Visigoth

The Revenant King

Metal Blade (2015)
Από τον Κώστα Πολύζο, 30/01/2015
Ένας καινούργιος πολύ καλός παίχτης (Visigoth) κάθισε στο τραπέζι (epic metal) και έχει πολύ δυνατό χαρτί ("The Revenant King")
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Η Αμερική (Η.Π.Α.) είναι μια χώρα που είχε εδώ και δεκαετίες μια ιδιαίτερη σχέση με τον χώρο του επικού metal. Πείτε πως ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τους ή δεν ξέρω εγώ τι, αλλά ό,τι και αν συμβαίνει γεγονός παραμένει πως κάποιες από τις μπάντες που μεγαλούργησαν στο ιδίωμα μας έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Με «βίβλο» τις διδαχές του Mark 'the Shark' Shelton, του Joey De Maio και των λοιπών ηρώων του συγκεκριμένου ήχου, το 2010 στο Salt Lake City της Utah δημιουργήθηκαν οι Visigoth. Αν ψάξεις τις μικρές λεπτομέρειες μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι ήθελαν να κάνουν με το ντεμπούτο τους, "The Revenant King", το οποίο κυκλοφορεί από την ιστορική εταιρεία Metal Blade. Στο εξώφυλλο δεσπόζει ένας κερασφόρος βασιλιάς / πολεμιστής με κάτι μούσια, να! Ο τραγουδιστής φωτογραφίζεται με t-shirt Cirith Ungol διάολε, και στον δίσκο διασκευάζουν Manilla Road... τι μπορεί να πάει λάθος; Πολλά, καθώς οι αγνές προθέσεις ποτέ δεν είναι αρκετές, μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση τα πάντα στον δίσκο κυλούν ιδανικά.

Πρώτη παρατήρηση: Οι Visigoth παίζουν επικό heavy metal, αυτό είναι γεγονός. Το θέμα είναι πως το προσεγγίζουν από την οπτική των Grand Magus. Αυτό που θέλω να πω είναι πως κυρίως (χωρίς να είναι κανόνας) εστιάζουν μεν στην δημιουργία επικής ατμόσφαιράς, τα riff όμως είναι πιο κοντά στον κλασικό metal ήχο. Τα τραγούδια είναι μεγάλης διάρκειας και οι στίχοι μιλάνε για έκπτωτους βασιλιάδες, εκδίκηση, αδελφότητες και προφητείες και για τι άλλο θα μπορούσαν να μιλάνε άλλωστε. Οι δομές των συνθέσεων βγάζουν ένα πολύ δυνατό επικό συναίσθημα καθώς έχουν όλες αυτές τις διακυμάνσεις που απαιτούνται με εναλλαγές ταχυτήτων πολυφωνικά μέρη, δυναμικά refrain και αργά κοψίματα.

Δεύτερη παρατήρηση: Τα φωνητικά του Jake Rodgers είναι από τα δυνατά σημεία αυτής της κυκλοφορίας. Αποδεικνύουν μάλιστα πως δεν είναι ανάγκη ο τραγουδιστής να ουρλιάζει και να φτάνει στον θεό τις τσιρίδες του. Η κατά βάση middle-range τοποθέτησή της είναι ιδανική και ταιριάζει στη μουσική τους. Δεν διστάζει βέβαια να πάει και πιο ψηλά ανά σημεία, όπως στο "Creature Of Desire", αλλά αυτό γίνεται επιλεκτικά και όταν αυτό κρίνεται πως εξυπηρετεί το τραγούδι, δείχνοντας σωστή αντίληψη και όραμα.

