Amy Winehouse

Back To Black

Island (2006)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 14/06/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Παρθενογενέσεις στη μουσική δεν υπάρχουν. Πάει πολύς καιρός από τότε που ακούσαμε κάτι εντελώς καινούργιο και, για να είμαι ειλικρινής, προσωπικά αμφιβάλλω ότι ουδέποτε ακούσαμε ακριβώς κάτι τέτοιο. Όλοι κάπου πατούσαν. Ακόμη κι εκείνοι που χαρακτηρίζονται πρωτοπόροι. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι συντηρητικός είναι εκείνος που θαυμάζει τους προοδευτικούς εκατό χρόνια μετά το θάνατό τους. Τιμή και δόξα, λοιπόν, στον πρωτόγονο homo erectus που πρώτος κοπάνισε ένα οστό στο τεντωμένο δέρμα ενός άτυχου ζώου, που γδάρθηκε για να παραχθεί ο πρωτόλειος ήχος τυμπάνου και κατ' επέκτασιν ρυθμού.

Το θέμα, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι ποιος θα παίξει κάτι πραγματικά νέο. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, σχεδόν τα πάντα έχουν παιχτεί και ο ρυθμός εξέλιξης της μουσικής που κυριάρχησε μετά το 1955 έχει ξεκάθαρα επιβραδυνθεί. Έτσι, την παρτίδα, πλέον, κερδίζει εκείνος που ενσωματώνει με τον καλύτερο τρόπο τα στοιχεία του παρελθόντος που εξακολουθούν να κάνουν γκελ και να βγάζουν νόημα στις μέρες μας, καταφέρνοντας παράλληλα να τα προσαρμόσει εμπλουτισμένα στις σημερινές συνθήκες ή ακόμη καλύτερα, λίγο μπροστά και «πιπεράτα» σε σχέση με αυτές. Αυτό ακριβώς πέτυχε η Amy Winehouse στο τέλος του 2006 και καθ' όλο το 2007, που το "Back To Black" έπαιζε ασταμάτητα, πουλώντας σαν τρελό, για να φτάσει να θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ της περασμένης δεκαετίας.

Το να πει κανείς ότι ο ήχος του δίσκου είναι μια αλητήρια, λουστραρισμένη μεταφορά του ήχου της Motown και της Chess των '60s μπορεί να χαρακτηριστεί αφελώς περιοριστικό. Για παράδειγμα, η εύθυμα διατυπωμένη παραδοχή της μη αναστρέψιμης σκατοσύνης της στο "You Know I'm No Good" θα μπορούσε κάλλιστα να κατάγεται από το "I Ain't Got Nobody" των Mills Brothers, από την όχι και τόσο μακρινή δεκαετία του 1930. Παρομοίως, θα ήταν ιεροσυλία να γραφτεί κείμενο για αυτόν το δίσκο χωρίς να γίνεται αναφορά στην Billie Holiday. Αποδίδοντας λοιπόν «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», θα το γράψω τρεις φορές: Billie Holiday, Billie Holiday και ξανά Billie Holiday και ψάξτε μόνοι σας γιατί. Και φυσικά, Etta James και Sarah Vaughan και Aretha Franklin και όλες τις μεγάλες που έστρωσαν το μονοπάτι.

