Royal Hunt

X

Marquee / Avalon Records (2010)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 05/03/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Στα οικονομικά και το marketing θα το λέγανε επέκταση κύκλου ζωής του προϊόντος, στην μουσική βιομηχανία το λένε τρίτη νεότητα. Όπως και να έχει οι Royal Hunt έχουν φτάσει δύο φορές σε τέλμα και τις δύο βγήκαν δυνατοί και αποδείχθηκαν πολύ ποιοτικοί για να χαθούν έτσι εύκολα. Το "X" νομίζω μπορεί να μαντέψει κάποιος πως είναι το δέκατο studio album της μπάντας και το δεύτερο από τότε που πίσω από το μικρόφωνο επιστρατεύτηκε ο γερόλυκος και μάλλον υποτιμημένος Mark Boals, γνωστός από δουλειές του κυρίως με τον Yngwie Malmsteen.

Οι Royal Hunt για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι είναι το πνευματικό παιδί του Andre Andersen, ιδρυτή, συνθέτη και πληκτρά της μπάντας, ο οποίος έχει αλλάξει ένα σωρό μουσικούς την τελευταία εικοσαετία. Κι όμως όλα αυτά τα χρόνια έχει διατηρήσει σχεδόν ακέραιο προσωπικό ύφος και τελικά η δική του προσωπικότητα είναι αυτή που υπερισχύει των αντικειμενικά καταπληκτικών τραγουδιστών που χρησιμοποιεί στους δίσκους του. Τι έχει κάνει ο DC Cooper μακριά από τους Royal Hunt τόσα χρόνια; Σχεδόν τίποτα και μιλάμε για μια από τις καλύτερες φωνές που έχουν ακουστεί στο progressive metal. Τι έχει να επιδείξει ο John West πέραν των Royal Hunt; Μετριότητες. Πόσα χρόνια είχε να διακριθεί δίσκος με τη συμμετοχή του Mark Boals στα φωνητικά; Ούτε που θυμάμαι. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι οι καλύτερες στιγμές των 3 αυτών εξαιρετικών τραγουδιστών εμπεριέχονται στις συνθέσεις του Andersen.

Τι έχει λοιπόν να προσφέρει το "X" στη δισκογραφία των Royal Hunt και στον οπαδό του μελωδικού (prog) metal; Μετά το καταπληκτικό "Collision Course" πριν δύο χρόνια οι Royal Hunt συνεχίζουν εκεί που σταμάτησαν, αλλά χωρίς να ανεβαίνουν. Στην πραγματικότητα μάλλον κατεβαίνουν και ένα κλικ, παρόλα αυτά στέκονται και πάλι αξιοπρεπέστατα. Για τους οπαδούς τους δεν υπάρχουν εκπλήξεις, αφού το πομπώδες, βασισμένο στα πλήκτρα και τις μελωδίες prog / power που προσφέρουν είναι και πάλι εδώ με τις φορτωμένες ενορχηστρώσεις και τα «μεγάλα» refrain. Ανοίγοντας και κλείνοντας με δύο ιντερλούδια - "Episode X (Arrival)" και "Episode X (Departure)" στο album συναντάται το κλασσικό ύφος και τα riff των Royal Hunt σε τραγούδια όπως το "End Of The Line", και το "King For A Day", υπάρχουν κολλητικές μελωδίες όπως αυτή του refrain του "Army Of Slaves" και εξαιρετικές συνθέσεις όπως αυτή του "Shadowman". Από εκεί και πέρα ο δίσκος έχει και τις μέτριες στιγμές του, αλλά όχι σε βαθμό να υποβιβάσουν το τελικό αποτέλεσμα που είναι ικανοποιητικό, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει όπως έκανε ο προηγούμενος δίσκος. Πολύ καλή παραγωγή για πληθώρα ιδεών / μελωδιών και δυνατές ερμηνείες για μια ακόμα φορά από τον Mark Boals που δείχνει να ταιριάζει απόλυτα στο συνθετικό πρότυπο του Andersen.

Συμπερασματικά, οι Royal Hunt με το "X" προσέθεσαν ένα ακόμα αξιόλογο album στη φαρέτρα τους. Δεν πλησιάζει τα κλασσικά τους "Paradox" και "Moving Target", δεν μπαίνει μαζί με τα εξαιρετικά "Fear" και "Collision Course" αλλά μαζί με το "Eye Witness" και το "The Mission" μπαίνει στην κατηγορία των album που βοηθάνε μια μπάντα να χτίσει τη φήμη της. Με μια τόσο εξαιρετική πορεία τόσα χρόνια και τόσους καλούς δίσκους είναι κρίμα να μην τους αναγνωρίζονται αυτά που έχουν κατακτήσει. Η θέση της είναι δίπλα σε μπάντες όπως οι Symphony X, οι Shadow Gallery και αντίστοιχα ονόματα. Οι οπαδοί του ήχου δώστε ακούσματα στο "X" και όσοι δεν έχετε εντρυφήσει στους Royal Hunt ξεκινήστε το ψάξιμο, κατά προτίμηση με τη σειρά που αναφέρεται λίγο πιο πάνω.
  • SHARE
  • TWEET