My Chemical Romance

Danger Days: The True Lives Of The Fabulous Killjoys

Warner (2010)
Από τον Ιάσονα Τσιμπλάκο, 22/11/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Είσαι στο 2019. Συγκεκριμένα, στην έρημο της California. Μπορεί τα χρόνια του Helium Wars να 'ναι μία μακρινή ανάμνηση, αλλά μέσα σου νιώθεις πως κάτι δεν πάει καλά. Σε τρώει σα σάρακι. Ανοίγεις το ράδιο, πάλι διαφήμιση της Better Living Industries, BL/ind εν συντομία. «Feeling tired of feelings? Get rid of those counterproductive emotions» λέει η μονότονη γυναικεία φωνή από το ηχείο, διαφημίζοντας άλλο ένα φάρμακο της εταιρείας. Αλλάζεις σταθμό. «Look alive sunshine!».

Και κάπως έτσι μπήκες και συ, άθελα σου, στον κόσμο των Killjoys. Έναν κόσμο πλασμένο στο μυαλό του Gerard Way, του ευφάνταστου frontman των My Chemical Romance. Λίγο "1984", λίγο "Star Wars", μία δόση σπαγγέτι western και αρκετό χρώμα συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας αυτής.

H BL/ind πρόκειται για μία εταιρεία-κυβέρνηση, που έχει πάρει τον έλεγχο της πρωτεύουσας, Battery City, μετά τα περίφημα Helium Wars. Tαξική αρχή είναι η S/C/A/R/E/C/R/O/W, που ηγείτο από μία μυστηριώδη Ιαπωνέζα και τον αρχιμπάτσο Κοrse, οι οποίοι φαίνεται να έχουν αμέτρητους υποτακτικούς, που ακούν στο όνομα Draculoids. H αντίσταση, οι Killjoys δηλαδή, είναι μία μικρή ομάδα ανταρτών που προσπαθούν να προστατεύσουν «το μέλλον και την ελπίδα», έννοιες οι οποίες προσωποποιούνται με τη μορφή ενός μικρού κοριτσιού. Aυτή λοιπόν είναι η ζωή τους, όπως τουλάχιστον την παρουσιάζει από τα ερτζιανά του πειρατικού του σταθμού ο Dr. Death Defying, ανάπηρος πολέμου και ιδρυτικό μέλος των Killjoys, ο οποίος έχει τη μαγική ικανότητα να μην καταλαβαίνεις λέξη από αυτά που λέει, αλλά το νόημα τελικώς να είναι ξεκάθαρο.

Κοίτα λοιπόν τι κάνει κανείς για να βγάλει μια ρετσινιά. Διαμετρικά αντίθετη πορεία πήρε λοιπόν ο καινούργιος δίσκος, σε σχέση με οτιδήποτε μας είχε χαρίσει παλαιότερα η μπάντα. Από τον πεσιμισμό και τη μουντάδα του "The Black Parade" και του "Three Cheers For Sweet Revenge", κατευθείαν στην πολυχρωμία και την πιο ανεβασμένη διάθεση του "Danger Days". Όσο και να τα γουστάρω εγώ αυτά τα μυστήρια concepts, σαν αρχισπασίκλας που είμαι, κάπως μόρφασα αρχικά με αυτό τους το πόνημα. Όπως δηλαδή κάνω με οτιδήποτε καινούργιο και μη οικείο. Τι έχει να μας προσφέρει λοιπόν ο δίσκος;

Κατ' αρχάς, δεν έχει να σου δώσει τίποτα από αυτά που περίμενες, και μεταξύ μας, κακώς τα περίμενες. Η μεγαλομανία και ο εγωισμός της μπάντας είναι πολύ μεγαλύτεροι από ένα "Black Parade Part II" και συν τοις άλλοις, δε θα τους συνέφερε να το κοντράρουν, γιατί δύσκολα επαναλαμβάνονται τέτοια έργα, το είδαμε και με τους Green Day εξάλλου. Έτσι φαίνεται πως πάνω σε μία μυστήρια συνταγή πατήσανε ολόκληρο το δίσκο, και μουσικά και θεματικά, με κάτι που αποφάσισα να βαφτίσω  ρετρομοντέρνο με ξεσπάσματα κλασικοφρέσκου. Θα βρεις κομμάτια με σαφή πατήματα στους Stooges του Iggy Pop -διάβολε, μόνο που δε φωνάζει το όνομά του στο "Vampire Money" με το «street walkin' cheetah»- αλλά και πάμπολλα ηλεκτρονικά στοιχεία και, let's face it, ψιλοατοπήματα, σαν το "Planetary (GO!)" για παράδειγμα.

