Van Der Graaf Generator

Trisector

Virgin / ΕΜΙ (2008)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 01/09/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πόσα είναι τα συγκροτήματα στην πολύπαθη ιστορία του progressive rock που θα μπορούσαν να διατείνονται χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας ότι ανήκουν στην αφρόκρεμα του είδους; Πόσα, πολύ περισσότερο, κράτησαν την αξιοπρέπειά τους σε όλη τη διάρκεια της δισκογραφικής τους παρουσίας και ποια από αυτά μπορούν να υπερηφανεύονται ότι υπήρξαν τα πιο εγκεφαλικά; Σε όποια λίστα ονομάτων με τις παραπάνω αρετές και να καταλήξουμε, ένα από αυτά που δε μπορεί να λείπει είναι οι Van Der Graaf Generator.

Το 2005 ο πρωταγωνιστικός πυρήνας των μουσικών, που εδραίωσε τη φήμη του συγκροτήματος δημιουργώντας τα αριστουργήματα της δεκαετίας του '70, αποφάσισε να επανακάμψει μετά από 28 χρόνια απουσίας. Η επάνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε με έναν διπλό δίσκο (www.rocking.gr/review407.php), ο οποίος μάλιστα αποδείχθηκε τόσο καλός, ώστε όχι μόνο να μην προσβάλει την ιστορία των VDGG, αλλά και να μας κάνει να προσευχόμαστε για συνέχεια του εγχειρήματος. Η τετράδα των Hugh Banton στα πλήκτρα, Guy Evans στα drums, David Jackson σε σαξόφωνο και φλάουτο και φυσικά Peter Hammill σε φωνητικά, κιθάρα και πιάνο, αφού περιόδευσε ανά τον κόσμο (αυτή τη φορά με τη λέξη αυτή εννοούμε και την Ελλάδα, προς μεγάλη μας τέρψη), βρέθηκε στο δύσκολο σταυροδρόμι του αν θα συνεχίσει τη συνεργασία της ή όχι. Κατά τη διαδικασία αυτή προέκυψαν μουσικές (;) διαφορές με τον David Jackson, ο οποίος και επέλεξε να αποχωρήσει, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις σε μία ακόμα πιο δύσκολη απόφαση. Θα συνέχιζαν μετά την απώλεια ενός τόσο βασικού για τον ήχο του συγκροτήματος μέλους ή θα έβαζαν λουκέτο, ίσως και οριστικά;

Προς τιμήν τους η απόφαση ήταν μεν να προχωρήσουν με ένα καινούργιο άλμπουμ, αλλά να μην αντικαταστήσουν τον Jackson, συνεχίζοντας ως τρίο. Το ρίσκο που ανέλαβαν ήταν φυσικά τεράστιο και το "Trisector" είναι το αποτέλεσμα που θα κρίνει την ορθότητα της σκέψης τους.

Είναι λοιπόν η απουσία του Jackson αισθητή στο "Trisector"; Το δίχως άλλο. Αυτό όμως δεν το εμποδίζει από το να παραμένει ένας εξαιρετικός δίσκος. Πιθανόν μάλιστα αυτό να λειτούργησε απελευθερωτικά σε ένα βαθμό, αφήνοντας χώρο δράσης στα πλήκτρα και την κιθάρα. Δεν είναι τυχαίο ότι παραμονεύουν εκπλήξεις και οι πειραματισμοί για τα δεδομένα του συγκροτήματος. Αυτό διαπιστώνεται ξεκινώντας ακόμα από το ορχηστρικό "Hurlyburly" που θα ισχυριζόταν κανείς πως είναι surf μουσική όπως μόνο οι VDGG θα έπαιζαν. Το διασκεδαστικό ύφος του ξαφνιάζει σε σύγκριση με τη μελαγχολία και τις πολύπλοκες μελωδίες με τις συνεχείς αλλαγές ρυθμού που μας έχουν συνηθίσει.

