Mumford & Sons

Babel

Island (2012)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 11/10/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το είδαμε κι αυτό. Η αναβίωση της folk κατέκτησε τα charts. Κι όχι απλά τα κατάφερε, αλλά το έκανε και με απαράμιλλο στυλ. Το δεύτερο δισκογραφικό βήμα των Λονδρέζων Mumford & Sons πούλησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο φέτος κατά την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του και καρφώθηκε στο #1 των Η.Π.Α. και του Ηνωμένου Βασιλείου, αφήνοντας πίσω του υπερπροβεβλημένα ποπ είδωλα. Μάλιστα, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το Billboard αποκάλυπτε οτι οι Mumfords έμειναν και δεύτερη εβδομάδα στο #1, αντέχοντας στην επίθεση των Muse, που περιορίστηκαν στη 2η θέση. Παρεμπιπτόντως, δυο βρετανικά συγκροτήματα στις δυο πρώτες θέσεις του αμερικανικού chart είχαμε να δούμε από το 1992 (το "Adrenalize" των Def Leppard και το "Wish" των Cure).

Σας παρακαλώ να σταθείτε μια στιγμή και να το αναλογιστείτε, γιατί είναι πράγματι απίθανο αυτό που συμβαίνει με δαύτους. 25άχρονα γιλεκοφορεμένα παιδιά, βγαλμένα από προπολεμική φωτογραφία που έχει ξεβάψει από την πολυκαιρία και τη θερμότητα που εκλύεται κοντά στο τζάκι, κατακτούν τον κόσμο παράγοντας «παλιομοδίτικους» ήχους (από folk-rock μέχρι country και bluegrass) και «ξεπερασμένες» μελωδίες που υμνούν τη φτωχολογιά και την ελπίδα. Σημεία των καιρών θα μου πείτε και θά έχετε και δίκιο, ιδιαίτερα τώρα που ο τροχός μοιάζει να έχει -για τα καλά- κολλήσει στο σημείο που ...διακορεύουν τον φτωχό. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν, "Babel" θα λέγεται ο δημοφιλέστερος δίσκος του σωτηρίου -αλλά απολύτως «μπερδεμένου»- έτους 2012 και είναι να γελάς με το πώς τα φέρνει κάποια πράγματα η τύχη.

Για τους Mumfords, πάντως, η επιτυχία δεν ήρθε από σπόντα. Την άξιζαν και την κατέκτησαν με κόπο και ιδρώτα, αποδεικνύοντας ότι το πραγματικά καλό πράγμα είναι αδύνατον να μην εκτιμηθεί κάποια στιγμή. Το εξαιρετικό ντεμπούτο τους, "Sigh No More", κυκλοφόρησε στα τέλη του 2009 κι ενώ αρχικά πήγε να περάσει στο ντούκου, τελικά βρήκε το δρόμο του και κατέληξε να είναι από τους πιο μοσχοπουλημένους δίσκους των δύο ετών που ακολούθησαν. Το υλικό υπήρχε (τραγούδια σαν το "The Cave" ή το "Little Lion Man" δεν υπάρχουν σε κάθε δίσκο), αλλά ο κόσμος έπρεπε να το δει για να το πιστέψει κι ο Marcus Mumford με την παρέα του, το παρουσίασαν με ζήλο και πάθος, έως ότου κατέκτησαν τις μάζες. Έτσι και τώρα, οι εξαιρετικές πωλήσεις του "Babel" δεν είναι τυχαίες, καθώς για δύο μήνες πριν την κυκλοφορία του οι Mumfords «όργωσαν» την Αμερική και κάθε βράδυ είχαν τα «καρύδια» να παίζουν τουλάχιστον τα μισά κομμάτια του επερχόμενου άλμπουμ τους. Παράλληλα, κομμάτια τους δόθηκαν στους μη εμπορικούς, εναλλακτικούς σταθμούς, ενώ το άλμπουμ είχε γίνει διαθέσιμο για streaming.

