Paul Weller

Sonik Kicks

Island (2012)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 02/04/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Πριν κανά εξάμηνο σκάλιζα κάτι σκονισμένα βρετανικά μουσικά περιοδικά που έχω στην αποθήκη κι έπεσε το μάτι μου σε μια διαφήμιση που είχε τη φάτσα του Paul Weller στο οπισφόφυλλο ενός παλιού τεύχους. Επρόκειτο για μια καταχώριση ενός εκ των ιστορικότερων βρετανικών δισκοπωλείων κι από κάτω είχε δυο αράδες από τους στίχους του “Strawberry Fields Forever” των Beatles. O Modfather κοίταζε στα μάτια κι έλεγε κάτι του τύπου: «Αυτό είναι η έμπνευση μου». Αμέσως θυμήθηκα την αρχική εντύπωση που μου είχε κάνει όταν είχα πρωτοδεί τη διαφήμιση προ δεκαετίας, αλλά πλέον, έχοντας κατά νου την πορεία του Weller στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν μπορούσα παρά να γνέψω καταφατικά, αναγνωρίζοντας το πόσο ειλικρινής ήταν. Παρά τις συνεχείς μουσικές του μεταμορφώσεις, με κάποιον περίεργο τρόπο μου έχει καρφωθεί πως ό,τι κάνει τα τελευταία χρόνια, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, αποτελεί επαναπροσέγγιση της ψυχεδελικής περιόδου των σκαθαριών κι ειδικότερα εκείνου του αδιανόητα επιδραστικού κομματιού.

Κι αν αυτό είναι μια προσωπική και άρα υποκειμενική παρατήρηση, υπάρχουν άλλες, σαφώς πιο αδιαπραγμάτευτες αλήθειες γύρω από το σπουδαίο μουσικό. Μια από αυτές είναι ότι ο Weller, διανύοντας πλέον την τέταρτη δεκαετία της καριέρας του, βρίσκεται σε καταπληκτική φόρμα με συνεχόμενες αξιόλογες κυκλοφορίες που απολαμβάνουν ευρύτατης κριτικής αποδοχής (υποψηφιότητα για Mercury Prize, βραβεύσεις κλπ.), ενώ συγχρόνως αποτελούν και εμπορικές επιτυχίες. Πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε τον ενδέκατο solo δίσκο του, με τον οποίο πέτυχε το έκτο του #1 στο βρετανικό album chart (τέσσερα solo και από ένα με Jam και Style Council). Μάλιστα κατάφερε να ανέβει στην κορυφή πουλώντας μόλις 250 αντίτυπα περισσότερα από τον τελευταίο δίσκο του superstar των djs David Guetta. Ωραία νέα!

Το καταπληκτικό της ιστορίας είναι ότι ο Weller τα πετυχαίνει όλα αυτά χωρίς να επαναπαύεται στα επιτεύγματα του παρελθόντος. Παραμένει στην εμπροσθοφυλακή της πρωτοπορίας και διαρκώς επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του, σπρώχνοντας τα όρια της δημιουργίας του σε νέες αχαρτογράφητες περιοχές, τόσο για τον ίδιο, όσο και για άλλους, πολύ νεότερους από αυτόν. Μακριά από τις καταχρήσεις από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας και περιστοιχισμένος από νιάτα και οικογενειακές υποχρεώσεις (7 παιδιά από τέσσερις γυναίκες, με την τελευταία να του χαρίζει δίδυμα τον περασμένο Γενάρη), καταφέρνει και ακούγεται -για μια ακόμη φορά- ιδιαιτέρως ενεργητικός, παρά τα 53 του χρόνια.

Αν έπρεπε να περιγράψουμε το “Sonik Kicks” συνδέοντάς το με τις δυο προηγούμενες κυκλοφορίες του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνδυάζει την αμεσότητα του “Wake Up The Nation” (2010) και τον ακούραστα εξερευνητικό χαρακτήρα του “22 Dreams” (2008). Η δομή ηχητικού κολάζ που χρησιμοποιεί εδώ παρουσιάζει πολύ περισσότερες ομοιότητες με το δεύτερο. Τις συνθέσεις και την παραγωγή στα περισσότερα κομμάτια συνυπογράφει ο Simon Dine, ο οποίος έχει παίξει μεγάλο ρόλο στο να ξαναβρεί τη φόρμα του ο Weller στους τελευταίους τρεις δίσκους. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για την τελευταία συνεργασία τους, καθώς -δυστυχώς- έχουν εμπλακεί σε μια δικαστική διαμάχη.

