The Dear Hunter

Act IV: Rebirth In Reprise

Rude (2015)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 26/11/2015
Όταν το άκουσμα ενός δίσκου ενέχει μία ολοκληρωτική εμπειρία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η πλειοψηφία των θετικών κριτικών φτιάχνονται ούτως ώστε να πείθουν τον αναγνώστη να ακούσει τον δίσκο. Ωστόσο, επιτρέψτε μου, με αυτό το μακροσκελές κείμενο που ελάχιστα εστιάζει στα μουσικά, να απευθυνθώ σε όσους τον έχουν ακούσει τουλάχιστον μία φορά. Στον κόσμο του διαδικτύου και του streaming, μπορεί ο καθένας με ένα κλικ και 75 ελεύθερα λεπτά να είναι ένας από αυτούς...

The waves

Για να κατανοήσουμε το ευρύτερο πλαίσιο του "Rebirth In Reprise" και την πανηγυρική καλλιτεχνική νίκη που φέρει ως παρελκόμενο, θα εστιάσουμε για λίγο στην πορεία του υπερβολικά ταλαντούχου μουσικού πίσω από την μπάντα, Casey Crescenzo.

Ο Casey, μετά το post-hardcore ξεκίνημα με τους The Receiving End Of Sirens το 2005, σε ηλικία μόλις 21 ετών, αποφάσισε να υλοποιήσει το μεγαλόπνοο σχέδιό του: Ένα σχήμα πολυσυλλεκτικού prog rock που διηγείται δια μέσου των δίσκων του μία και μόνο φανταστική ιστορία. Και το κατάφερε με άψογο τρόπο που ανέδειξε το μουσικό του ταλέντο, με τα "Act I", "Act II" και "Act III" να αποτελούν παράσημα στο στέμμα οποιασδήποτε ανοιχτόμυαλης rock δισκοθήκης.

Μετά από τρία βαρύγδουπα Acts, βέβαια, δεν θα περιμέναμε από κανέναν δραστήριο μουσικό να συνεχίσει στον ίδιο ρου. Είναι στη φύση του ταλέντου να κοιτάζει ανιχνευτικά τριγύρω για νέα στεγανά, να εγκλωβιστεί μέσα τους, να τα κατανοήσει και να τα σπάσει.

Το 2011, λοιπόν, οι The Dear Hunter χρωμάτισαν ούτε ένα, ούτε δυο, αλλά εννιά (!) EP ("Black", "Blue", "Green", "Indigo", "Orange", "Red", "Violet", "White", "Yellow") και μας πέταξαν κατακούτελα πολλές ουγκιές μουσικής που εκτόξευε μελετημένα βέλη προς διάφορες κατευθύνσεις. Φυσικά, κάθε άλλο παρά μπορέσαμε να τα αφομοιώσουμε τότε... Ο χρόνος έκανε, ωστόσο, καλά τη δουλειά του.

Δυο χρόνια μετά, ήρθε το "Migrant", ο πρώτος full-length δίσκος του συγκροτήματος που δεν πραγματευόταν το concept των acts. Το σημαντικότερο ήταν πως για πρώτη φορά είχαμε τόσο σημαντική απόκλιση από το prog, με τον Casey να μελετάει στον πυρήνα της τη σύγχρονη indie rock μουσική και να ψάχνει τις φόρμουλες της απλότητας που κάνουν ένα pop κομμάτι με συνηθισμένα, μοντέρνα υλικά ιδιαίτερο.

Με αρωγό το άρωμα του prog παρελθόντος του που ανάβλυζε σε κάθε γωνιά, το "Migrant" -παρ' όλο που όπως ήταν αναμενόμενο δεν αγκαλιάστηκε ποτέ από τους μέχρι τότε οπαδούς των Dear Hunter- είναι ένας από τους πιο εμπνευσμένους και παραγνωρισμένους indie rock δίσκους των τελευταίων ετών.

The reprise

Βρισκόμασταν σε μία φάση που τα Acts έμοιαζαν ξεγραμμένη υπόθεση. Ο ίδιος ο Casey δεν τα διέγραφε, αλλά άφηνε να εννοηθεί ότι αν ποτέ αποφάσιζε να καταπιαστεί πάλι μαζί τους, θα ήταν στο μακρινό μέλλον. Αν και εφόσον... Στη συνέντευξη που του είχα πάρει το 2013 μου είχε πει: «Πρέπει να έχω χρόνο και να είμαι παθιασμένος για να γράψω τη συνέχεια των Acts».

