Phil Collins

Going Back

Atlantic (2010)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 02/11/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Αλήθεια, πόσο rock είναι η μαύρη μουσική; Μη βιαστείτε να απαντήσετε. Εντάξει, καταλαβαίνω πως, ειδικά για εμάς που απέχουμε έναν Ατλαντικό και μια Μεσόγειο από εκεί όπου γεννήθηκε το rhythm & blues, η soul, το funk κτλ. η μαύρη μουσική -ιδιαίτερα μετά τα '80s-, μπορεί να φαντάζει πολλές φορές λίγο kitsch, ενώ για τους hardcore rock φίλους η απουσία (ή έστω η ανεπαίσθητη παρουσία) της ηλεκτρικής κιθάρας μπορεί να αποτελεί αποκλειστικό παράγοντα που δεν επιδέχεται διαπραγμάτευσης.

Από την άλλη, όμως, πόσο rock ήταν ο φυλετικός διαχωρισμός και οι αγώνες που έγιναν για να ξεπεραστεί; Πόσο rock ήταν ο πόλεμος στο Vietnam ή οι ταραχές στο Detroit το 1967 (43 νεκροί); Πόσο rock ήταν οι δολοφονίες των Martin L. King και Malcom X. και, εν τέλει, πόσο rock είναι η μαύρη μουσική και ο συχνά πολιτικοποιημένος στίχος της, που αποτέλεσε το πραγματικό soundtrack σε όλα αυτά εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1960; Για θυμηθείτε soundtracks ταινιών που καλύπτουν εκείνη την περίοδο (π.χ., "Full Metal Jacket", "Platoon", "Good Morning Vietnam", "Forest Gump" κτλ.) και θα δείτε πως ο Hendrix, οι Creedence Clearwater Revival και οι Cream πήγαιναν πάντα παρέα με το Sly, τον James Brown, τους Temptations, αλλά και τις Supremes, τις Ronettes, τις Shirelles και τις Martha & The Vandellas.

Αυτό που κάνει ασυναγώνιστα rock τη μαύρη μουσική της περιόδου εκείνης ήταν η καθοριστική συμβολή της στο να αμβλυνθούν κοινωνικές διαφορές αιώνων. Ακόμη και τα θεωρητικά ανούσια, ανάλαφρα χορευτικά κομμάτια λειτούργησαν ως Δούρειος Ίππος, που έβαλε τη μαύρη μουσική στα σπίτια των λευκών, που ήταν πλέον αδύνατον να μην οδηγηθούν στην πίστα. Εκεί ήδη βρίσκονταν οι μαύροι, οι οποίοι ξεφάντωναν με την καρδιά τους. Όσο κι αν σήμερα μας φαίνεται αδιανόητο, δεν έχουν περάσει ούτε 45 χρόνια από τότε που στις συναυλίες μαύρων καλλιτεχνών μαύροι και λευκοί χωρίζονταν από ένα σχοινί που εμπόδιζε την «ανάμειξη» και όλα αυτά υπό την αυστηρή επίβλεψη αστυνομικών που «φρόντιζαν» να μην υπάρχουν παραβάτες. Όμως, ήταν τόσο ξέφρενο το ξεφάντωμα [π.χ. όταν οι Isley Brothers τα έσπαγαν με το "Shout" ή όταν οι Sam & Dave οδηγούσαν το κοινό σε εξωσωματικές εμπειρίες με το "Hold On (I'm Coming)"], που η δύναμη του πλήθους «καταβρόχθισε»  το σχοινάκι, καταργώντας εμπράκτως το διαχωρισμό και δίνοντας τελικά τη δυνατότητα στους λευκούς να γευτούν από κοντά τη χαρά του ρυθμού!

Τι να πρωτοπεί κανείς για όλα αυτά; Είναι γνωστά και έχουν γραφτεί πολλές φορές. Στο ίδιο πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια διαβάσαμε άπειρα άρθρα που συσχετίζουν ευθέως την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των Η.Π.Α. με τη σταδιακή επικράτηση της μαύρης μουσικής, ξεκαθαρίζοντας πως αυτή θα ήταν αδύνατη εάν δεν είχε προηγηθεί η μουσική που ξεπήδησε από τα studios της Motown, της Atlantic, της Stax και της Chess εκεί στα '60s. Θα μου πείτε, βέβαια, τι σχέση έχουν οι σημερινές (μαύρες) σαχλαμάρες με εκείνα τα αριστουργήματα και φυσικά θα έχετε δίκιο, αλλά έτσι δε λένε: «Μια γενιά τα φτιάχνει, μια τα χαίρεται και μια τα χαλάει...».  Τι μου θυμίζει αυτό, ω πατρίδα μου γλυκιά;

