Stone Sour

House Of Gold & Bones - Part 2

Roadrunner (2013)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 08/04/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Συνεχίζουμε να ζούμε έργα και ημέρες Corey Taylor στη σκληρή μουσική. Αφού το πρώτο μέρος του μεγαλεπήβολου, διπλού concept άλμπουμ σάρωσε τα πάντα πέρσι, ήρθε η ώρα για την κυκλοφορία του δεύτερου και τελευταίου μέρους του "House Of Gold And Bones". Η σκέψη που αμέσως προκύπτει είναι απλή: «αν καταφέρει κινηθεί στα ίδια επίπεδα, τότε μιλάμε όχι μόνο για ένα υποψήφιο άλμπουμ της χρονιάς, αλλά και την ανεπιστρεπτί αναβάθμιση επιπέδου της μπάντας».

Εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο δε φαίνεται να επιτυγχάνεται, καθώς η αρχική εντύπωση που δημιουργείται είναι πως το δεύτερο μέρος του "House Of Gold And Bones" υστερεί σε σχέση με τον προκάτοχό του. Είναι όμως αυτό ικανός παράγοντας για να καθορίσει την αξία του άλμπουμ; Σαφώς κι όχι.

Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες, όμως είναι μάλλον επιφανειακό το να κριθεί συγκρινόμενο αποκλειστικά με ένα άλμπουμ, ειδικά όταν αυτό πρόκειται για ένα από τα αρτιότερα δείγματα σύγχρονου, μοντέρνου metal (ναι, αδερφέ, συνειδητοποίησέ το, δεν είναι metal μόνο ό,τι σου έμαθαν ή ό,τι σε συμφέρει), ενώ παράλληλα πρόκειται για ένα αρκετά διαφορετικό σε προσέγγιση άλμπουμ. Εν τέλει, πόσες φορές στην ιστορία των sequel κατάφερε το δεύτερο μέρος να σταθεί στο επίπεδο του πρώτου; Ελάχιστες.

Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός πως πρόκειται για ένα concept άλμπουμ, του οποίου την (αρκετά ιδιαίτερη) ιστορία θέλει να πει ο Taylor και τόσο το ύφος των συνθέσεων, όσο και η δομή των τραγουδιών υποδεικνύουν πως το δεύτερο αυτό μέρος της ιστορίας περιέχει μουσική πιο προσανατολισμένη στο να υπηρετήσει τους σκοπούς της ιστορίας αυτής, περισσότερο από ότι στο πρώτο μέρος. Το γεγονός πως τα τραγούδια και των δύο άλμπουμ στο σύνολό τους συντέθηκαν και ηχογραφήθηκαν μαζί δημιουργεί την εντύπωση πως η κίνηση αυτή ήταν σκόπιμη και μελετημένη. Αλλά και να μην ήταν, έτσι προέκυψε.

Μουσικά, το "House Of Gold And Bones - Part 2" είναι πιο σκοτεινό, είναι ακόμα πιο επιθετικό και σίγουρα είναι πιο δύσκολο άλμπουμ, χωρίς τα μεγάλα riff (βλέπε "Gone Sovereign"), χωρίς τις κολλητικές φωνητικές μελωδίες και με λιγότερες ακουστικές στιγμές. Εδώ, αναδεικνύεται περισσότερο η πολυδιάστατη παραγωγή του Botrill και δίνεται περισσότερο βάρος στις ενορχηστρώσεις, στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας και την εξέλιξη της ιστορίας, μέχρι ο πρωταγωνιστής να φτάσει στον προορισμό του, το "House Of Gold And Bones".