Είναι αλήθεια, πάντως, ότι επωφελήθηκαν από την επαναφορά στο προσκήνιο του folk ιδιώματος, χάρη στην έλευση μιας σειράς indie-folk ονομάτων, όπως ο Sufjan Stevens, οι Fleet Foxes, οι Decemberists, οι Beirut, οι Two Gallants, η Feist, η Joanna Newsom κ.α., που «έστρωναν» το δρόμο, την ώρα που εκείνοι ξεπηδούσαν από την underground folk σκηνή του Λονδίνου, παρέα με τους Noah And The Whale και τη Laura Marling.  Όλοι αυτοί και αρκετοί άλλοι έθεσαν τις βάσεις, κάνοντας, εν πολλοίς, τη βρώμικη δουλειά, αλλά -κακά τα ψέματα- εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι μόνο οι Mumford & Sons διαθέτουν τα άντερα να εξερευνήσουν στο έπακρο τη δυναμική του είδους. Βλέπετε, έχουν το «πακέτο», συνδυάζοντας τη μελωδικότητα και τις αρμονίες των προαναφερθέντων, με ένα αίμα που κοχλάζει, καθώς κλείνουν το μάτι στο Celtic-punk των Dropkick Murphys. Κάπως έτσι, τα ψάθινα καπέλα κι οι λασπωμένες γαλότσες της indie Neofolk, πέρασαν στο επόμενο επίπεδο κι έγιναν stadium-folk.

Με banjo, πνευστά, ακουστική κιθάρα, όρθιο μπάσο, ακκορντεόν, λίγο πιάνο και μια μπότα, καταφέρνουν να ξεσηκώνουν τα πλήθη, όσο ελάχιστοι στις -όλο πόζα, κινητό και tweet- συναυλιακές μας μέρες. Είχα την ευκαιρία να τους δω πέρυσι στο Benicàssim, παρέα με δυο καλούς φίλους.  Κι οι τρεις ομοφωνήσαμε ότι η μπάντα αυτή έχει κάτι το ξεχωριστό. Μείναμε εντυπωσιασμένοι από το πόσο εύκολα δημιουργούν ένα γεμάτο ενέργεια αποτέλεσμα, χρησιμοποιώντας τα πιο απλά συστατικά, τα οποία, λίγο-πολύ, υπάρχουν στη φαρέτρα των μουσικών παραπάνω από 100 χρόνια τώρα. Το κοινό -κατά 70% κατουρλήδες Άγγλοι- έστησε ένα αξέχαστο, ολόφωτο γλέντι, τραγουδώντας με μια φωνή όλα τα κομμάτια, ενώ δεν θυμάμαι άλλη συναυλία με τόσο κόσμο σκαρφαλωμένο πάνω σε ώμους. Πραγματική γιορτή. Περιττό να αναφέρω ότι κι η μπάντα πέρασε καλά και τα έδωσε όλα.

Αναμφίβολα, μεγάλο ποσοστό του μυστικού της επιτυχίας τους βρίσκεται στο χαρισματικό μπροστάρη Marcus Mumford και τη γεμάτη γρέζι φωνή του. Είναι ωραίος ο Marcus κι έχει τσαγανό που ξεχειλίζει από τα μπατζάκια. Αναψοκοκκινισμένος και μπαρουτοκαπνισμένος, μοιάζει με το Βουτσά «φτιαγμένο» με σουπερμαντολίνη. Κι οι υπόλοιποι καλοί είναι, αλλά -κακά τα ψέματα- αυτός είναι που βρίσκεται στο επίκεντρο και όλα μοιάζουν να δουλεύουν για πάρτη του. Τα κομμάτια κλιμακώνονται περίφημα και στα περισσότερα υπάρχουν παύσεις που λειτουργούν σαν βαλβίδες υπερχείλισης για να αποφορτιστεί και να βγάλει το άχτι του, όπως συμβαίνει π.χ. στα 02:27 του "Lover Of The Light". Παρ' όλα αυτά όμως, κάποιος που δεν τους συμπαθεί ιδιαίτερα θα μπορούσε να του καταλογίσει με ευκολία μια γερή δόση αυταρέσκειας, καθώς η υπόλοιπη μπάντα μοιάζει αρκετά παραμερισμένη και αυτό που αποκομίζει κανείς ακούγοντας το δίσκο είναι ότι ο ίδιος πέρασε (αρκετά) καλύτερα από τους φιλαράκους του, οι οποίοι περισσότερο τον συνοδεύουν, παρά στέκονται ισάξια δίπλα του.

