως η λιγότερο σημαντική στιγμή του δίσκου. Αντιθέτως, τα "Πρώτη Μαΐου" και "Χαράματα Ομόνοια" αποτελούν τις πρώτες εκτελέσεις τραγουδιών που, πιθανότατα λόγω της διαρκώς επιδεινούμενης κατάστασης της υγείας του συνθέτη δεν μπόρεσαν να συμπεριληφθούν σε δικό του άλμπουμ. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα δύο αυτά τραγούδια έδειχναν το παρελθόν και το (τότε) παρόν του ερμηνευτή. Το "Πρώτη Μαΐου" αποτελεί μία πολιτική μπαλάντα ουσιαστικά, ακουστική, υπέροχη αλλά σίγουρα οχι χαρακτηριστική αυτού που ονομάζεται rock ακόμα και με το πρόθεμα «ελληνικό». Αντίθετα, το "Χαράματα Ομόνοια" (σε στίχους Μανώλη Ρασούλη) έχει διαφορετικό περιεχόμενο τόσο σε μουσικότητα όσο και σε ενορχήστρωση. Παρά τα έγχορδα που ντύνουν τη μελωδία, ο ήχος είναι πιο ηλεκτρικός, τα πλήκτρα σύγχρονα και το μπάσο ζωγραφίζει με έναν ήχο που έγινε σήμα κατατεθέν.

Κάπου εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ο τρίτος παράγοντας επιτυχίας του "Φοβάμαι", που δεν είναι άλλος από έναν από τους καλύτερους μπασίστες που έχει γεννήσει αυτός εδώ ο τόπος, τον Γ. Ζηκογιάννη (μέλος για ένα φεγγάρι των Olympians και των Socrates). Και αυτός γνωριμία από τον τελευταίο δίσκο του Λοΐζου, όπου η εισαγωγή και το παίξιμό του γενικά στο "Κι Αν Είμαι Rock" θα πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια, με το άταστο μπάσο του (ακούγεται για πρώτη φορά στην ελληνική δισκογραφία) χρωματίζει τόσο χαρακτηριστικά τα τραγούδια του Παπακωνσταντίνου που διεκδικεί ρόλο πρωταγωνιστή κοντράροντας ακόμα και αυτόν του τραγουδιστή. Ο συνδυσμός των τριών αυτών (Παπακωνσταντίνου - Ζηκογιάννης - Γανωσέλης) φτάνει στο αποκορύφωμά του σε ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια του ελληνόφωνου rock, τον περίφημο πλέον "Κουρσάρο". Σε στίχους Παύλου Μάτεση και μουσική Λάκη Παπαδόπουλου, είναι οι μελωδικές jazz γραμμές που δημιουργεί το μπάσο και τo σχεδόν fusion solo των πλήκτρων που εξυψώνουν παικτικά το τραγούδι διατηρώντας όμως την απαράμιλλη εμπορικότητά του. Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να μείνει πίσω ο Παπακωνσταντίνου, δίνοντας και αυτός μία συγκλονιστική ερμηνεία που μέχρι και σήμερα αποτελεί αξεπέραστο σημείο σύγκρισης ακόμα και για τον ίδιο.

Ομοίως, η τριάδα αποδίδει άψογα τη διασκευή στο "Sebastian" των Cockney Rebel, με τον Βασίλη να κοντράρεται σε ερμηνεία και θεατρικότητα με τον Steve Harley (δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι κερδίζει στην καθαρότητα και την ένταση της ερμηνείας του) και το ομότιτλο του άλμπουμ τραγούδι όπου πρωταγωνιστούν τα synthesizer και δημιουργούν μία ατμόσφαιρα που, παρότι φανερώνει την εποχή της, δεν ακούγεται μέχρι και σήμερα κιτς. Τη μουσική για το "Φοβάμαι" έχει γράψει ο Γιάννης Ζουγανέλης που είναι υπεύθυνος για τρία ακόμα τραγούδια, τα "Στελλα", "Ο Τρελλός" και "Τσιφτετέλι Αυτόνομον", τα δύο πρώτα σε στίχους Γιώργου Οικονομέα (ναι, του γνωστού σήμερα δημοσιογράφου πρωινών εκπομπών, τότε «ανατρεπτικού» ποιητή/στιχουργού - μία ακόμα υπενθυμιση ότι το παρελθόν είναι αμείλικτο!). Αν και το πρώτο έγινε επιτυχία και ακούγεται μέχρι σήμερα, τα άλλα είναι σαφώς πιο περιπετειώδη και παράτολμα, με ενδιαφέροντες ρυθμούς και ήχους. Δεν χρειάζεται, πλέον, να επαναλάβουμε για το εξαιρετικό παίξιμο του Ζηκογιάννη. Το τραγούδι που συμπληρώνει το άλμπουμ είναι η μελοποίηση από τον Γιάννη Γλέζο του ποιήματος "Πρέβεζα" του Καρυωτάκη, διασκευή ουσιαστικά της εκτέλεσης από τον Θανάση Γκαϋφύλλια με πιο πλούσιο και ηλεκτρικό ήχο.

Είναι δύκολο να κρίνει κανείς εκ των υστέρων την επίδραση του "Φοβάμαι" στην ελληνική δισκογραφία της εποχής του, αλλά είναι σίγουρο ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή (σημείωση: οι Μουσικές Ταξιαρχίες, ο Νικόλας Άσιμος, οι Φατμέ κυκλοφόρησαν τα ντεμπούτο τους λίγο πριν ή λίγο μετά χωρίς κανένας να αγγίξει αυτά τα επίπεδα επιτυχίας) αποτέλεσε τον πιο εμπορικό, ή πιο σωστά, τον μοναδικό εμπορικό δίσκο ελληνόφωνου rock ανοίγοντας τις πόρτες σε πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες.

Οι ενστάσεις πολλών ακριβώς στη λέξη «εμπορικό» είναι δικαιολογημένες μόνο υπό δύο έννοιες: Είτε ότι συγχέουν το μουσικό παρελθόν του Βασίλη Παπακωνσταντίνου με το πολύ φτωχότερο και προχειρότερο παρόν, είτε ότι το εντοπίζουν στη συμπεριφορά του ίδιου του τραγουδιστή που φυσικά ποτέ δεν προσπάθησε να γίνει «underground». Αν, όμως, καταφέρουμε να απομονώσουμε την παραφιλολογία γύρω από το όνομά του, εστιάσουμε στη μουσική αλλά και αποσυνδέσουμε, ακόμα, τους δίσκους του από το άτομό του αφού υπήρξαν προϊόντα συλλογικότερης δουλειάς από πολύ αξιόλογους μουσικούς, δεν μπορεί να μη δούμε το μεγαλείο της κλασικής του τριλογίας που ξεκινάει εδώ.
  • SHARE
  • TWEET