Pearl Jam

Gigaton

Monkeywrench (2020)
Από τον Παντελή Κουρέλη, 31/03/2020
​Whoever said it's all been said, gave up on satisfaction
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εφτά χρόνια είναι τα περισσότερα που έχουν περάσει στην καριέρα των Pearl Jam μεταξύ δύο δισκογραφικών τους βημάτων. «Εννιά κράτησε όλη τους η καριέρα» θα μπορούσαν να πούνε οι υποστηρικτές της άποψης που λέει ότι «τελειώσανε» το 2000. Αφήνοντας τους συγκεκριμένους να ακούσουν και να απολαύσουν το "Ten", ας δούμε τι κατάφερε αυτή η μεγάλη, σχεδόν cult πια, αμερικανική μπάντα με τον εντέκατο δίσκο της. Δεν κατάφερε να βγάλει έναν δίσκο επιπέδου "Ten", για όποιον βιάζεται, όμως τα κατάφερε μάλλον αξιοσημείωτα καλά.

Μετά το “Can’t Deny Me”, το οποίο δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο, οι πέντε Pearl Jam κάθισαν με τον παραγωγό Josh Evans στην πόλη τους το Seattle για να ηχογραφήσουν το "Gigaton". Αυτήν τη φορά δε συνεργάστηκαν στενά με τον Brendan O’Brien, ο οποίος έχει κάνει παραγωγή σε έξι δίσκους τους, το ηχητικό αποτέλεσμα όμως στο "Giagaton" δικαιώνει την επιλογή τους μιας και ο δίσκος μέσα στην ωριμότητά του ακούγεται φρέσκος και έντιμος, ενώ έχει ενσωματώσει και αρκετούς πειραματισμούς για τα δεδομένα τους.

Η σύνθεση του συγκροτήματος έχει αξιοσημείωτη σταθερότητα, μιας και αποτελείται από τους ίδιους μουσικούς εδώ και 22 χρόνια, ενώ όλοι πλην του Cameron είναι «εκεί» από την πρώτη μέρα. Για τρίτο συνεχόμενο δίσκο βέβαια, τα μισά τραγούδια είναι αποκλειστικής σύνθεσης του Vedder. Στο άμεσο παρελθόν αυτό δεν έχει δουλέψει 100% καλά (λέμε με "Backspacer" κατά κύριο λόγο), όμως στον συγκεκριμένο δίσκο το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο.

Στο πρώτο μισό – και περισσότερο – του δίσκου συναντάμε τα πιο up tempo, «κεφάτα» και γρήγορα κομμάτια, στα οποία όμως οι ταχύτητες είναι πεσμένες σε σχέση με το παρελθόν. Στο εναρκτήριο "Who Ever Said" οι γεμάτες, καθαρές ρυθμικές κιθάρες κυριαρχούν, ενώ το γνωστό μας "Superblood Wolfmoon" έχει ένα riff που «φορτώνει» όσο εξελίσσεται. Δυο ωραία rock κομμάτια για ξεκίνημα, από τα πιο καλά που έχει γράψει ο Vedder τα τελευταία χρόνια. Στο "Dance Of The Clairvoyants", το οποίο έχει βγει στη δημοσιότητα εδώ και αρκετές βδομάδες, είναι ίσως το κομμάτι στο οποίο οι Pearl Jam πειραματίζονται πιο εμφανώς στον δίσκο. Το drum track είναι πολύ διαφορετικό από αυτά που μας είχαν συνηθίσει και το κομμάτι φέρνει στο μυαλό λίγο τους Talking Heads.

Οι απαισιόδοξοι στίχοι στο "Quick Escape", το οποίο είναι από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, αναφέρονται στην κατάσταση του πλανήτη μας, περιβαλλοντική και πολιτική. Οι Pearl Jam έχουν δείξει έμπρακτα εδώ και δεκαετίες ότι τους απασχολούν σοβαρά και τα δύο θέματα. Το εξώφυλλο του δίσκου, άλλωστε, είναι μια φωτογραφία του Paul Nicklen που έχει τραβηχτεί στο νορβηγικό αρχιπέλαγος Svalbard και δείχνει το λιώσιμο ενός παγετώνα. Ο Trump λοιπόν έχει την τιμητική του, με τον στιχουργό Vedder να ταξιδεύει νοητά από τη Ζανζιβάρη μέχρι το Μαρόκο για να βρει ένα μέρος που δεν έχει καταστρέψει (αλλιώς το λέει, αλλά είμαστε πολιτικά ορθοί!) ο ηγέτης της υπερδύναμης. Το βρήκε στον Άρη... Με το "Alright", στο οποίο συναντάμε τον Cameron να παίζει κιθάρα, κλείνει μια πολύ πειραματική τριάδα που φέρνει κατά κύριο λόγο τη συνθετική υπογραφή του Ament, που αναδεικνύεται σε δευτεραγωνιστή και είναι μάλλον αυτός που έφερε τις πιο φρέσκιες και όμορφες ιδέες.