Εκείνο που προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη είναι ότι ο Modfather, που το δίχως άλλο είναι μια μουσική φυσιογνωμία  απόλυτα συνυφασμένη με τη Βρετανία, έπειτα από ένα μακρύ μουσικό ταξίδι, αποφασίζει τώρα να κάνει μια βαθιά βουτιά στο Krautrock.  Το “Green” με το οποίο ανοίγει ο δίσκος είναι το πλησιέστερο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί το Weller να φτάνει κοντά στο Motorik των Neu!. Κοφτοί στίχοι, synthesizers, μαχητικά αεροσκάφη που περνούν ξυστά και -ποιος το περίμενε!- ο Weller σε ρόλο πιλότου.

Το “The Attic” που ακολουθεί κρατάει πολλά από τα στοιχεία αυτά, αλλά είναι σαφώς πιο ισορροπημένο κι αποτελεί μια ολοκληρωμένη pop σύνθεση (με μπόλικο άρωμα από Strawberry Fields βεβαίως-βεβαίως). Εδώ μας περιμένει και μια έκπληξη, καθώς, ως πραγματικός «Νονός» που είναι ο Weller για τους Βρετανούς, δε θα μπορούσε παρά να είναι ο μοναδικός που θα κατάφερνε να φέρει μέλη των Oasis και των Blur (Noel Gallagher και Graham Coxon αντίστοιχα) να ηχογραφούν στον ίδιο δίσκο.  Στο κομμάτι αυτό συμμετέχουν και οι δύο (συνολικά ο πρώτος συμμετέχει σε τρία κι ο δεύτερος σε δύο από τα κομμάτια του δίσκου). Ωστόσο, παραμένει αδιευκρίνιστο το εάν και κατά πόσο συνυπήρξαν στο studio.

Ακολουθεί το “Kling I Klang” μέσα σε ένα ξέφρενο επιτόπιο -και άκρως χοροπηδηχτό- τροχάδην στα 2/4. Με αναφορές στον παραλογισμό του πολέμου, αποδεικνύει -έστω και μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό όχημα- ότι δεν ξεχνά την παρακαταθήκη του ξεκάθαρα πολιτικοποιημένου “Wake Up The Nation”. Κάπου εκεί, ο δίσκος αλλάζει κατεύθυνση κατά 180 μοίρες.

Συνδετικός κρίκος το ιντερλούδιο του “Sleep Of The Serene”, το οποίο μας μεταφέρει στον πανέμορφο κόσμο του “By The Waters” με το οποίο μας θυμίζει πόσο καλός είναι στο να γράφει «γήινες», ακουστικές μπαλάντες φτιαγμένες από «Wild Wood». Ο λυρισμός κι η πολύ όμορφη ενορχήστρωση που βασίζεται στα έγχορδα φέρνει στο μυαλό το Nick Drake.

Το πολύ καλό πρώτο single “That Dangerous Age” μοιάζει βγαλμένο από το “The Great Escape” (1995) των Blur (περιττό να θυμίσω πόσο πολύ πάτησαν εκείνοι στην ψυχεδελική περίοδο των Fab-Four). Ακούστε το ανάμεσα στα “Country House” και “Charming Man” και θα με θυμηθείτε. Είναι, βέβαια, σαφώς πιο «ώριμο». Neon soul με τα όλα της! Με τους στίχους «Shoo-woop, he’s at a dangerous age!» δοσμένους μέσα σε ένα αστραφτερό πλαστικό περιτύλιγμα, ενώνει το μακρινό παρελθόν με το μέλλον και παίζει κάτι που μόνο με τη χρήση του αδόκιμου όρου “electro doo-wop” θα μπορούσα να περιγράψω.    

«And when he wakes up in the morning / It takes him time to adjust.
So sick and tired of the money / And all the life that is lost»

Η αλληλεπίδραση με τον Albarn (Blur - ένας από τους καλύτερους «μαθητές» του) συνεχίζεται στο “Study In Blue”, το οποίο ακούγεται σαν μια από εκείνες τις laid-back συνθέσεις των Gorillaz ή των The Good, The Bad &The Queen (που με τη σειρά τους στηρίχθηκαν στους Big Audio Dynamite και τους Public Image Limited).  Επτά λεπτά γεμάτα jazzy αυτοσχεδιασμούς πάνω σε reggae ρυθμό, παρέα με την -κρατηθείτε- κατά 27 (!) χρόνια νεότερη σύζυγό του. Μέχρι και melodica έχει! Τα έκανε και με τους Style Council αυτά, αλλά εκεί υπήρχαν σαφείς pop περιορισμοί. Τώρα ακούγεται απολύτως ελεύθερος. Το κομμάτι «σβήνει» στα μισά για να επανέλθει πιο ζωηρό με ακόμη πιο βαρύ dub. Θεματολογικά περιγράφει την επιστροφή του αποπροσανατολισμένου άνδρα στο καταφύγιο που προσφέρει η οικογένεια. Χωρίς αμφιβολία, στην άσκηση αυτή βρίσκεται η «ψυχή» του “Sonik Kicks”.