Το κλίμα αυτό θα επανέλθει βίαια σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια στο δεύτερο κομμάτι "Interference Patterns". Ως η πρώτη επαφή με τη φωνή του Peter Hammill δε μπορώ να μην επαναδιαπιστώσω την ικανότητά του ως τραγουδιστή που, τουλάχιστον στα αυτιά μου, τον ανεβάζει στο βάθρο του πρωταθλητή σε σχέση με κάθε άλλο επίδοξο ανταγωνιστή του, στο χώρο του progressive σίγουρα, αλλά ίσως όχι μόνο.

Το "The Final Reel" που ακολουθεί βρίσκει τα πλήκτρα του Banton να εναλλάσσονται με το πιάνο ή την κιθάρα του Hammill, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της γνώριμης σκοτεινής, υποβλητικής ατμόσφαιρας που θα συνεχιστεί και στο επερχόμενο "Lifetime". Η μοναδική σύνθεση αποκλειστικά του Hammill είναι μία ακόμα ευκαιρία να θαυμάσουμε τον πολυτάλαντο μουσικό, αυτή τη φορά στη συγγραφή στίχων: "I stake no claim on memory / I stand on ceremonial quicksand / I look for something with solidity to hold / something lasting, something pristine, with no sense of decay". Η τυπική «μαυρίλα» των VDGG εμφανίζεται και στα "Only In A Whisper", "(We Are) Not Here" και "Over The Hill". Το τελευταίο μάλιστα είναι και το απαραίτητο τραγούδι με διάρκεια άνω των δέκα λεπτών αλλά και αυτό που μοιάζει περισσότερο από κάθε άλλο να προέρχεται από προσωπικό δίσκο του Hammill. Το δίλημμα αυτό, solo project του τραγουδιστή υπό το όνομα του καταξιωμένου συγκροτήματος ή κανονική κυκλοφορία-συνέχεια στην επανένωσή τους, θα ταλαιπωρήσει αρκετά στη διάρκεια του δίσκου τον ακροατή-οπαδό των VDGG.

Mία ακόμα έκπληξη προκύπτει με το "Drop Dead", το οποίο, τόσο με τους χιουμοριστικούς στίχους του, όσο κυρίως με τον τρόπο που ροκάρει (!) και έχει την κιθάρα σε πρώτο πλάνο, δε θα περίμενε κανείς σε δίσκο των VDGG. Αντίστοιχα το "All That Before" είναι νομίζω η μόνη στιγμή στο "Trisector" όπου επιτυγχάνεται η χρυσή τομή του progressive με μία ευκολομνημόνευτη rock σύνθεση και μπορεί να αποτελέσει (το μέλλον θα δείξει) μία κλασική στιγμή στην καριέρα τους και κυρίως ένα αγαπημένο συναυλιακό κομμάτι. Ας σημειωθεί πάντως το γεγονός ότι θυμίζει αρκετά άσκηση με θέμα: «πώς να κάνετε το "You Really Got Me" των Kinks να ακούγεται progressive».

Επανερχόμενοι στην αρχική απορία ομολογώ ότι η απάντηση δε μπορεί να δοθεί πολύ εύκολα. Γίνεται φανερό ότι η απουσία του Jackson έχει αλλοιώσει αρκετά το ύφος του γκρουπ και έχει γείρει την πλάστιγγα προς την πλευρά του Hammill, αν θεωρηθεί ότι η παρουσία του λειτουργούσε ως αντίβαρο στην έντονη προσωπικότητα του τελευταίου. Από την άλλη, τα κυρίαρχα πλήκτρα του Banton αλλά και η πολύ ουσιαστική δουλειά του Evans στα κρουστά αποτρέπουν τον χαρακτηρισμό του "Trisector" ως solo δίσκου. Εν τέλει βέβαια αυτά είναι ζητήματα που πιο πολύ θα απασχολήσουν τους οπαδούς του συγκροτήματος που είναι και οι μόνοι που μπορεί να βρουν κάποιο λόγο να γκρινιάξουν. Για τους υπόλοιπους, αυτός θα είναι ένας εξαιρετικός progressive δίσκος, δείγμα μίας μπάντας με υψηλά καλλιτεχνικά κριτήρια, που ακόμα και όχι στα καλύτερά της μπορεί να κυκλοφορεί άλμπουμ που θα συνεπαίρνουν.

  • SHARE
  • TWEET