Συνέτρεξαν ταυτόχρονα τόσοι παράγοντες και έδρασαν παράλληλα τόσοι καταλύτες, που ήταν πρακτικά αδύνατον να μη γίνει mega-hit αυτός ο δίσκος. Πειστικότατες ερμηνείες, χαρακτηριστική και (μετά το πρώτο άκουσμα) απολύτως αναγνωρίσιμη φωνή, βιωματικοί στίχοι, δοσμένοι με μπόλικο χιούμορ, άψογο παίξιμο από μέλη των Dap-Kings (της μπάντας που συνοδεύει τη σπουδαία Sharon Jones), super hot παραγωγή από τον Salaam Remi και τον Mark Ronson -που όπως απέδειξε και με το πολύ καλό δικό του άλμπουμ "Versions" (2007) κατά τη διετία 2006-2007 κατείχε τη μαγική συνταγή (θυμίζω την εξαιρετική διασκευή στη "Valerie" των Zutons, με την Amy στα φωνητικά)- και το κυριότερο: 11 εξαιρετικά tracks, τα περισσότερα εκ των οποίων μπορούν ήδη να χαρακτηριστούν κλασικά. Κάπως έτσι προέκυψε ένας 35λεπτος δίσκος, γεμάτος pop διαμάντια, στον οποίο δεν περισσεύει ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Προσθέστε σε αυτά και ένα άψογο στυλιστικό πατρονάρισμα με τα σωστά ρούχα (λουλουδάτα φορέματα, peep-toe πέδιλα με φιάπα που δε θέλεις να σου έρθει στο κεφάλι, χρωματιστές κορδέλες σε φουσκωμένες κουπ-περιστερώνες), τις πληθωρικές υπερβολές της εποχής του αφελούς υπερδανεισμού (σιλικόνη κάργα και tattoos όπου πιάνει μελάνι), ένα super cool θολό βλέμμα με βαρύ μακιγιάζ α-λα Dusty Springfield και το «dirty deeds done dirt cheap», που λένε τα παλικάρια από το νότιο ημισφαίριο, δε χρειάζεται μετάφραση πλέον. Σαν κορίτσι της καλής κοινωνίας, που μπορεί σήμερα να έχει κυλήσει και να έχει γίνει γυναίκα δηλητήριο (έτσι και την κουβαλήσεις στη μάνα σου για νύφη θα τρέχετε ομαδικώς στα νοσοκομεία), διατηρεί ολοζώντανη την αγωγή και την κουλτούρα που της δόθηκε τότε που ανατρεφόταν σωστά και μακριά από κακές παρέες. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε κι ένα άνω χείλος που ανεβαίνει λοξά, θυμίζοντας ότι: «before anyone did anything, Elvis did everything».

Ούτε και η ίδια είχε βεβαίως λόγο να συγκαλύψει την επιρροή που ασκεί πάνω της η εποχή εκείνη. «I'd rather be at home with Ray» μας λέει στο "Rehab", αναφερόμενη φυσικά στο Ray Charles, ενώ -λίγο αργότερα- αποτίει φόρο τιμής στον, πρόωρα χαμένο, Danny Hathaway:  

I'd rather be at home with Ray,
I ain't got 70 days.
'Cause there's nothing, there's nothing you can teach me,
That I can't learn from Mr Hathaway

Πόσο απέχουν στα αλήθεια οι στίχοι αυτοί από εκείνους του Paul Simon, που το 1965 -σε εντελώς διαφορετικό κλίμα- έλεγε «I have my books and my poetry to protect me» στο συγκλονιστικό "I Am A Rock"; Για το ίδιο πράγμα μιλούν, αλλά ίσως είναι ο ευάλωτος χαρακτήρας της Amy, ίσως όσο μπόι του λείπει του Simon, τόσο περίσσευμα ψυχικών αποθεμάτων διέθετε στα νιάτα του, ίσως, ακόμη, να φταίει η σημερινή εποχή, το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι ότι, ενώ αντιλαμβάνεται την ασπίδα προστασίας που μπορούν να της παράσχουν οι «γίγαντες» που αναπαύονται στη δισκοθήκη της, εκείνη δεν την παλεύει και αδυνατεί να επιβληθεί στα πάθη της. Είναι κι αυτή η μοναξιά ρε γαμώτο: «I don't never want to drink again / I just, ohh, I just need a friend» λέει στα 02:27 και είναι αδύνατον να μη σε αγγίξει. Τι να τους κάνεις τους χιλιάδες φίλους στο facebook, εάν δεν έχεις έστω έναν πραγματικό; Ήταν δυνατόν να μη γίνουν επιτυχία αυτοί οι στίχοι, όταν εκφέρονται στο πλαίσιο μιας τόσο πιασάρικης μελωδίας, από το δικό της (βρωμό)στόμα και τη δική της, άκρως συμβατή με όλα αυτά, εικόνα;  