Από τότε μέχρι την πανηγυρική επιστροφή του "Act IV", μεσολάβησε η σύνθεση μιας συμφωνίας ("Armour & Attrition") με τη φιλαρμονική ορχήστρα του Brno και ο χωρισμός του Casey με τη γυναίκα του, ο οποίος είναι διάχυτος στη γλυκόπικρη ροη της ιστορίας που περιγράφεται. Αυτά, όμως, θα τα διαπιστώσουμε αργότερα...

Ο Casey κουράστηκε ψυχολογικά με την προσπάθεια να πάει παρακάτω στο δρόμο που άνοιξε το "Migrant", δηλαδή να κατορθώσει mainstream επιτυχία, να κάνει υποχωρήσεις στις προτάσεις των παραγωγών, να παίξει ένα παιχνίδι και να δει πόσο αστέρας μπορεί να γίνει αν δώσει στον ραδιοφωνικό κόσμο αυτό που θέλει με όπλο το ταλέντο του. «Σκεφτόμουν για καιρό να ξεπουληθώ και να βγάλω pop δίσκο», έχει δηλώσει ανερυθρίαστα.

Με το ψυχολογικό έναυσμα και την έμπνευση που σου δίνει μια μεγάλη αλλαγή στην προσωπική σου ζωή, ο Casey πηρέ τη μεγάλη απόφαση να δώσει οριστικό τέλος στα παραπάνω (τα οποία, παρεμπιπτόντως, είμαι πεπεισμένος πως θα μας οδηγούσαν σε έναν εξωπραγματικό pop δίσκο) και να γυρίσει πίσω σε αυτό που τον έκανε χαρούμενο: να γίνει πάλι ο τροβαδούρος των Acts, τα οποία δεν είναι παρά βίοι παράλληλοι με τις δικές του προσωπικές περιπέτειες.

The rebirth

Συγχωρέστε με για την μακρηγορία, αλλά η παραπάνω διαδρομή βοηθάει, υπό έναν περίεργο τρόπο, να κατανοήσεις στην ολότητά τους τα συναισθήματα που προκύπτουν μέσα από τον πιο πλούσιο δίσκο της φετινής χρονιάς: ο πανηγυρικός ενθουσιασμός ενός νέου ξεκινήματος, η πίκρα που σε στιγμές συγκρατεί αυτόν τον ενθουσιασμό όταν διαπιστώνεις ότι κανένα ξεκίνημα δεν είναι πραγματικό ξεκίνημα... Η νοσταλγία, η προσμονή, η ελπίδα, η πραότητα της γνώσης.

Ο δίσκος δεν ονομάζεται τυχαία "Rebirth In Reprise" και δυο είναι οι λόγοι: Πρώτον, αναφέρεται στην ιστορία του πρωταγωνιστή, προφανώς. Δεύτερον, αποτελεί πράγματι και από κάθε άποψη την αναγέννηση του Casey Crescenzo δια μέσου της επαναφοράς του παρελθοντικού.

Το "Act IV" είναι, όλως περιέργως, ο πιο prog δίσκος της καριέρας του και την ίδια στιγμή φέρει την πρωτόγνωρη κληρονομιά του πρόσφατου διαλείμματός του: ενώ όλες οι αγαπημένες μπάντες του σιναφιού είναι αυτό που λέμε alt-prog, οι The Dear Hunter είναι πια -επιτρέψτε μου- indie prog. Έχουν ακούσει πολλά μοντέρνα πράγματα και αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί απόλυτα στο '60s-'70s πέπλο τους. Αν θέλετε να καταλάβετε την ανεπαίσθητη διαφορά, το "The Line"...

Η ιστορία του "Act IV"

Και σε περίπτωση που δεν γνωρίζετε ποια διάολο είναι αυτή η ιστορία που μας διηγούνται οι The Dear Hunter, πρόκειται εν τάχει για τη ζωή ενός άντρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στις αρχές του 20ου αιώνα. Στο "Act II", ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται μια πόρνη, στο "Act III" πάει στον πόλεμο, όπου γνωρίζει τον αδερφό του και τον πατέρα του. Το "Act III" κλείνει μετά τον θάνατο του αδερφού του, με τον πρωταγωνιστή να αποφασίζει να γυρίσει στα εγκόσμια κλέβοντας την ταυτότητά του αδερφού του για να κάνει μια καινούργια αρχή.