Τα singles που μας έχουν παρουσιάσει ως τώρα είναι επιλεγμένα πολύ σωστά, με το, για πολλούς αφελές, "Na Na Na" να μας εισάγει πανέξυπνα στον καινούργιο μικρόκοσμο της μπάντας και το ανθεμικό "SING" να δείχνει την πραγματική στόφα της μπάντας και τα ύψη που σκοπεύει να κατακτήσει. Και τα δύο αυτά κομμάτια συνοδεύονται από ενδιαφέροντα video clip, τα όποια δίνουν και μία πιο χειροπιαστή εικόνα για τον κόσμο που έχει πλάσει ο Way, οπότε θα σε βοηθήσουν να μπεις καλύτερα στο κλίμα, αν αυτό επιθυμείς.

Αδιαφορία συναντάμε σε κάποια σημεία του δίσκου, όπως το κουραστικό "Party Poison", με τα ανεξήγητα ουρλιαχτά στα ιαπωνικά, ή στο άνευρο "S/C/A/R/E/C/R/O/W", που φαίνεται να προσπαθεί να μιμηθεί παλαίοτερα στοιχεία της μπάντας, μόνο που δεν τους βγαίνει με τίποτα. Γενικά όμως, ακρόαση με την ακρόαση, ο δίσκος με έχει κερδίσει. Το καταπληκτικό αρπισματάκι στην εισαγωγή του αγαπημένου "Save Yourself, I'll Hold Them Back", οι καταπληκτικοί στίχου του "Summertime" και η έκπληξη του δίσκου με το à la Refused "DESTROYA", που ανεβάζει επικίνδυνα στροφές με τον αφανή ήρωα της μπάντας, τον lead κιθαρίστα, Ray Toro, να ξεχύνεται ελεύθερος και να σπέρνει πανικό.

Εκεί όμως έχω να σχολιάσω τη μεγαλύτερη απογοήτευσή μου. Οι κιθάρες είναι εξαιρετικά θαμμένες. Για παράδειγμα το "SING", προς το κλείσιμό του οποίου ο Toro παίζει μία πανέμορφη μελωδία, η οποία δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου στη studio έκδοση του κομματιού. Έπρεπε να παρακολουθήσω ένα live clip για να το εντοπίσω και να εκτιμήσω τη δουλειά που έχει γίνει στο συνθετικό τομέα. Κρίμα όμως για τον Rob Cavallo, CEO της Warner πλέον παρακαλώ, που μας είχε παρουσιάσει καταπληκτικές δουλειές παλαιότερα.

Καταλαβαίνω αυτόν που ξίνισε από το δίσκο αυτό και γι' αυτόν και μόνο δε θα κοτσάρω το «thumbs up» της Rocking Επιλογής. H δική μου αποψάρα είναι πως η στροφή αυτή, και η ποιότητα της μουσικής που την ακολούθησε, έσωσε τη μπάντα από την τραγική μοίρα που έμελλε να πέσει κατακούτελα σε άλλες μπάντες που ανέβηκαν με φόρα στο emo τραίνο, τελικά μόνο για να τους πατήσει. Με τη σοφότατη κίνηση να αρνηθούν να συμμετάσχουν και στο OST του tween sensation "Twilight" -αφιερωμένο εξαιρετικά το closing track/ending credits "Vampire Money"- η μπάντα μπορεί επιτέλους να βάλει πίσω της εκείνες τις μέρες, στις οποίες μπήκε καταλάθος, και να (na na) οδεύσει περίφανη προς καινούργιες, danger days.

Υ.Γ.: θα προσέξατε τα υπερβολικά link στο review αυτό. H μπάντα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη δύναμη των social media και το internet και έτσι αποφάσισα να κάνω και 'γω. Οπότε, ορίστε ένα τελευταίο, ολόκληρος ο δίσκος σε streaming από το studio του Dr. Death, απολαύστε.

  • SHARE
  • TWEET