Μπορεί να μοιάζει βγαλμένο από το 1967, αλλά δε χωράει αμφιβολία ότι εάν το "Rehab" κυκλοφορούσε τότε, με αυτά που αναφέρει -και κυρίως με εκείνα που υπαινίσσεται-, θα εξοβελιζόταν στο πυρ το εξώτερο. Όταν στις αρχές του 2007 κυκλοφόρησε ο δίσκος στις Η.Π.Α., το εν λόγω κομμάτι παραλίγο να αφαιρεθεί από την έκδοση που κυκλοφόρησε εκεί. Φυσικά, η επιτυχία του δίσκου οφείλεται και σε αυτές τις λεπτομέρειες. Ήταν όσο πιπεράτο έπρεπε για να δημιουργήσει ντόρο (τζάμπα διαφήμιση), αλλά όχι αρκετά για να λογοκριθεί. Ωστόσο, παρά την όχι και τόσο τίμια αξιοποίηση της τακτικής «evocation through provocation», η προσφυγή σε αυτό το τερτίπι του marketing (και του φωτογράφου Christian Blanchard) στην περίπτωση της Amy ήταν πέρα για πέρα ειλικρινής. Έχοντας μετατρέψει τη διαδρομή από την κάβα μέχρι το κέντρο αποτοξίνωσης σε Παγκράτι - Κολιάτσου, δεν αφήνει πλέον την παραμικρή αμφιβολία ότι τα όσα έλεγε ήταν πράγματι βγαλμένα από την, ομολογουμένως, ταραγμένη ζωή της. Κάπως έτσι, το 2008 το εν λόγω κομμάτι απέσπασε -δικαίως- τρία από τα σημαντικότερα Grammys («Record Of The Year», «Song Of The Year» και «Best Female Pop Vocal Performance»), ενώ ο δίσκος τιμήθηκε ως «Best Pop Vocal Album» και η ίδια ως «Best New Artist».  Παρ' όλα αυτά, δεν έλαβε εγκαίρως βίζα ώστε να τα παραλάβει αυτοπροσώπως.

Δεύτερο single του δίσκου (πρώτο για τις Η.Π.Α.) το "You Know I'm No Good", με την απίθανα εύγλωττη περιγραφή της αδυναμίας της να επιβληθεί στα πάθη της: «I cheated myself / Like I knew I would / I told you I was trouble / You know that I'm no good». Ούτε λόγος για πειθαρχία. Μπορεί να αντισταθεί στα πάντα εκτός από τον πειρασμό που έλεγε κι ο Oscar Wilde. Ωστόσο, όσο δύσκολο κι αν της είναι να συγκεντρωθεί για να «φτάσει» στον προορισμό της, τόσο πιο σπαρταριστά γλαφυρή και πικάντικη γίνεται η περιγραφή («Upstairs in bed with my ex boy / He's in a place but I can't get joy»). Ο δίσκος είναι γεμάτος τέτοιες στιγμές. Δε μπορώ να μη γελάσω κάθε φορά που την ακούω να αναρωτιέται: «What kind of fuckery is this?» στο "Me And Mr Jones".

Ακόμη και σε αυτό το υπέροχο "Back To Black", με τη βαριά του ατμόσφαιρα, δεν αφήνει δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, ξεκινώντας με τους στίχους «He left no time to regret / He kept his dick wet», ενώ πιο κάτω μας εξηγεί -στο ίδιο κλίμα πάντοτε- τους λόγους που δεν επέτρεψαν στο ζευγάρι να στεριώσει: «I love you much / It's not enough / You love blow and I love puff». Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι το track αυτό και το -τόσο αληθινό- "Love Is A Losing Game" έγιναν κλασικά τη στιγμή που κυκλοφόρησαν. «Δε μπορεί, πρέπει να προϋπήρχαν ή να τα έχει κλέψει» είχαμε πει πολλοί, αλλά αφού -από όσο έχει υποπέσει στην αντίληψή μου- δεν τα έχει διεκδικήσει κανείς μέχρι σήμερα, κάνουμε «τουμπεκί» και της βγάζουμε το καπέλο, καθώς η ίδια υπογράφει αυτά, αλλά και τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου.  

