The National

Hight Violet

4AD (2010)
Από την Εριφύλη Παναγούλια, 18/05/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σε έναν κόσμο που οι εκπρόσωποι του είδους προσπαθούν να επιβιώσουν ανάμεσα σε αφηρημένες έννοιες και την επίδειξη της ικανότητας τους να παράγουν παραμορφωτικούς ήχους, οι National δείχνουν να αποφεύγουν αυτές τις παγίδες με μεγάλη επιδεξιότητα και έρχονται να θυμίσουν το αληθινό ηχητικό νόημα του indie, με έξυπνες μουσικές, που πάνω τους χτίζονται σπουδαία στιχουργικά μέρη.

Οι National με το πέμπτο κατά σειρά άλμπουμ τους, και πολυαναμενόμενο στον χώρο, μπορούμε να πιστέψουμε ότι έχουν περάσει από όλα τα στάδια ωρίμανσης. Αρχικά το "Alligator" έδειξε  αρκετά σημάδια εφηβικής ερωτικής απογοήτευσης, και στην συνέχεια με το "Boxer", φανέρωσαν το πέρασμα τους τόσο στην μουσική, όσο και στην στιχουργική  «ενηλικίωση». Και αισίως φτάσανε στο "High Violet" αποκηρύσσοντας κάθε έννοια ανωριμότητας ή ανευθυνότητας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής, μη χάνοντας όμως το αυθεντικό τους ηχητικό πλαίσιο. Όμως και εκεί υπάρχει κάτι το διαφορετικό, που τους κάνει να ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο indie ρεύμα.

Κρατώντας λοιπόν τα θετικά στοιχεία του παρελθόντος, οι National προχωράνε την μουσική τους ένα βήμα παραπάνω και βάζουν τον ακροατή σε διαδικασίες εναλλακτικής ενδοσκόπησης. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι του άλμπουμ, το "Terrible Love", καταλαβαίνει κανείς ότι όλο αυτό προσπαθούν να το αποδώσουν με προσγειωμένα και μετρημένα μουσικά μέρη, που παρατείνονται ελαφρά από τις νότες των πλήκτρων. Επίσης αυτό που σίγουρα πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι παρόλο που το συγκεκριμένο ιδίωμα δεν φημίζεται ιδιαίτερα για τα ρυθμικά του μέρη, ο Brian Devendorf κάνει πολύ καλή δουλειά πίσω από τα drums, τοποθετούμενος ίσως και στην κορυφαία θέση των drummer του είδους. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι καταφέρνει να βάλει ρυθμικά μέρη φορτισμένα με περισσότερη ενέργεια από ότι θα του επέτρεπαν η λογική και θεματολογία των στίχων. Κι όμως καταφέρνει να τα περιπλέξει τόσο καλά , με το τελικό αποτέλεσμα να κερδίζει την προσοχή του ακροατή. Το ίδιο συμβαίνει αντίστοιχα και με τους στίχους του Berringer, που μπορεί θεματικά να καταπιάνεται με τις ίδιες «National» καταστάσεις, αλλά τονικά και ρυθμικά κρατάει την υψηλή ενεργειακή του διάθεση. Δύο στοιχεία εντελώς αντιφατικά, αν σκεφτούμε ότι οι προαναφερθείσες «National» θεματολογίες, αντικατοπτρίζονται στο "Little Faith", που περιγράφει τις κλειστοφοβικές τάσεις του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων, και το "Anyone's Ghost", όπου αφήνει την πικρή γεύση της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου.

Είναι φανερώς αντιφατικά όλα αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω, αλλά γίνονται τόσο φυσικά και τόσο αβίαστα μέσα στο "High Violet", που το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε είναι ότι οι National ανήκουν σε  μια πολύ μικρή κατηγορία μουσικών που συνεργάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Κι αυτό γίνεται γιατί εξ' αρχής δείχνουν με πόση συνοχή έχουν χτίσει την μουσική τους, και πως οι έξυπνες ιδέες που έχουν, βγαίνουν στην επιφάνεια, επεξεργάζονται συλλογικά και με ειλικρίνεια παραδίδονται στον ακροατή, πιάνοντας υψηλότατα επίπεδα απόδοσης. Και πώς να μην είναι, ειδικά όταν μιλάμε για ένα άλμπουμ που είναι πολύ δύσκολο κάποιος να πει ότι έχει αδυναμίες, ή κομμάτια που δεν είναι τόσο προσεγμένα, όσο κάποια άλλα. Το "High Violet" από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι μια δουλειά, που αναδεικνύει την ποιότητα των National μουσικά.  Κι αν θέλετε, είναι αρκετά δύσκολο ως ακατόρθωτο να γράφονται  τραγούδια «βγαλμένα από την ζωή», και να νομίζεις ότι κάνουν διάλογο μαζί σου, και να εκφράζουν ακριβώς αυτά που έχεις στο μυαλό σου. Τέτοιο ταλέντο νόμιζα ότι το είχαν μόνο μουσικές από την Αγγλία.

  • SHARE
  • TWEET