Με συγχωρείτε για το μεγάλο πρόλογο, αλλά πραγματικά μου είναι αδύνατον να γράψω για το νέο album του Phil Collins χωρίς να κάνω μια -ελάχιστη- αναφορά στην περίοδο που γέννησε τα κομμάτια που σήμερα διασκευάζει στην επιστροφή του -μετά από οκτώ χρόνια- με τίτλο "Going Back".  Κακά τα ψέματα, τους ήρωες τους κάνουν οι περιστάσεις και στα χρόνια που εστιάζει ο Phil Collins οι περιστάσεις ήταν εκρηκτικές και οι ζυμώσεις συνεχείς. Μπορεί να μη διασκευάζει κάποιο από τα «πολιτικά» κομμάτια του Marvin Gaye, του Stevie Wonder, αλλά και τα κομμάτια της «εποχής της αθωότητας» δεν παύουν να έχουν τη δική τους βαρύτητα και συμβολή στην αλλαγή που ήρθε.

Να ξεκαθαρίσω κάτι: όσο γλυκανάλατος μπορεί να είναι για πολλούς ο Phil Collins, δεν υπάρχει άλλος φετινός δίσκος με τόσα πολλά σπουδαία κομμάτια. Τελεία και παύλα, το ρεπερτόριο της Motown στέκει εκεί ψηλά μαζί με τα κομμάτια των Beatles και των Stones! Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Collins καταπιάνεται με τα διαμάντια της Motown. Αντιθέτως, το πρώτο προσωπικό του #1 ήρθε το 1982 με τη διασκευή στο "You Can't Hurry Love" των Supremes, ενώ η επιρροή του συγκεκριμένου ήχου ήταν εμφανής και σε δικά του κομμάτια (π.χ. το "Two Hearts" που είχε γράψει με τον Lamont Dozier της υπερεπιτυχημένης συνθετικής τριάδας Holland-Dozier-Holland ή τα "Easy Lover" και "Sussudio").

Είναι αλήθεια πως η χαρακτηριστική του φωνή πάει γάντι με το ρεπερτόριο αυτό και αυτό είναι κάτι που ο ίδιος το γνωρίζει πολύ καλά. Παρά τα 59 του χρόνια, στα περισσότερα κομμάτια ακούγεται ιδιαιτέρως «φρέσκος». Ιδιαίτερα στα "Standing In The Shadows Of Love", "(Love Is Like A) Heatwave", "Jimmy Mack", "Girl (Why You Wanna Make Me Blue)" ακούγεται πιο νεανικός και από τον ...Justin Bieber. Ωστόσο, από την άλλη μεριά, οι εκτελέσεις του Collins δε φέρνουν κάτι καινούργιο στα πασίγνωστα αυτά κομμάτια. Κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις του άλλωστε. Ο ίδιος δήλωσε πως απόλυτη προτεραιότητά του ήταν να ακούγεται ακριβώς όπως οι εφηβικοί του ήρωες.