Τους ενδιαφέροντες στίχους στο goth “Dragonfly” που ακολουθεί έχει γράψει μια από τις κόρες του, ενώ στο κομμάτι αυτό συμμετέχει κι ο Graham Coxon (Blur) παίζοντας κιθάρα και hammond. Θυμίζει ιδιαίτερα τους Primal Scream της εποχής του “XTRMNTR” (2002). Όσο πιο δυνατά το ακούσεις, τόσο πιο ωραίο «κεφάλι» κάνεις. Στο απόρρευμα σε περιμένει το πολύ μελωδικό “When Your Garden’s Overgrown”, στο οποίο αποτίνει φόρο τιμής στο Syd Barrett παρέα με το Noel Gallagher που παίζει κιθάρα. Με δεδομένη και τη δική του εξάρτηση στο αλκοόλ οι στίχοι «Did you see the writing on the wall? / Ten feet tall» μπορεί να εκκινούν από τον Barrett, αλλά τελικά απευθύνονται στον ίδιο.  

Τα “Around The Lake” και “Drifters” που έπονται είναι οι πιο αδύναμες στιγμές του δίσκου με το Weller να μοιάζει να πιέζει υπερβολικά τον εαυτό του να ταξιδέψει σε νέα μουσικά εδάφη. Υπάρχουν περισσότεροι ηλεκτρονικοί θόρυβοι από όσους χρειάζονται, με αποτέλεσμα να προκαλείται ζαλάδα στην περίπτωση που κάνεις το λάθος να τα ακούσεις ενώ ασχολείσαι με κάτι άλλο. Το ίδιο συμβαίνει με όλο το δίσκο εάν τον προορίσεις για ηχητικό χαλί, αλλά ειδικά τα δύο αυτά tracks, ή θα τα ακούσεις προσεκτικά ή καθόλου. Αν τους δώσεις τη δέουσα προσοχή, η «ροή» -τόσο σε αυτά, όσο και στο “Sonik Kicks” συνολικά- θα γίνει λιγότερο τυρβώδης. Οι στροβιλισμοί θα μπουν σε μια σειρά και ο δίσκος θα σε παρασύρει σε ένα πολύ ενδιαφέρον μουσικό ταξίδι. Το «κεφάλι» δεν το γλιτώνεις και πάλι, αλλά το ταξίδι προβλέπεται ασφαλέστερο.

Το “Paperchase”, το προτελευταίο track του δίσκου ξεκινάει σαν το “Beetlebum” των Blur και τελειώνει σαν το “I Am The Warlus” των Beatles. Εδώ υπάρχουν μερικοί από τους πιο όμορφους στίχους του άλμπουμ: «Flying too close to the solar flames / Was Earth not enough for you? / No, the Earth wouldn’t do». Τις πληγές στα καμένα φτερά του Ίκαρου έρχεται να επουλώσει η πολύ όμορφη soulful μπαλάντα “Be Happy Children” που κλείνει το δίσκο. Το κομμάτι βασίζεται στην απώλεια του πατέρα (και παραγωγού) του Weller (το 2009 στα 77) και ξεχειλίζει από στοργή για το πέρασμα από γενιά σε γενιά και την αναγκαιότητα η αλλαγή της σκυτάλης να γίνεται με τόλμη και αισιοδοξία. Πολύ σωστά, στην ηχογράφηση συμμετέχουν δύο από τα παιδιά του. Ιδιαίτερα η συμμετοχή της κόρης του Leah  (η μητέρα της Dee C Lee ήταν μέλος των Style Council) προσφέρει μια χαριτωμένη χροιά, συμπληρώνοντας το crooning του πατέρα της.

Τι να πει κανείς για το Weller; Για μια ακόμη φορά μας αναγκάζει να υποκλιθούμε και να του βγάλουμε το καπέλο. Στα 53 του αρνείται να επαναπαυτεί στις δάφνες του παρελθόντος, εξακολουθώντας να φλέγεται από υψηλό δημιουργικό πυρετό που τον «αναγκάζει» να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του με κάθε νέα του κυκλοφορία. Ούτε που περνάει από το μυαλό του να επανασυνδέσει τους Jam με τους οποίους είχε βγάλει έξι καθοριστικά για την εποχή τους album. Θα μπορούσε κάλλιστα κι αυτός να περιοδεύει παίζοντας ολόκληρους εκείνους τους δίσκους ή άλλους από τη «χρυσή» solo καριέρα του ή τις πέντε δουλειές του με τους Style Council. Αντ’αυτού προτιμά να εξελίσσεται και να «μάχεται» με τον ανταγωνισμό του σήμερα με ό,τι ρίσκα συνεπάγεται αυτό. Θέλει να είναι μέρος των εξελίξεων και τα καταφέρνει περίφημα. Δε χωράει αμφιβολία, με το “Sonik Kicks” συμπληρώνει μια τριάδα εξαιρετικών συνεχόμενων κυκλοφοριών.
  • SHARE
  • TWEET