Τρίτη παρατήρηση: Οι κιθάρες είναι καλοδουλεμένες και πραγματικά έχουν κάτι να πουν. Τα riff είναι εντυπωσιακά αν και πατάνε σε πιο απλές χεβιμεταλλικές φόρμες, ενώ όταν έρχεται η ώρα να πάρουν τα ηνία και να βγουν μπροστά στα solo, θα ικανοποιήσουν τον ακροατή με την λιτή σε σύλληψη, αλλά ουσιαστική τεχνοτροπία τους. Ο κάθε ισχυρισμός περί τετριμμένων θεμάτων, αν και έως έναν βαθμό θα ευσταθεί, θα ξεχαστεί πλήρως αφού πάνω από κάθε σύνθεση έχει πέσει ένας μανδύας καλής εννοούμενης cult-ίλας και είναι πραγματικά εμπνευσμένες.

Στα των συνθέσεων τώρα, η δουλειά που έχει γίνει είναι τόσο καλή που ειλικρινά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Πέρα από το N.W.O.B.H.M. συναίσθημα που βγάζει το μοναδικό μικρής διάρκειας τραγούδι του δίσκου "Creature Of Desire" και την πολύ καλή διασκευή στο "Necropolis" των Manilla Road, συνολικά ο δίσκος αποπνέει πάθος και δημιουργεί μια έντονη διάθεση για headbanging. Από το εναρκτήριο ομώνυμο με την επιβλητική του ατμόσφαιρα, μέχρι και το επικότατο δεκάλεπτο «γκράντ φινάλε» του "From The Arcane Mists Of Prophecy" κάθε κατεργάρης κάθετε στον πάγκο του και όλοι γινόμαστε μάρτυρες της καταπληκτικής απόδοσής του συγκροτήματος.

Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να αναφέρουμε και να αναλύσουμε περεταίρω. Οι συνθέσεις είναι μακροσκελείς και εστιάζουν στην δημιουργία επικού συναισθήματος, όπως προαναφέρθηκε και τα εμβόλιμα αργά μέρη παίζουν καταλυτικό ρόλο ως προς αυτό. Θα συναντήσουμε ακόμα και κάποιες doom αναφορές, όπως για παράδειγμα στο σημείο λίγο πριν το τέλος του "Mammoth Rider". Tο "Blood Sacrifice" έχει μια από αυτές τις εισαγωγές που κάνουν τις τρίχες να σηκώνονται, πριν μπει το κυρίως θέμα και αρχίσεις να ψάχνεις άλογο να καβαλήσεις. Το αργό "Iron Brotherhood" με το βαρύ riff, είναι από εκείνα τα κομμάτια που θα το τραγουδήσεις αγκαλιά με κάποιον «συμπολεμιστή» σου, σε κάποιο live. To "Vengeance" είναι up-tempo, αλλά έχει και αυτό ένα αργό επικό πέρασμα που ακολουθείται από ένα έξοχο μπάσιμο με ωραίες δυναμικές που δημιουργούν τα τύμπανα όταν αρχίζει να παίρνει ο ρυθμός και πάλι τα πάνω του, ενώ ακολουθεί και ένα όμορφο solo. Για το "From The Arcane Mists Of Prophecy" τα είπαμε ήδη. Αποτελεί την πιο επική σύνθεση του δίσκου και ίσως την καλύτερη στιγμή, με τα βιολιά του, τις καμπάνες του και τα όλα του.

Πέρσι με αφορμή το "Triumph And Power" είχα γράψει πως οι Grand Magus μπορούν να εκμεταλλευτούν τα «κενά εξουσίας» και να κάτσουν στον θρόνο του επικού metal. Καθώς φαίνεται όμως, οι επίδοξοι μνηστήρες που τον σφετερίζονται, δεν είναι τίποτα φλώροι όπως εκείνοι που την είχαν αράξει στο παλάτι του Οδυσσέα και η μονομαχία αναμένεται άκρως ενδιαφέρουσα. Το "The Revenant King" θα πάρει από τώρα μια θέση για τα καλύτερα της χρονιάς και θα παρακολουθήσω με πολύ μεγάλη προσοχή την πορεία των Visigoth στο μέλλον, γιατί πρόκειται για ένα πολλά υποσχόμενο συγκρότημα.
  • SHARE
  • TWEET