Serious Black

Mirrorworld

AFM (2016)
Από τον Σπύρο Κούκα, 30/08/2016
Διαφοροποιημένοι σε σχέση με το ντεμπούτο, συνεχίζουν να προσφέρουν ελκυστικό μελωδικό power metal
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Συνήθως, οι all star συμπράξεις μουσικών, τα επονομαζόμενα και supergroups, δεν εκπληρώνουν τις προσδοκίες που καλλιεργούνται λόγω του πρότερου «έντιμου βίου» των συντελεστών τους. Ίσως φταίνε και οι ακροατές βέβαια, με το να περιμένουν κάτι που θα συναγωνίζεται τις κορυφαίες δουλειές των κύριων μπαντών των εκάστοτε μελών, αλλά, όπως και να 'χει, οι δισκογραφικές προσπάθειες που προκύπτουν από αυτές τις συνεργασίες, στην πλειονότητα τους, καταλήγουν να περνούν απαρατήρητες.

Η περίπτωση των Serious Black, ωστόσο, μοιάζει κάπως διαφορετική. Αδιαμφισβήτητα αποτελώντας ένα supergroup του ευρωπαϊκού power metal ήχου, με αρχικά μέλη, τα οποία έχουν περάσει από τις τάξεις των Helloween, Blind Guardian και Tad Morose, μεταξύ άλλων σπουδαίων σχημάτων, κυκλοφόρησαν πέρυσι το ντεμπούτο τους, "As Daylight Breaks", προσφέροντας μια άκρως αξιόλογη, αν και δίχως εκπλήξεις, δουλειά για τον χώρο όπου κινούνται. Έτσι, μόλις έναν χρόνο μετά, με ανανεωμένη σύνθεση, επανέρχονται με το δεύτερο άλμπουμ τους, που αναμενόταν με ανυπομονησία στους κύκλους των οπαδών του μελωδικού ήχου.

Ξεκινώντας από τις αλλαγές που επιτελέστηκαν, τα δύο, θεωρητικά, μεγαλύτερα ονόματα του project, ο Roland Grapow (Masterplan, ex-Helloween) και ο Thomen Stauch (ex-Blind Guardian), έχουν αντικατασταθεί από τον «δικό μας», Μπάμπη Κατσιώνη (Firewind, Outloud) και τον μέγα γυρολόγο (αλλά κι εξαίρετο ντράμερ), Alex Holzwarth, όπου αυτήν την περίοδο παιδεύει τα δέρματα για τους Rhapsody Of Fire (κι έχει υπάρξει βασικό μέλος των ημίθεων Sieges Even). Αν κι, εκ πρώτης όψεως, οι αλλαγές αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία του πολυεθνικού αυτού γκρουπ, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ούτε στο ελάχιστο. Αυτό που μοιάζει να έχει διαφοροποιηθεί είναι το συνθετικό υπόβαθρο τους, μιας και οι νέοι μουσικοί έχουν ξεκάθαρα διαφορετική συνθετική κι εκτελεστική προσέγγιση από τους προκατόχους τους, συγκλίνοντας κάπως περισσότερο στο μελωδικό power των Firewind, Serenity και Edenbridge παρά στο γερμανικό euro power της Helloween και Masterplan σχολής.

Ο δίσκος, λοιπόν, αν και κινείται στα χνάρια του προκατόχου του, καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί ελαφρώς από αυτόν, όντας ταυτόχρονα λίγο πιο ομοιογενής. Δίχως να μπορώ να αποφασίσω ακόμη αν είναι καλύτερος από το "As Daylight Breaks", μιας και δεν έχει κομμάτι με τις δυναμικές του "Akhenaton" (με το υπέροχα catchy "Dying Hearts" να το πλησιάζει αρκετά), αλλά σαν σύνολο με ελκύει λίγο περισσότερο από το περσινό ντεμπούτο, έχω να επισημάνω ορισμένα στοιχεία, που θεωρώ πως πρέπει να αποτελέσουν πυξίδα για τις μελλοντικές κυκλοφορίες του συγκροτήματος. Καταρχάς, σε μουσικό επίπεδο, ο δίσκος είναι ιδιαιτέρως πιασάρικος, με πανέμορφα λυρικά μέρη και υψηλού επιπέδου εκτελέσεις κι ενορχηστρώσεις. Αναμενόμενο, θα πει κανείς, αφού μιλάμε για φτασμένους μουσικούς, με αρκετά άλμπουμ και περιοδείες στο ενεργητικό τους.

Ωστόσο, εκεί που πρέπει να επικεντρωθούμε, το οποίο κρίνει, εν πολλοίς, και τη συνολική εικόνα του δίσκου, είναι η απόδοση του Τσέχου πληκτρά, Jan Vacik (ex-Dreamscape), μα και του Urban Breed (ex-Tad Morose, ex-Bloodbound). Ο πρώτος, δημιουργεί το κατάλληλο μουσικό υπόβαθρο για να αναπτυχθούν οι ιδέες της μπάντας, με τα πλήκτρα του να είναι διακριτικά όπου πρέπει και πρωταγωνιστικά όπου το επιβάλει η σύνθεση. Έτσι, ο δίσκος, ακόμη και στις πιο τυπικές, euro power στιγμές του, διατηρεί το ενδιαφέρον, ενώ στις υπόλοιπες, όπως το προαναφερθέν "Dying Hearts", φτάνει σε κορυφώσεις, που οδηγούν σε επαναληπτικές ακροάσεις. Στον αντίποδα, ο Urban Breed, παρ' όλο που, προσωπικά, τον λατρεύω σαν τραγουδιστή, από την πρώτη κιόλας φορά που είδα τυχαία το video clip του "Anubis" των Tad Morose, εδώ πραγματοποιεί την πιο ασταθή ερμηνεία του σε δίσκο, καταδικάζοντας ορισμένα κομμάτια με την, σχεδόν αδιάφορη, απόδοση του σε αυτά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το "Heartbroken Soul", το οποίο μουσικά φέρνει μνήμες από την κλασσική περίοδο των Tad Morose, αλλά φωνητικά «χαντακώνεται» από την ερμηνεία του Σουηδού τραγουδιστή, ο οποίος θυμίζει μονάχα στη χροιά τον τραγουδισταρά των "Matters Of The Dark", "Modus Vivendi" αλλά και του πρώτου Bloodbound δίσκου. Ευτυχώς, σε ένα μεγάλο μέρος του δίσκου αποδίδει αρκετά πιο πειστικά, αλλά δεν βγαίνει απ' το μυαλό μου πως εάν ο Breed «έπιανε» έστω την φωνητική απόδοση του ντεμπούτου των Serious Black, θα μιλούσαμε με αρκετά διαφορετικά δεδομένα αυτήν τη στιγμή.

Συνολικά, το "Mirrorworld" αποτελεί έναν δίσκο που έχει τα φόντα για να ξεχωρίσει φέτος στο χώρο του μελωδικού power metal, με αρκετές συνθέσεις που μένουν στο μυαλό, αλλά και ένα αναπάντεχο μειονέκτημα, το οποίο του στερεί αρκετούς πόντους. Ακόμη κι έτσι, οι Serious Black παραμένουν ένα από τα τιμιότερα supergroups το τελευταίο διάστημα, αξίζοντας την προσοχή κάθε φίλου των πιο μελωδικών παρακλαδιών του σκληρού ήχου.

  • SHARE
  • TWEET