Στο "Act IV", χρόνια μετά, επιστρέφει στην πόλη ως ο αδερφός του. Ήδη από το εναρκτήριο κομμάτι προοιωνίζεται η κατάληξη αυτού του παράδοξου εγχειρήματος, καθότι το μυαλό του ψιθυρίζει αυτό που δεν μπορεί η καρδιά του να δεχτεί («I'll be me, in time»). Μετά την εισαγωγή του "Rebirth", στα επόμενα κομμάτια έχουμε συλλογισμούς και σκέψεις σχετικές με το παρελθόν του. Το εντυπωσιακό "The Old Haunt" επιμένει πως «there are far too many ways to die» και δεν εννοεί τόσο τον θάνατο της παλιάς του ταυτότητας, όσο τον ψυχικό θάνατο αφ' ότου αποχωρίστηκε τον έρωτα της ζωής του, την Ms. Leading.

Το "Waves" που ακολουθεί, δείχνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως ο Casey μπορεί να είναι ταυτόχρονα εμπορικός και πολυεπίπεδος όσο ελάχιστοι. Είναι, επίσης, ένα κομβικό σημείο του κεντρικού χαρακτήρα, καθώς δείχνει την γλυκόπικρη αίσθηση που του άφησε ο χωρισμός του από την Ms Leading («I thought that I knew love / But it was just a wave crashing over us»). Ο Casey θα παραδεχτεί, επίσης, πως το συγκεκριμένο κομμάτι αναφέρεται και στον δικό του επίπονο χωρισμό με τη γυναίκα του. Το "Waves" αναπαριστά την κυνική διαπίστωση ότι κάποια συναισθήματα ποτέ δεν υπήρξαν.

Το "At The End Of The Earth" με το υπέροχο πιάνο θα βυθιστεί ακόμη περισσότερο στον αβάσταχτο ερωτικό πόνο του πρωταγωνιστή, με τα χορωδιακά να εξυψώνουν την ερμηνεία του Crescenzo. Το "Remembered" έχει φινέτσα ιντερλούδιου συμφωνικού prog rock των '70s και βρίσκει τον πρωταγωνιστή να θυμάται τη νεκρή μητέρα του («Met your life before us / Left them your necklace / And brandished your ashes / Like stars peaking out in the gloom»).

Στην επική εννιάλεπτη extravaganza του "A Night In The Town" -που στην κυριολεξία έχει οτιδήποτε μπορεί να κάνει ένα prog κομμάτι υπέροχο και, φανταστείτε, δεν είναι καν το αγαπημένο μου του δίσκου- σταματάει η αναπόληση και ξεκινάει η ιστορία στην πόλη, υπό τη νέα του ταυτότητα. Την ίδια στιγμή, δημιουργείται η υποψία ότι όλο αυτό το σχέδιο δημιουργήθηκε, ενδόμυχα, απλά για να την δει έστω και μια φορά. Να την δει για να την μισήσει... («There's that subtle smile that did me in / She moves... / An agony reminds where I've been / She breathes / "I'd never let this happen again." / Where's your heart? / Mimicking the patriarch / She's naive...»).

Στο "Is There Anybody Here", όπου τα στοιχεία των Queen σου χαϊδεύουν τον ορίζοντα, ο πρωταγωνιστής αναθεματίζει τη δική του απάθεια («Moments turn to long Decembers / Stoking fires from dying embers») και αδυναμία («A phantom staring back at me / It's you»). Εν τέλει, έχουμε την υπόνοια της παραδοχής και ενστερνισμού της αδυναμίας του, να δείχνει ότι πιθανότατα πήρε κάποιες αποφάσεις σχετικά με την Ms. Leading («A pain I simply can't express / From troubles I have long repressed... / ...and then, there's you»).

Στροφή 180 μοιρών και ευχάριστες, αισιόδοξες μελωδίες στο "The Squeaky Wheel". Η παιχνιδιάρικη και περιπετειώδης διάθεση που είχαν στο ξεκίνημά τους οι The Dear Hunter είναι πάλι παρούσα. Εδώ μιλάει η Ms. Leading, η οποία έχει καταλάβει τη μυστική ταυτότητα του πρωταγωνιστή και δίνει τη δίκη της μεριά και τη δίκη της απορία για όσα είχαν συμβεί από τον πόλεμο και μετά. Κυρίως, όμως, αναρωτιέται αν αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία («So will I marry a myth? Or is there room for second chances? / The lust lives in the dark and may never show»).

Τα "Bitter Suite" IV, V και VI που ακολουθούν είναι ίσως το κορυφαίο δεκάλεπτο του δίσκου. Καθαρό μελωδικό, συναισθηματικό, παθιασμένο, ευφυές prog rock. Η ιστορία των bitter suites είχε ήδη ξεκινήσει με το "The Pimp & The Priest" του "Act I". Τώρα, ο πρωταγωνιστής βλέπει τον εαυτό του, για πρώτη φορά, ως τον ιερέα του "The Bittersuite" και υπό αυτήν την έννοια -και μόνο αυτήν- παντρεύεται την Ms. Leading.

