Vanden Plas

Chronicles Of The Immortals: Netherworld (Path 1)

Frontiers (2014)
Από τον Νίκο Καταπίδη, 07/04/2014
Θεατρικότητα και μελωδία σε έναν μοναδικό συνδυασμό
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δύσκολα βρίσκεις μπάντα με συνεχή ποιοτική δισκογραφική παρουσία, πάντοτε υπάρχουν τα στραβοπατήματα, οι ανέμπνευστες συνθέσεις και δουλειές «αγγαρείας». Οι Vanden Plas με πολυάριθμους δίσκους έχουν αποδείξει ότι είναι μια σταθερή αξία στον χώρο του progressive metal, κρατώντας πάντα την ταυτότητα τους, ίσως εις βάρος της εξέλιξης μερικές φορές, αλλά πάντα με αξιόλογους δίσκους, μαγευτικές μελωδίες και ενδιαφέροντα concept. Η θεατρική τους προσέγγιση πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον και έδειχνε μια πολυδιάστατη μπάντα που δεν αρκείται απλά στη σύνθεση της μουσικής.

Έτσι, λοιπόν, μετά το εξαιρετικό "The Seraphic Clockwork", επανέρχονται ίσως με τον πιο φιλόδοξο δίσκο τους, σε συνεργασία με τον διάσημο συγγραφέα φαντασίας Wolfgang Hohlbein και δημιουργώντας δύο concept δουλειές βασισμένες στο έργο του "Die Chronik Der Unsterblichen". Σε γενικές γραμμές το concept ασχολείται με τη μάχη του κεντρικού ήρωα να αποφασίσει εάν θα πάρει το μέρος του καλού ή του κακού στην αποκαλυπτική μάχη μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης, ακολουθώντας τα οράματα που του παρουσιάζονται. Έτσι λοιπόν κάθε κομμάτι του άλμπουμ αποτελεί ένα από αυτά τα οράματα, αφήνοντας τη συνέχεια για το δεύτερο μέρος του concept που θα κυκλοφορήσει το 2015.

Κατ' αρχήν να ξεκαθαρίσουμε πως οι Vanden Plas δεν είναι πρωτάρηδες στην αποτύπωση ενός concept σε τραγούδια και η εμπειρία τους γίνεται αντιληπτή, καθώς λείπει το όποιο «cheesy factor» θα μπορούσε να αναμένει κανείς σε μια τέτοια προσπάθεια. Φυσικά για άλλη μια φορά τη διαφορά κάνει ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Andy Kuntz, ο οποίος εκτός απο εξαιρετική φωνή διαθέτει και μεγάλη ερμηνευτική ικανότητα, ακροβατώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα σε υψίφωνα επικά ρεφρέν και απαλά μελωδικά περάσματα. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες φωνές στον χώρο και θεωρώ πως οι ερμηνείες του στον δίσκο αποδεικνύουν για άλλη μια φορά την αξία του.

Περνώντας στο μουσικό κομμάτι, όποιοι έχουν ακούσει κάποια δουλειά των Vanden Plas, ξέρουν τι να περιμένουν, κλασικό progressive metal, χωρίς επιδειξιμανία αλλά με έμφαση στη λυρικότητα και τη μελωδία. Αυτό που γίνεται αντιληπτό καθώς το άλμπουμ εκτυλίσσεται είναι πως η βαρύτητα σε σχέση με το "The Seraphic Clockwork" έχει μειωθεί αρκετά, πιθανότατα για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της αφήγησης, χωρίς όμως να λείπουν φυσικά τα κοφτά riff και οι δυνατές στιγμές.

Η εισαγωγή γίνεται με το "Vision 1ne" με πλήκτρα και πιάνο τα οποία συνοδεύουν την αφήγηση, ενώ προς το τέλος τα πράγματα δυναμώνουν, δημιουργώντας το ιδανικό πέρασμα στο "The Black Knight", το οποίο εναλλάσεται ανάμεσα σε βαριά riff και ήπια περάσματα που οδηγούνται από τα πλήκτρα. "Godmaker" στη συνέχεια, το πρώτο single του δίσκου, που μπαίνει με ορμή και αποτελεί ένα από τα πιο πιασάρικα και δυνατά κομμάτια σε όλο το άλμπουμ. Το μικρό αλλά μαγευτικό "Misery Affection Prelude" εισάγει μια πανέμορφη μελωδία που θα ξαναβρούμε στο "Misery Affection", με συνοδεία γυναικείων φωνητικών που πραγματικά συγκινούν και συμπληρώνουν άψογα τα φωνητικά του Andy.

Το "A Ghost's Requiem" που ακολουθεί ξεκινά απαλά με πιάνο και εκτυλίσσεται σταδιακά σε μια από τις πιο επικές στιγμές του δίσκου, με την παρουσία της χορωδίας να κάνει τη διαφορά. Μέχρι στιγμής ωραίος και μελωδικός δίσκος, αλλά λείπει κάπως το progressive στοιχείο. Η κατάλληλη στιγμή λοιπόν για το "New Vampyre", το οποίο αν και ξεκινά κάπως μονότονα, έχει ένα ωραίο progressive πέρασμα, κάτι που λείπει λίγο στο άλμπουμ και είναι από τα λίγα αρνητικά που μπορώ να καταλογίσω σε αυτή τη δουλειά.

Σε αυτό το σημείο η αλήθεια είναι πως ο δίσκος κάνει μια μικρή κοιλιά, με το "The King And The Children Of The Lost World" να είναι μεν αξιόλογο, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο και φέρνει στο μυαλό παλαιότερες μελωδίες των Vanden Plas. Ευτυχώς το "Misery Affection" επαναφέρει το ενδιαφέρον, όντας μια εξαιρετική μπαλάντα, με πρωταγωνιστή το πιάνο και εξαιρετικές ερμηνείες τόσο στα αντρικά όσο και στα γυναικεία φωνητικά που συμπληρώνουν αρμονικά το αποτέλεσμα. Τα υπόλοιπα δύο κομμάτια, "Soul Alliance" και "Inside" να κλείνουν ιδανικά τον δίσκο, το πρώτο με περισσότερο progressive αισθητική και καλοφτιαγμένα riff, και το δεύτερο με μια πιο επική προσέγγιση, κάτι αναμενόμενο σε ένα concept άλμπουμ.

Συμπερασματικά, έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαίτερα αξιόλογο δίσκο, γεμάτο όμορφη μουσική και ένα ενδιαφέρον concept, φοβερές ερμηνείες και εξαιρετική παραγωγή. Ίσως σε μερικούς να λείψει η επιθετικότητα και οι πιο prog στιγμές, όμως σίγουρα πρόκειται για μια δουλειά που κοντράρει άνετα τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου και επιβάλλεται να ακουστεί από κάθε φίλο του progressive metal.
  • SHARE
  • TWEET