Bad Company

Bad Company

Swan Song (1974)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 26/03/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχουν supergroups των οποίων η αρμονία μας έκανε να ξεχάσουμε αυτή τους την «super» ιδιότητα. Ως προς τη σύνθεση, μισή δόση από Free, ένα τέταρτο Mott The Hoople και ολίγον τι από King Crimson, και η αλχημεία επιτέλους βρήκε μια «αφιλοσόφητη» λίθο και μετέτρεψε το rock σε χρυσάφι.

Οι Bad Company άρχισαν την πορεία τους το 1973, υπό την αιγίδα του μάνατζερ Peter Grant (ο οποίος υπήρξε, μεταξύ άλλων, ο εγκέφαλος πίσω από την καριέρα των Led Zeppelin) και με γιγάντιο ατού την οξειδωμένη χροιά του Paul Rodgers. Μετά από ένα επιτυχημένο single ("Can't Get Enough"), άρχισαν να γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στο πάτριο έδαφος της Αγγλίας και ακόμα μεγαλύτερη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Το καλοκαίρι του 1974, μια ακόμη αδαμάντινη κατάθεση ήρθε να κοσμήσει τις rock δισκοθήκες. Το ομώνυμο άλμπουμ των Bad Company κατάφερε να λουστράρει στοιχεία από Cream και Jimi Hendrix, να τα εμποτίσει με soul και country καθωσπρεπισμούς και να τα παραδώσει στη λιτότητα του λευκού blues / rock. Βγαίνοντας από μια περίοδο πειραματισμών, σημείων και -ιερών- τεράτων, το rock επαναπροσδιορίζει την ουσία του, χάρη στη συνδρομή των Bad Company, μετριάζοντας τις ταχύτητες, κεντρίζοντας με καλαίσθητα ρεφραίν, σκαλίζοντας στο λευκό μάρμαρο του εξωφύλλου αυτό το κάτι, που μια δεκαετία του '80 θα μετατρέψει σε κιτς.

Οκτώ προσωπεία του rock. Σβερκοξεχαρβαλωτικό "Can't Get Enough", αρρωστημένο ψευδο-boogie "Rock Steady", κλασσικότροπος ύμνος "Ready For Love", πομπώδης βραδύτητα "Don't Let Me Down", παλαιολιθικό στοιχειό "Bad Company", κουρασμένα μελωδικό "The Way I Choose", ρυθμικά καταιγιστικό "Movin' On", ονειροπαρμένη μπαλάντα "Seagull". Καμία προσπάθεια να φέρουν τα πράγματα στα άκρα, καμία προσπάθεια να εντυπωσιάσουν και μένει μια γλυκιά αίσθηση αβίαστης έμπνευσης.

Η κληρονομιά των Free είναι διακριτικά παρούσα, χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία του Paul Rodgers, ίσως στον καλύτερο δίσκο που έβγαλε ποτέ, και χάρη στα drums του Simon Kirke. Ο Boz Burrell, ο δέκατος-έκτος μπασίστας που είχαν περάσει από οντισιόν, αποδείχτηκε κατάλληλος, χωρίς έπαρση. Ο δε Mick Ralphs παραδίδεται σε μια λιτή και επί της ουσίας riffολογία, σα να εξαγνίζει την «καταπίεση» που υπέστη από τον Ian Hunter, στους Mott The Hoople, ενώ διανθίζει τις συνθέσεις με ζηλευτή κιθαριστική φρασεολογία, της οποίας στοιχεία θα ξαναβρούμε ακόμα και 15 χρόνια αργότερα, στα δάχτυλα του Slash.

Το άλμπουμ ήταν το πρώτο που κυκλοφόρησε από την Swan Song, την εταιρία που ίδρυσαν οι Led Zeppelin, και γκρέμισε τα charts, φλερτάροντας, στις θέσεις τους, με το "Sheer Heart Attack" των Queen - των οποίων «κακή συναναστροφή» αποτελεί στις μέρες μας ο Paul Rodgers.

Στην παραδειγματική αναπνέουσα παραγωγή συμμετείχε ο πολύς Ron Nevison (παραγωγός σε δίσκους, μεταξύ άλλων, των The Who, Kiss, Thin Lizzy, UFO, Ozzy Osbourne, Jefferson Airplane, Joe Cocker, Europe, Chicago, Lynrd Skynyrd, και σταματάω). Επίσης αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία του σαξοφώνου του Mel Collins, του οποίου τη μουσική πνοή ξανακούσαμε το 1978, στο "Miss You" των Rolling Stones, σε δίσκους Dire Straits, Camel, King Crimson και πολλών πολλών πολλών άλλων.

Η καριέρα των Bad Company συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μετά από μια δεκαριά άλμπουμ, που δεν κατάφεραν να φτάσουν το σεισμό του ντεμπούτο, μετά από πάμπολλες αλλαγές στη σύνθεση και με πλέον μόνο ιδρυτικό μέλος τον αργυροδάκτυλο βετεράνο Mick Ralphs.

  • SHARE
  • TWEET