Η συλλογική προσπάθεια "Seven O’Clock" έχει μια αύρα μεγαλοπρέπειας και θυμίζει λίγο "Binaural", ενώ το "Never Destination" με τον ανθεμικό του ρυθμό είναι ίσως το πιο ‘90ς κομμάτι στον δίσκο. Σε συνέχεια αυτού, το επίσης πολύ κιθαριστικό "Take The Long Way" είναι συνεισφορά του Cameron, έχει ωραίο solo και μια τζούρα από Soundgarden.

Από εκείνο το σημείο τα γκάζια πέφτουν και τα τελευταία τέσσερα κομμάτια είναι πιο αργά και συναισθηματικά. Δυστυχώς όμως στο "Buckle Up" το πουλέν Stone Gossard (πάντα Stone’s side!) απογοητεύει, παραδίδοντας το πιο αδύναμο και αδιάφορο τραγούδι του δίσκου. Ναι, από τον άνθρωπο που έχει γράψει τόσους και τόσους ύμνους στο παρελθόν οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες.

Στο συναισθηματικό, Neil Young-ish "Comes Then Goes" ο Vedder φαίνεται να εκφράζει τον πόνο του για κάποιο χαμένο αγαπημένο του πρόσωπο, το οποίο έφυγε για πάντα. Η αλήθεια είναι ότι όλοι έναν συγκεκριμένο σκεφτόμαστε.

Στο "Retrograde" του McCready υπάρχουν εμφανείς R.E.M. αναφορές και η καταπληκτική χροιά του Vedder τις ντύνει πάρα πολύ όμορφα. Οι πειραματισμοί τελειώνουν ακριβώς στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, με την πλήρη απουσία κιθάρας στο "River Cross", το οποίο είναι μόνο με πλήκτρα, κρουστά, kalimba και τη φωνή του Vedder.

Αποτιμώντας τη φετινή προσπάθεια των Pearl Jam, νομίζω ότι αυτός ο δίσκος από μόνος του δε θα μεγαλώσει το ακροατήριο της μπάντας. Αυτό θα το κάνει εύκολα μια συναυλία τους. Το πρόσημο όμως για μια κυκλοφορία που στα δικά μου αυτιά ηχεί καλύτερη από τις προηγούμενές τους και που ριψοκινδυνεύω να πω ότι θα αντέξει καλύτερα στον χρόνο είναι σίγουρα θετικό και φτάνει στα όρια του συγκρατημένου ενθουσιασμού.

Η αγανάκτησή τους παραμένει παρούσα, απλώς τώρα πια είναι πιο ώριμη και ίσως λίγο πιο εκλεπτυσμένη, εκφραζόμενη περισσότερο μέσα από τους στίχους και όχι από τη μουσική, η οποία δεν είναι τόσο οργισμένη όσο παλιότερα. Η μπάντα φαίνεται να δείχνει προσοχή τόσο στην ηχητική όσο και στη συναισθηματική λεπτομέρεια, όπως μας έχει συνηθίσει και στο παρελθόν. Αυτή τη φορά όμως τα τραγούδια στο μουσικό τους μέρος φαίνονται να είναι πιο καλοδουλεμένα και μας αφήνει με ένα μικρό ερωτηματικό για το πόσο καλύτερα θα τα κατάφερναν αν ο Gossard συμμετείχε περισσότερο.

Αυτά είναι λεπτομέρειες όμως. Οι Pearl Jam δε διαμορφώνουν πια τον rock ήχο, όπως έκαναν στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους. Πέραν αυτού, που έχει να κάνει βέβαια και με το ότι υπάρχουν μουσικές που είναι πιο δημοφιλείς από το rock, με το "Gigaton" μας δίνουν έναν όχι σπουδαίο, αλλά σίγουρα ωραίο και έντιμο δίσκο. Σίγουρα καλύτερο από το "Lightning Bolt" και το "Backspacer" και ίσως τον καλύτερό τους από την εποχή του "Riot Act", του οποίου τη θέση μάχεται να κλέψει σε μια δυνητική κατάταξη της δισκογραφίας τους που κάνουν κάτι παράξενοι τύποι – είναι απ’ το χωριό, δεν τους ξέρετε. Κι αυτοί που ξέρετε όμως, καλά τα λένε στον οδηγό αγοράς που έχει δημοσιευτεί εδώ.

Στη μονάδα μέτρησης "Rush", δηλαδή κατά πόσο μια μπάντα βγάζει τρομερούς studio δίσκους από την αρχή ως το τέλος, οι Pearl Jam με το "Gigaton" σκοράρουν καλό βαθμό. Κι αν ήταν ο ένας από τους Rush που πέρασε τρομακτικές δυσκολίες και παρ’ όλα αυτά η μπάντα κατάφερε να συνέλθει, οι Pearl Jam δυστυχώς ήταν όλοι. Μετά το Roskilde, κανείς τους δεν είναι ίδιος, άλλαξαν οι ζωές τους ολόκληρες. Έχουν βρει όμως τον δικό τους τρόπο να πορεύονται. Κι όπως μας λέει κι ο Vedder, "whoever said it's all been said, gave up on satisfaction". Όταν αγαπημένοι μου φίλοι λοιπόν βγάζουν ωραίο δίσκο, θα τον ευχαριστιέμαι πίνοντας στην υγειά τους και θα θυμάμαι για μια ακόμα φορά εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου που μου άλλαξε τη δική μου, συναυλιακή, ζωή.

  • SHARE
  • TWEET