Από πλευράς παραγωγής, είναι χαρακτηριστική και απολύτως πετυχημένη η προσπάθεια αναπαραγωγής του αυθεντικού ήχου της Motown των '60s, καθώς και του περίφημου «wall of sound» του Phil Spector.  Πράγματι, αν εξαιρέσεις την καθαρότητα που προσδίδουν τα σύγχρονα μέσα ηχογράφησης, πολλά από τα κομμάτια ακούγονται σα να είναι βγαλμένα από την εποχή που πρωτοπαίχτηκαν.  Δε λείπουν βέβαια οι «αποστειρωμένες πλαστικούρες» (π.χ. "Blame It On The Sun", "Never Thought You'd Leave In Summer" ή το ομότιτλο, το οποίο όμως είναι τόσο σημαντικό κομμάτι, που θα έβγαινε στον αφρό ακόμη κι αν το έλεγε o ...Bootsy Collins). Αυτό που προσδίδει μεγάλη αξία στο album είναι η συμμετοχή τριών από τα μέλη των Funk Brothers (ο μπασίστας Bob Babbitt και οι κιθαρίστες Eddie Willis και Ray Monette). Αλήθεια, γνωρίζετε ότι οι Funk Brothers είναι το πιο πετυχημένο συγκρότημα όλων των εποχών; Πρόκειται για ένα group session μουσικών, που έχει συμμετοχή σε περισσότερα #1 κομμάτια από όσα έχουν οι Beach Boys, οι Beatles, οι Stones και o Elvis μαζί! Σας ικετεύω, κάνετε τη χάρη στον εαυτό σας και δείτε το απίθανο ντοκιμαντέρ "Standing Ιn Τhe Shadows Οf Motown" και μάθετε ό,τι χρειάζεται για τη μπάντα που αποτέλεσε τον πυρήνα της εταιρείας φαινόμενο που έμεινε στην ιστορία ως Hitsville U.S.A. Μια tribute band πολυτελείας λοιπόν.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης πως υπάρχει και ικανή ποσότητα δράματος πίσω από αυτή την επιστροφή. Να θυμίσω ότι στην απώλεια της ακοής στο δεξί αυτί του Phil Collins από το 2000 ήρθε να προστεθεί μια εξάρθρωση σπονδύλου στον αυχένα, η οποία οδήγησε σε χειρουργική επέμβαση, μετά την οποία ανακοινώθηκε πως δε θα είναι σε θέση να παίξει drums ξανά. Πρέπει να ήταν η ευφορία των ήχων της Motown που τον έκανε να νοιώσει καλύτερα και έτσι, δένοντας τις μπαγκέτες στους καρπούς του, κατάφερε να παίξει τα τύμπανα σε ολόκληρο το album.

Το υπέρχοχο κομμάτι της Carole King και του Gerry Goffin που έδωσε τον τίτλο στο album δεν είναι ιδαίτερα ενδεικτικό του περιεχομένου, αλλά ήρθε και έδεσε μια χαρά με το εξώφυλλο, το οποίο προέρχεται από τη βιβλιοθήκη φωτογραφιών του Μουσείου Getty. Το αρχικό όνομα του project ήταν "18 Good Reasons", αλλά όταν τυχαία βρέθηκε η φωτογραφία του δεκατριάχρονου Collins στα drums, οι αναπολήσεις ξεχείλισαν και ο τίτλος ήρθε από μόνος του. Η εκτέλεση του στο συγκεκριμένο κομμάτι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο (δε φτάνει ούτε στο νυχάκι την εκτέλεση της Dusty Springfield ή έστω εκείνη των Byrds), αλλά τι σημασία έχει; Μιλάμε για ένα από τα καλύτερα κομμάτια που αφορούν στο ...ageing process και είναι ευχάριστο που, έστω κι έτσι, θα περάσει και σε μια άλλη γενιά. Τι να πρωτοδιαλέξω από τους στίχους του; «And I can play hide and seek with my fears / And live my days instead of counting my years».  Αν σας διαφεύγει, κάνετε ακόμη μια χάρη στον εαυτό σας και ψάξτε το.

Εντάξει, λοιπόν, αναγνωρίζω τον ενθουσιασμό και τις υγιείς νοσταλγο-οπαδικές προθέσεις του Phil Collins για το υπέροχο αυτό ρεπερτόριο, καθώς και τη φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλλε για τη δημιουργία του album. Είναι γεγονός επίσης ότι ο δίσκος αποτελεί επιστροφή που προκάλεσε αίσθηση (κυρίως στα βρετανικά charts, όπου έπιασε κορυφή), αλλά καλό θα είναι να μη χάνουμε το μέτρο. Άκρως προτιμότερες οι φετινές επιστροφές των Robert Plant, Robert Wyatt ή ακόμη και του Elton John. Επίσης, κακά τα ψέματα, αν θέλετε να ακούσετε τα κομμάτια αυτά είναι προτιμότερο να ανατρέξετε σε κάποια συλλογή της Motown, στις ηχογραφήσεις του παμμέγιστου παραγωγού Phil Spector [π.χ. "Back Το Mono" (1991)] ή της Dusty Springfield (κορυφαία Βρετανίδα τραγουδίστρια για τα '60s) και κυρίως στα έπη του Stevie Wonder, όπου θα βρείτε αυτά και πολλά άλλα στις αυθεντικές και άκρως ιστορικές ηχογραφήσεις. Βέβαια, αν τα κάνετε όλα αυτά είναι πολύ πιθανό να μην ξανασχοληθείτε με τις καινούργιες για πολύυυυυυ καιρό. Τι λέτε λοιπόν, το μπλε ή το κόκκινο χάπι;
  • SHARE
  • TWEET