The Birds Of Satan

The Birds Of Satan

Shanabelle (2014)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 19/08/2014
Ο Taylor Hawkins των Foo Fighters μας πάει μια υπέροχη βόλτα στις αγαπημένες του μουσικές
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Υποθέτω ότι από ένα σημείο και μετά τη διαφορά την κάνει το μεράκι. Βλέπεις πολύ επιτυχημένους μουσικούς και συνήθως υπάρχει ένα όριο που όταν το ξεπερνάνε γίνονται πρωτίστως επαγγελματίες και δευτερευόντως καλλιτέχνες. Σου δίνουν την αίσθηση πως έχουν χάσει το μεράκι τους για αυτό που τους έκανε αυτό που είναι. Υπάρχουν, όμως, και οι άλλοι. Σε αυτούς τους άλλους ανήκει ο Taylor Hawkins και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά από τη στιγμή που αποτελεί κολλητάρι και μουσικό σύντροφο του Dave Grohl.

Για όσους δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Hawkins, πρόκειται για τον drummer των Foo Fighters που έχει να επιδείξει ένα πολύ πλούσιο μουσικό βιογραφικό το οποίο δεν κρίνεται σκόπιμο να αναλυθεί στην παρούσα παρουσίαση. Πέραν του δεδομένου ταλέντου που έχει στα drums, πρόκειται για πολυπράγμονα και ολοκληρωμένο μουσικό που κατά καιρούς έχει επιδείξει τις πολύ καλές φωνητικές του ικανότητες, όπως στο "Cold Day In The Sun" των Foo Fighters. Όπως λέει συνήθως ο Grohl πειράζοντάς τον, «για drummer έχει αρκετά καλή φωνή»...

Παράλληλα, ο Hawkins δεν έκρυψε ποτέ τη μεγάλη λατρεία που έχει στο κλασικό rock της δεκαετίας του '70 και ιδιαίτερα σε μπάντες όπως οι Rush και οι Queen. Μάλιστα, διατηρεί μια μπάντα διασκευών, τους Chevy Metal, οι οποίοι παίζουν τραγούδια από συγκροτήματα όπως οι Van Halen, οι Queen, οι Thin Lizzy και οι Black Sabbath, μεταξύ άλλων, η συνέχεια των οποίων έρχεται τώρα μέσω των The Birds Of Satan. Εκμεταλλευόμενος το κενό που άφησε η διάλυση του (μάλλον αδιάφορου) project των Coattail Riders, ο Hawkins παρέα με τους Wiley Hodgden στο μπάσο και Mick Murphy στην κιθάρα αποφάσισαν να γράψουν τα δικά τους τραγούδια στο ύφος της μουσικής που αγαπάνε.

Φυσικά, δεν θα είχε κανένα λόγο να μην χρησιμοποιήσει για αυτή τη δουλειά τα 606 Studios, το studio του Dave Grohl δηλαδή, όπου όσοι έχουν δει το σπουδαίο ντοκιμαντέρ για το Sound City ίσως θυμόνται ότι στεγάζεται η σπουδαία αναλογική κονσόλα από το πάλαι ποτέ κραταιό στούντιο και η οποία ταίριαζε ταμάμ στον ήχο που είχε κατά νου να αναπαράγει ο Hawkins με την παρέα του. Μιας και ήταν εκεί, έβαλαν το χεράκι τους στο τελικό αποτέλεσμα ο Grohl, ο Pat Smear και ο επί χρόνια πληκτράς στις συναυλίες των Foo Fighters, Rami Jaffee, χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς σε ποιο βαθμό ενεπλάκησαν. Για το τυπικό της υπόθεσης ας αναφέρουμε πως ο ίδιος ο Hawkins ανέλαβε φωνητικά και τύμπανα.

Για να πάμε και στην ουσία του όλου πράγματος, οι The Birds Of Satan δημιούργησαν ένα πραγματικά καλό άλμπουμ, που υπό συνθήκες θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως και εξαιρετικό! Παρόλο που περίμενα ένα μεγαλοπρεπέστατο αναμάσημα, το ομώνυμο ντεμπούτο τους ηχεί πολύ φρέσκο, δυναμικό και αναπαράγει με μεγάλη επιτυχία τον ήχο μιας άλλης εποχής, προσαρμόζοντάς τον εν μέρει σε σημερινά δεδομένα.

Δεν είναι μόνο ότι ο Hawkins έχει πολύ καλή φωνή, αλλά έχει πολύ τοποθετήσει πολύ όμορφες φωνητικές γραμμές και αρμονίες που δεν καπακώνονται κάτω από τα πολλά επίπεδα μιας φορτωμένης παραγωγής, ενώ στο drumming του είναι πιο ελεύθερος, παρουσιάζοντας σειρά από ωραίες ιδέες. Επίσης, ειδική μνεία οφείλει να γίνει στο παίξιμο του Murphy που σε σημεία εντυπωσιάζει, τόσο σε επίπεδο ήχου και ιδεών, όσο κυρίως το με το ουσιώδες παίξιμο του, ενώ ο Hodgden στο μπάσο έχει μάλλον δευτερεύοντα ρόλο (ελπίζω να μην παρεξηγηθεί αν διαβάσει αυτό που γράφω και βάλει τους φίλους του στο facebook να με βρίζουν).

Το ότι η μπάντα είναι συνθετικά απελευθερωμένη αποδεικνύεται από τα εννιάμιση λεπτά που διαρκεί το εναρκτήριο "The Ballad Of The Birds Of Satan", το οποίο ξεκινάει με drum solo διαθέτει μια γενικότερη Rush αύρα και παρουσιάζει μια σχετικά περιπετειώδη δομή. Παρόλο που οι υπόλοιπες συνθέσεις κινούνται σε αρκετά μικρότερες διάρκειες, διατηρούν σε μεγάλο βαθμό αυτό το κομμάτι της έκπληξης και της αλλαγής κατά τη διάρκειά τους, στοιχείο που αποτελεί ένα εκ των δυνατών τους σημείων και τις καθιστά ενδιαφέρουσες σε κάθε ακρόαση.

Κάθε μια από τις εφτά συνθέσεις έχει κάτι να προσφέρει, είτε πρόκειται για το groove και το πιασάρικο refrain του "Thanks For The Line", είτε για τις εναλλαγές του "Pieces Of The Puzzle", είτε για το πανέμορφο κιθαριστικό πέρασμα στο δεύτερο λεπτό του "Nothing At All". Το άλμπουμ κλείνει όπως πρέπει με το μπαλαντέ "Too Far Gone To See", του οποίου τα πλήκτρα της εισαγωγής φέρνουν καρφί στο νου το "Dream On" των Aerosmith, αλλά αξίζει και μόνο για την πρώτη φωνητική αρμονία που είναι βγαλμένη από τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος αυτής της μουσικής.

Τα 34 λεπτά του άλμπουμ κυλάνε χωρίς να υπάρχει κάποια στιγμή που να φαντάζει περιττή και -επανερχόμενος στην εισαγωγή αυτού του κειμένου- η αίσθηση που αφήνει είναι πως δημιουργήθηκε από μουσικούς με μεράκι, χωρίς σκοπιμότητες, χωρίς επαγγελματισμούς, χωρίς να πρέπει να βγει η υποχρέωση. Μπορεί να μην  διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή τίτλους σπουδαιότητας, αλλά σας εγγυούμαι ότι θα περάσετε καλά ακούγοντάς το, νιώθοντας πως ένας σπουδαίος μουσικός σας πάει, μέσω των δικών του συνθέσεων, μια βόλτα από τις αγαπημένες του μουσικές.
  • SHARE
  • TWEET