Tom Morello

The Atlas Underground

Mom + Pop Music (2018)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 15/10/2018
Κάπου ανάμεσα σε πορεία διαμαρτυρίας και πάρτι με μπλιμπλίκια
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Από τους περίπου άπειρους ανθρώπους που έχουν περάσει από τη rock σκηνή των τελευταίων τριών δεκαετιών, εκείνοι που κατάφεραν να φτιάξουν ένα αναγνωρίσιμο, προσωπικό ύφος δεν είναι πολλοί. Αυτοί που συνεχίζουν ενεργά, χωρίς να μένουν επαναπαυμένοι στις δάφνες του παρελθόντος, είναι λιγότεροι. Ο αριθμός όσων έχουν το θράσος να μην ενδιαφέρονται για τις απαιτήσεις της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας είναι συζητήσιμος, αλλά σίγουρα ακόμα μικρότερος. Αν υπάρχει εδώ γύρω κανείς που να αμφισβητεί το γεγονός ότι ο Tom Morello έχει δικαιωματικά μια θέση στις τρεις παραπάνω κατηγορίες, καλά θα κάνει να το κοιτάξει.

Τα όσα έδωσε στη μουσική της δεκαετίας του '90 με τους Rage Against The Machine θα ήταν αρκετά για να τον βάλουν στο πάνθεον των rock star και να τον καθιερώσουν ως έναν από τους πιο ξεχωριστούς κιθαρίστες, πέρα από ταμπέλες. Η συνεργασία με τον Chris Cornell στους Audioslave και οι ακουστικοί πειραματισμοί (βάζετε ελεύθερα εισαγωγικά) ως Nightwatchman έδειχναν έναν καλλιτέχνη που, διατηρώντας πάντα την ακεραιότητά του, δεν φοβόταν να βγει από τη ζώνη ασφαλείας του. Στις συμμετοχές του, που ξεκινούν από τους Prodigy και τους Wu-Tang Clan και καταλήγουν στους Anti-Flag και τον Bruce Springsteen, δεν χρειάζεται αναφορά.

Η επιστροφή με τους Commerford/Wilk στον ηλεκτρισμένο rap-rock ήχο κάτω από την ταμπέλα των Prophets Of Rage ίσως να έμοιασε με πισωγύρισμα, και ίσως σε τελική ανάλυση να είναι. Αν κι ακόμα δεν μπορώ να πειστώ πλήρως για την ασφάλεια της συγκεκριμένης επιλογής. Όπως και να 'χει, ο Morello δεν ήταν ποτέ τύπος που θα έπαιρνε τον εύκολο, στρωμένο από δισκογραφικές, δρόμο. Ο πρώτος δίσκος που πιστώνεται στο όνομά του, έρχεται ως επιβεβαίωση. Στόχος του δημιουργού του, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ήταν η δημιουργία ενός guitar-oriented ensemble άλμπουμ με τα δεδομένα του 2018. Δεν χρειάζεται παραπάνω από μερικά κομμάτια για να γίνει ξεκάθαρο ότι τα κατάφερε.

Το ξεκίνημα με τα "Battle Sirens", "Rabbit's Revenge" και "Every Step That I Take" (με Knife Party, Bassnectar/Big Boi/Killer Mike και Portugal. The Man αντίστοιχα) αρκεί για να πιάσει το νόημα και ο πιο αργός. Κιθάρες βγαλμένες από το 1996, trap drops, rap κοψίματα, αναφορές στην αστυνομική βία, ψηφιοποιημένα ντραμς, μελωδίες ραδιοφωνικού μεγέθους, πειραγμένα σόλο· η μια σφαλιάρα μετά την άλλη. Δεν υπάρχει νόημα στον προσδιορισμό ύφους. Είναι rock, είναι EDM, είναι pop. Καλύτερο παράδειγμα από το "How Long" δεν υπάρχει. Με τον Tim McIlrath των Rise Against να ουρλιάζει, θα περίμενες κάτι «παραδοσιακά» punky. Σκέψου ξανά, γιατί ο Steve Aoki έχει διαφορετική άποψη.

Ανάμεσα στους ετερόκλητους ήχους, το "The Atlas Underground" ακούγεται φρέσκο και προσβάσιμο όσο λίγοι rock δίσκοι εκεί έξω. Πράγμα παράξενο, αν αναλογιστεί κανείς πόσο αντισυμβατικό ακούγεται με εμπορικά κριτήρια. Τα αποτελέσματα του μπασταρδέματος κιθαριστικών ηχοχρωμάτων με ηλεκτρονική λογική δεν είναι πάντα πετυχημένα. Για κάθε αστοχία, όμως, υπάρχει ένα χιτ τόσο εθιστικό όσο το "Lucky One", οργανικές ομορφιές σαν τα "One Nation"/"Vigilante Nocturno" και funky grooves σαν του "Where It's At Ain't What It Is". Μόνο μια ήπια-Audioslave-ική στιγμή μου έλειψε, αλλά πιθανότατα θα έμοιαζε εκτός τόπου. Και θα ήταν άδικο για όποιον καθόταν πίσω απ' το μικρόφωνο.

  • SHARE
  • TWEET