Olafur Arnalds

Re:member

Mercury KX (2018)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 11/10/2018
Μια αριστουργηματική πανδαισία συναισθημάτων
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εσείς που μπαίνετε εδώ, ξεχάστε κάθε αντικειμενικότητα. Όχι ότι υπάρχει κάποια αντικειμενική αλήθεια στη μουσική, ή στην τέχνη γενικότερα. Ο καθένας παρατηρεί, προσεγγίζει και κατανοεί οποιοδήποτε έργο τέχνης με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα βιώματα και τις αντιλήψεις του. Πριν βρεθεί κάποιος έξυπνος να φωνάξει ότι το παραπάνω είναι γραμμένο στα πλαίσια σχολιασμού, κριτικής για τους πιο αυστηρούς, ενός δίσκου, οφείλω να αναφέρω ότι κατά κανόνα προσπαθώ να κάνω ένα βήμα προς τα πίσω όταν αραδιάζω τις σκέψεις μου εδώ μέσα. Ο συμπαθέστατος Ólafur, ωστόσο, μου έβαλε δύσκολα (και) με την τελευταία του δουλειά.

Πώς να κρίνεις έναν δίσκο που από την πρώτη στιγμή που τον άκουσες, σε γέμισε συναισθήματα; Δεν είμαι από εκείνους που θα γκρινιάξουν ότι έχει σταματήσει να γράφεται καλή μουσική. Λίγο ψάξιμο χρειάζεται. Ούτε θα βάλω οτιδήποτε σύγχρονο στο τσουβάλι του άψυχου. Προφανώς κυκλοφορεί αρκετό κι από αυτό, στα δικά μου μάτια. Υπάρχουν, όμως, ακόμα μπόλικοι καλλιτέχνες που παίζοντας και γράφοντας μας χαρίζουν λίγη από την ψυχή τους. Αναμφισβήτητα, ο Ισλανδός έχει μια θέση ανάμεσα στις κορυφαίες αυτής της λίστας. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την καταγωγή του, με τα γούστα ή με τον χαρακτήρα του, αλλά ελάχιστοι συνθέτες μπορούν να γράψουν τόσο βαθιά συναισθηματική μουσική.

Ο τέταρτος προσωπικός δίσκος του Arnalds είναι, ακριβώς όπως και οι τρεις προηγούμενοι· μια σχεδόν βουβή έκρηξη αναμνήσεων, εικόνων και συναισθημάτων. Όσοι περίμεναν τον άμεσο διάδοχο του "For Now I Am Winter", θα βρεθούν προ εκπλήξεως. Η συνταγή αυτή τη φορά έχει αλλάξει, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την ταυτότητα του δημιουργού της. Τα βασικά συστατικά παραμένουν αναλλοίωτα· το πιάνο, οι λούπες, τα effect, τα έγχορδα, το ήπιο programming. Η διαφορά βρίσκεται στις αναλογίες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Óli τα τελευταία χρόνια ακούει περισσότερη pop και hip-hop απ' ότι κλασική και, παρά τις αρχικές του ανησυχίες, δεν φοβήθηκε να το αφήσει να φανεί.

Δεν είναι ότι θα ακούσουμε κάποιο από τα δώδεκα κομμάτια στο ραδιόφωνο. Θέλει αρκετή φαντασία για να πει κάποιος ότι υπάρχει single material. Το ομώνυμο θα ήταν μια αντιπροσωπευτική επιλογή, αλλά και πάλι. Ποιος λογικός άνθρωπος θα βγει μπροστά σε κοινό που δεν έχει επαφή με μη εμπορική μουσική και θα του πει «άκου αυτό»; Αντίστοιχα, αμφιβάλλω για το πόσος κόσμος θα μπορέσει να εκτιμήσει τη φαντασία και το μεράκι που δόθηκε σε λεπτομέρειες, όπως τα δύο μηχανικά πιάνα που συνοδεύουν (?) τον Óli ή ο σχεδιασμός του εξωφύλλου. Από την άλλη, νιώθω άσχημα μόνο στη σκέψη όλων εκείνων που θα ακούσουν το "Unfold" ή το "Undir" και θα τα προσπεράσουν σαν ένα αδιάφορο μουσικό χαλί.

Το "Re:member" είναι ο πιο άμεσος δίσκος του Arnalds. Η μαγεία του δεν χάνεται στο ελάχιστο και, την ίδια στιγμή, ακούγεται απείρως πιο δύσκολο απ' ότι θα ήθελε κάποιος που στοχεύει σε μεγάλα ακροατήρια. Αν στην μέχρι τώρα πορεία του οι ταμπέλες του μινιμαλισμού και του contemporary classical ταίριαζαν ικανοποιητικά, πλέον τα όρια θολώνουν. Βάλτε το δίπλα στο, επίσης υπέροχο, "All Melody" του Nils Frahm και θα καταλάβετε τι εννοώ. Η ακρόαση επιβάλλεται να γίνει σε απόλυτη ησυχία, ιδανικά με χαμηλό φωτισμό κι ένα ζευγάρι καλά ακουστικά. Η παραγωγή είναι υποδειγματική και η προσοχή στους μικρούς ήχους αγγίζει τρομακτικά επίπεδα.

Όσες φορές κι αν βάλω τον δίσκο, πάντα θα ανατριχιάζω πριν καν ακουστεί ο ήχος από τα πετάλια στο "Saman".

  • SHARE
  • TWEET