Η κριτική στην φιλαργυρία της εκκλησίας είναι προφανης («So you committed a sin? / Well, we can rid that with a remedy / The bidding starts at $70/», «If you wanna get up / Reserve a Room on high / Put your coins in my hat / And don't ask why"»), ωστόσο αποτελεί και μεταφορά για την ψεύτικη σωτηρία που είναι η Ms. Leading για τον πρωταγωνιστή. Τα Bittersuites είναι σε όλα τα acts το ground zero (sic) του για τα λάθη που κάνει. Το κομμάτι της ένωσής του μαζί της ονομάζεται "Abandon" και αν αυτό λέει πολλά, οι ειρωνικοί στίχοι λένε ακόμα περισσότερα.

Άξαφνα, μέσα στο συναισθηματικό πέπλο ξεπετάγεται η αναπάντεχη pop εητίλα του "King Of Swords (Reversed)", όπου ο Bowie και ο Michael Jackson ακούγονται ανεστραμμένοι δια σώματος Casey. Ο πρωταγωνιστής, σε μια εύθραυστη και πλαστή ευτυχία, πετυχαίνει, κερδίζει μεγάλη φήμη (δεν μαθαίνουμε ποτέ σε ποιόν τομέα) και διατυμπανίζει ότι τα χρωστάει όλα στην Ms. Leading.

Στο "If All Goes Well" συνομιλούν. Η Ms. Leading, ως η φωνή της χορωδίας και η φωνή της λογικής, προσπαθεί να τον προσγειώσει, όμως εκείνος θα επιμείνει. Θα αναζητήσει ακόμη περισσότερη φήμη και επιτυχία, διατεινόμενος πως κρατάει τα μπόσικα («I swear my motive can still remain sincere»). Ο παραλληλισμός με την πρόσφατη περίοδο που ο Casey κυνήγησε για λίγο τη φήμη είναι παραπάνω από εμφανής με διττό τρόπο. Το κομμάτι κλείνει με τον πρωταγωνιστή να έχει ανακτήσει την αγάπη, τον έρωτα και την θέρμη της αγκαλιάς της Ms. Leading.

Πρόσκαιρα, βέβαια, καθώς το πανέμορφο "The Line" αποτελεί την ταφόπλακα μιας σχέσης καταδικασμένης ήδη από το ξεκίνημά της ως δεύτερη ευκαιρία («It's the end of the line for you and I / Don't make believe we even tried») και την ψύχρα της τελικής απόφασης να πας παρακάτω («Now we dream / Of bigger things / Now we sing / To set us free»), σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση της ουσίας της ιστορίας του "Act IV".

To σκοτεινό και υποδόρεια οργισμένο "Wait" αποτελεί το υπαρξιακό ερώτημα και τη φιλοσοφία του νέου χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, πλασμένο μετά και από αυτό το ταξίδι. To "Ouroboros" θα κλείσει τον δίσκο με Wilson-ικό μυστηριακό δέος. Ο ουρόβορος όφις, ως σύμβολο της δημιουργικής ώθησης μιας νέας αρχής, ήταν τόσο καιρό κρυμμένος («Hard to believe this snake stayed in the grass / Just long enough to catch your Rabbit's feet») και κάνει εμφάνιση στο τέλος, όταν η πραγματική ταυτότητα αποκαλύπτεται και η Ms. Leading δηλώνει πως τα ήξερε όλα από την αρχή («Hands romanced enticing you to keep / Laboring against the clock in spite of secrecy / You couldn't know revealed itself / To me the second you decided to compete»).

Ο πρωταγωνιστής, στο τέλος, συνειδητοποιεί πως δεν ήταν ο έρωτας μα η εκδίκηση που αποτέλεσε κινητήριο δύναμη εξαρχής («"I never wanted to be your city's son" / I cried out to his crooked heart / "I Never wanted to hurt no one. No one but you"») και αισθάνεται ανόητος που αφέθηκε έρμαιο των παρορμήσεων του. («Lost my soul in the place of a great deceiver / Foolish hearts led foolish plans awry»).

...και κάπως έτσι, αντί για το επόμενο Star Wars, είμαστε ακόμα περισσότερο geeks και περιμένουμε το επόμενο Act. Αυτά.

  • SHARE
  • TWEET