Neil Young

Live At The Cellar Door

Reprise (2014)
Από τον Τάκη Κρεμμυδιώτη, 07/01/2014
«Live, raw, power»: οι λέξεις που αποτυπώνουν εύγλωττα αυτόν τον δίσκο, ανεξάρτητα από τη σειρά με την οποία θα επιλέξετε να τις τοποθετήσετε
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Οφείλω να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Δεν τρελαινόμουνα ποτέ ιδιαίτερα για ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ. Φυσικά, υπήρξαν οι εξαιρέσεις του "At Fillmore East" των The Allman Brothers Band και του "Live At Leeds" των The Who, που μου άρεσαν πάρα πολύ. Στεκόμουν όμως πάντοτε επιφυλακτικός όχι μόνο απέναντι στην αποτελεσματικότητα, αλλά και στην ίδια τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ηχογράφησης. Γιατί να αγοράσει κανείς έναν live δίσκο, όταν μπορεί να απολαύσει τη σαφώς ποιοτικότερη ηχογράφηση στο στούντιο; Προφανώς, για να ακούσει κάτι, το οποίο δε μπορεί να αποδοθεί μέσα από τα μαγικά πλήκτρα της κονσόλας. Για παράδειγμα, να νιώσει τη δόνηση του κοινού, να ακούσει μια εναλλακτική και ίσως καλύτερη της πρωτότυπης εκτέλεση και να αντιληφθεί -κατά το μέτρο του δυνατού- το συναίσθημα που εκλύει η άμεση επικοινωνία του καλλιτέχνη με το κοινό. Φτάνοντας τώρα στο προκείμενο, έχει κάτι από αυτά το "Live At The Cellar Door"; Η απάντηση είναι σαφής: τα έχει όλα, με όσα «μειονεκτήματα» αυτό συνεπάγεται.

Η ζωντανή ηχογράφηση αυτή, που έγινε το φθινόπωρο του 1970 στο μπαρ Cellar Door της Washington D.C., αναμφίβολα είναι ο ορισμός του ακατέργαστου folk rock ήχου. Πάνω στη σκηνή είναι ο εμβληματικός Καναδός Neil Percival Young και κάτω κάθεται το ολιγάριθμο κοινό που χώρεσε στον μικρό αυτό συναυλιακό χώρο. Η εμφάνιση αυτή έρχεται ελάχιστους μήνες μετά την κυκλοφορία του "After The Gold Rush" και προσφέρει αρκετές συγκινήσεις. Το ακατέργαστα όμορφο αποτέλεσμα οφείλεται στο πάθος του εικοσιπεντάχρονου τραγουδοποιού και στη συναίσθηση του κοινού ότι παρευρίσκεται σε κάτι το μοναδικό. Ο έμπειρος σε ζωντανές εμφανίσεις Young (είχε ήδη παίξει στο Woodstock και περιοδεύσει με τους Crosby / Stills / Nash) είναι πολύ χαλαρός, αλλά ταυτόχρονα γεμάτος ενέργεια! Έχει όραμα, χτίζει την πολιτικοποιημένη περσόνα του και απολαμβάνει την αγάπη του κοινού. Όταν παθιάζεται, χτυπά ασυγκράτητος την κιθάρα και τα πλήκτρα, ποντάροντας στο συναίσθημα της στιγμής, ενώ όταν ηρεμεί, ιδίως στο "Down By The River", αστειεύεται με το κοινό. Δε μπορεί παρά να νιώσει κανείς περίεργα, όταν τον ακούει να λέει: «Και τώρα ένα τραγούδι από τον καινούργιο μου δίσκο», πριν παίξει το "Only Love Can Break Your Heart" ή όταν ομολογεί πως παίζει για πρώτη φορά στη ζωή του το "Cinnamon Girl" στο πιάνο. Όλα αυτά, που μαζί με τις αποκρίσεις του κοινού και έναν... βήχα (που ευτυχώς δεν κρατά πολύ) είναι ενδελεχώς καταγεγραμμένα, χαρίζουν στην ηχογράφηση μια μοναδική αίσθηση, που τελικά της δίνει λόγο αυθυπαρξίας.

O Young συμπεριέλαβε, μεταξύ άλλων, το ίδιο το "After The Gold Rush", το "Don't Let It Bring You Down" και το "Old Man", ενώ θυμήθηκε τους προ διετίας διαλυμένους Buffalo Springfield με το "Flying On The Ground Is Wrong" και το "Expecting To Fly". Η φωνή του ακούγεται οικεία, αλλά είναι -ακόμα- πιο αδούλευτη, με αποτέλεσμα να ακούγεται διεισδυτική και συχνά εφιαλτική. Τι καλύτερο από το να ακούς έναν τέτοιον τραγουδοποιό να λέει μόνος πάνω στη σκηνή τις ιστορίες του, στην ακμή της δημιουργίας του; Φυσικά, δεν εννοώ ως «ακμή» μόνο το συνθετικό απόγειο της δεκαετίας του '70, αλλά κυρίως την έντονη μετουσίωση της βίωσης του πόνου της επιληψίας, τόσο σε ήχους, όσο και σε στίχους.
  • SHARE
  • TWEET