Τραγούδια σαν το εναρκτήριο mid tempo "Red City" ή το "Peckinpah" μοιάζουν να έχουν ένα περισσότερο περιγραφικό χαρακτήρα και μαζί με τα "Black John" και "Sadist" συντελούν σε ένα ξεκίνημα που εν τέλει στοιχίζει στο άλμπουμ σε επίπεδο εντυπώσεων. Κι αυτό γιατί -ίσως με τη λογική ότι αντιμετωπίζονται περισσότερο το μέσο του συνόλου, παρά ως η αρχή ενός άλμπουμ- δεν είναι οι δυνατές / πιασάρικες συνθέσεις που συνηθίζεται να επιλέγονται στις πρώτες θέσεις. Περιλαμβάνοντας από μελωδικά σημεία με πιάνο ή ακουστική κιθάρα μέχρι ακραία φωνητικά που θυμίζουν Slipknot μέσα στην ίδια σύνθεση και μερικές φορές χωρίς καν διακριτό refrain, διαφοροποιούνται από το σύνηθες μοτίβο των Stone Sour και ξενίζουν χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι αξιόλογες ή ενδιαφέρουσες. Το πρόβλημα είναι πως σπάνια στις μέρες μας θα βρεθούν ακροατές με υπομονή ως το πέμπτο τραγούδι, εν προκειμένω το "Stalemate", που θα κινήσει το ενδιαφέρον με την πρώτη φορά.

Κάπου εκεί, όμως, το άλμπουμ δείχνει να ανεβάζει στροφές, με τα "Stalemate", "Gravesend" και "'82" να αποτελούν μια πολύ δυνατή τριάδα τραγουδιών, φέρνοντας στον νου το νεύρο του πρώτου άλμπουμ, συνδυασμένο με τις εμπνευσμένες γραμμές του Taylor και στίχους σαν μαχαίρι που στοχεύει να χτυπήσει εκεί που πονάει πιο πολύ. Μετά το μάλλον αδιάφορο "The Uncanny Valley" που ακολουθεί, η εισαγωγή του "Blue Smoke" οδηγεί στο πρώτο single (και πιο δυναμικό τραγούδι) του δίσκου, το εξαιρετικό "Do Me A Favor", στο τέλος του οποίου επανέρχεται μια από τις βασικές μελωδίες του πρώτου μέρους. Από μόνο του, το γεγονός πως το single είναι το δέκατο κατά σειρά τραγούδι του άλμπουμ μάλλον επιβεβαιώνει τα όσα αναφέρθηκαν πριν περί σειράς των τραγουδιών. Το κλείσιμο του άλμπουμ είναι και το πιο δυνατό μέρος του, καθώς μετά το "Do Me A Favor" ακολουθεί η εντυπωσιακή power ballad "The Conflagration", σε ένα ύφος τραγουδιών που η μπάντα διαπρέπει και οι ερμηνείες του Corey σκοτώνουν, αποτελώντας την αγαπημένη μου σύνθεση του άλμπουμ, ενώ το ομώνυμο είναι μια πειραγμένη, διαφοροποιημένη version του "Absolute Zero", που για κάποιο λόγο λειτουργεί πάρα πολύ καλά.

Ως σύνολο, το δεύτερο μέρος του "House Of Gold And Bones" απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως μέτριο, αλλά έχω την εντύπωση πως ως τέτοιο κινδυνεύει να μείνει στην συνείδηση του κόσμου, πρώτον γιατί αποτυγχάνει στο να σταθεί στα επίπεδα του προκατόχου του και δεύτερον γιατί είναι ένα άλμπουμ «ανάποδο», φτιαγμένο περισσότερο για να ολοκληρώσει το concept παρά να σταθεί ως μεμονωμένη δουλειά. Δύσκολα θα εμφανιστεί σε λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς αυτή τη φορά, αλλά πιστοποιεί πως οι Stone Sour έχουν αλλάξει ρότα ως μπάντα και οι εμπορικές ανησυχίες του "Audio Secrecy" ανήκουν στο παρελθόν ολοκληρωτικά.

Το "House Of Gold And Bones - Part 2" είναι ένα γενναίο άλμπουμ που απαιτεί λίγο περισσότερο χρόνο από όσο συνηθίζεται να δίνει κάποιος σε μια μπάντα σαν τους Stone Sour, μιας και είναι φτιαγμένο με βάση το καλλιτεχνικό, παρά το εμπορικό κριτήριο, χάνοντας ίσως την ιδανική ισορροπία που επιτεύχθηκε στο πρώτο μέρος. Οφείλουμε όμως να σεβόμαστε και να εμπιστευόμαστε το καλλιτεχνικό όραμα του Corey Taylor και της παρέας του και προσθέτοντας τα δύο μέρη, νομίζω πως το οικοδόμημα που κατασκεύασαν είναι συνολικά άξιο θαυμασμού.
  • SHARE
  • TWEET