Στο πανέμορφο "Tears Dry On Their Own", το πιο χαρούμενο track του δίσκου, με το sample από το "Ain't No Mountain High Enough" της πρώτης εποχής του Marvin Gaye (προτού χάσει την Tammi Terrell), o Salaam Remi που επιμελείται την παραγωγή έχει πιάσει με απόλυτη πιστότητα τον ήχο της πιο πετυχημένης μπάντας όλων των εποχών, των Funk Brothers (έχουν παίξει σε περισσότερα #1 από όσα έχουν ο Elvis, οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Beach Boys μαζί!). Πλαισιωμένη από ένα εξαιρετικό συγκρότημα, η Amy είναι χειμαρρώδης και θυμίζει πολύ την Aretha. Πραγματικά υπέροχο κομμάτι.

Κάπου εκεί, δε μένει πια η παραμικρή αμφιβολία ότι η πιο χυμώδης και εμφανώς πιο τρακαρισμένη κοπέλα που πρωτακούσαμε να τραγουδάει περισσότερο jazz, παρά R'n'B, στο -ενδιαφέρον, αλλά όχι απογειωτικό- "Frank" (2003) έχει μεταλλαχτεί σε diva που ορίζει τάσεις στη μουσική αλλά και πέρα από αυτήν. Ο ρετρό στρατός από τους κάθε λογής Daniel Merriweather, Duffy, Corinne Bailey Rae, Imelda May, Eliza Doolittle, Rumer κλπ. της οφείλει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του, αν όχι -ακόμη κι αυτή- τη βιώσιμη ύπαρξή του. Ακόμη και o άνευ προηγουμένου οδοστρωτήρας που λέγεται Adele έχει παραδεχτεί ότι η εύκολη πρόσβασή της στην αμερικανική αγορά, εν πολλοίς, οφείλεται στην Amy.

Εκατομμύρια ανυπομονούν για τη συνέχεια (η οποία επί σχεδόν πέντε χρόνια αιωρείται, πεισματικά αρνούμενη να προσγειωθεί), αλλά ας είμαστε ρεαλιστές (και μακάρι να βγω ψεύτης): το τέλειο timing αυτού του δίσκου σπανίως καταφέρνει να επαναληφθεί από έναν καλλιτέχνη και την ομάδα που βρίσκεται πίσω από αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, για εκατομμύρια κόσμου κάθε μέρα που περνάει χωρίς την κυκλοφορία νέου υλικού από την Amy συνοδεύεται από έναν αναστεναγμό για ένα τεράστιο ταλέντο που πάει στράφι.

Δε θα γράψω για τις καταχρήσεις, ούτε και για τον πρώην σύζυγό της κι όλο αυτό το πανηγύρι που έδωσε τόση τροφή στα βρετανικά -και όχι μόνο- tabloids, έστω κι αν από αυτές τις καταστροφικές της εμπειρίες προέκυψαν πολλά από αυτά τα εξαίσια κομμάτια. Προτιμώ να παραμείνω στο υγιές (ή έστω στο δημιουργικά αρρωστημένο) μέρος του πράγματος και το ίδιο προτείνω να κάνετε κι εσείς. Οι αδυναμίες της ανθρώπινης πλευράς της κάθε άλλο παρά την κολάκευσαν από τότε που ήρθε στο προσκήνιο, αλλά την ίδια ώρα, όσοι κρατάτε το δίσκο αυτό στα χέρια σας, ξέρετε πολύ καλά ότι διατέλεσε «θεά» για τουλάχιστον 35 λεπτά και αυτά δεν έχουμε δικαίωμα να της τα σβήσουμε, ό,τι παλαβομάρα κι αν κάνει.

Υ.Γ.: Με τα οκτώ κομμάτια του bonus disc της special έκδοσης θα πάρετε μια πολύ καλή γεύση για τις επιρροές της και θα βρείτε την ατμόσφαιρα του Camden μέσα στις πολύ ενδιαφέρουσες εκτελέσεις κομματιών των Specials ("Monkey Man", "You're Wondering Now", "Hey Little Rich Girl"), το "Cupid" του Sam Cooke, μια ακουστική εκτέλεση της "Valerie" των Zutons, καθώς επίσης και το "To Know Him Is To Love Him" του Phil Spector. Προσοχή στην αμερικανική έκδοση, στην οποία μπορεί να υπάρχει μια μιξαρισμένη version του "You Know I'm No Good" (με τον Ghostface Killah), αλλά έχει κοπεί το "Addicted".
  • SHARE
  • TWEET