Ο συντομότερος τρόπος για να περιγράψω το "Babel" σε όσους από εσάς έχετε εκτεθεί στην ομορφιά του "Sigh No More" είναι να το χαρακτηρίσω ως "Sigh No More (Part II)". Ούτε λέξη για «δύσκολο» δεύτερο άλμπουμ. Το "Babel" επιβεβαιώνει περίτρανα ότι οι Mumford & Suns ήρθαν για να μείνουν. Το πάθος κι ο χαρακτηριστικός ήχος παραμένουν αναλλοίωτα, οι μελωδίες εξακολουθούν να είναι αξιόλογες και οι -όποιες- αλλαγές μοιάζουν ανεπαίσθητες. Με πολλή προσοχή θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι γωνίες είναι πιο «στρογγυλεμένες», χάρη στις, ελαφρώς, πιο φιλόδοξες ενορχηστρώσεις και την παραγωγή του Markus Dravs, που εκτός από το ντεμπούτο τους, έχει επιμεληθεί την παραγωγή και στο "The Suburbs" (2010) των Arcade Fire. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι τα «άμεσα» tracks που σου κολλάνε αυτοστιγμεί είναι σαφώς λιγότερα στο "Babel". Αυτό, πάντως, είναι ένα «πρόβλημα» που λύνεται έπειτα από καμιά δεκαριά ακροάσεις και -σε κάθε περίπτωση- μπορούμε να πούμε ότι με το άλμπουμ αυτό, η μπάντα συνεχίζει την ανοδική της πορεία, προσθέτοντας στο οπλοστάσιό της τουλάχιστον μισή ντουζίνα κομμάτια που θα προκαλέσουν ποταμούς ιδρώτα στα φημισμένα live τους ("I Will Wait", "Babel", "Whispers In The Dark", "Lover Of The Light", "Hopeless Wonderer" και "Below My Feet").

Σε όσους, πάλι, δεν έχει τύχει να τους έχετε προσέξει, ένα μόνο έχω να πω: μην αφήσετε και αυτήν την ευκαιρία να πάει χαμένη, οι Mumford & Sons είναι ένα από τα σημαντικότερα ονόματα του καιρού μας και αξίζουν της προσοχής σας. Αφεθείτε στους φυσικούς ήχους του "Babel" και σύντομα θα ξαφνιαστείτε συλλαμβάνοντας το πόδι σας να χτυπάει (stomp) «παλαμάκια» στο πάτωμα. Ξεκινήστε με το πρώτο single "I Will Wait" και δε θα χρειαστεί να περιμένετε καθόλου για να μπείτε στο κλίμα. Δώστε λίγη βάση και σας εγγυόμαι ότι είναι απίθανο να σας αφήσουν αδιάφορους τραγούδια σαν κι αυτά, που κουβαλάνε μέσα τους αυτούσιο το πάθος -αλλά και τον πόνο- των χρυσοθήρων στα Westerns και μας παραπέμπουν στον τυχοδιωκτισμό της Αμερικής του 18ου - 19ου αιώνα, θυμίζοντάς μας «πως κατακτήθηκε η Δύση». Μόνο που οι Mumfords δεν κυνηγούν κάποια πλούτη, αλλά επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην αναζήτηση της πίστης και της ελπίδας και για αυτό, ίσως, είναι τόσο επίκαιροι κι αποδεκτοί σήμερα.

Το ζήτημα των χαμένων ευκαιριών και της μεταμέλειας επανέρχεται συχνά στους στίχους τους. Στο "Whispers In The Dark" ακούμε τον Mumford να λέει:

«Fingers tap into what you were once
And I'm worried that I blew my only chance»

Ομοίως, στο "Lovers' Eyes", με το οποίο άνοιξαν πολλές από τις συναυλίες τους τελευταία, έχουμε μια αντίστοιχη παράκληση λύτρωσης («Shake my ash to the wind. Lord, forgive all of my sins»).

Ωστόσο, η ουσία του "Babel" μοιάζει να βρίσκεται στα 03:06 του πολύ όμορφου waltz "Holland Road". Εκεί ο Marcus διαρηγνύει τις χορδές της φωνάρας του προτάσσοντας την πίστη του:

«And I still believe, though these cracks you see,
when I'm on my knees I still believe.
And when I've hit the ground, neither lost nor found,
if you believe in me, I'll still believe.»

Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν με κλισέ και σίγουρά τα έχουμε ξανακούσει, αλλά εκεί ακριβώς έγκειται το μυστικό της επιτυχίας τους. Το να τα ακούμε από αυτούς, έχει κάτι από την πρώτη μας φορά, καθώς δεν είναι απλά πειστικοί, αλλά ακούγονται, σχεδόν, αναγκαίοι. Αφήστε που αυτά είναι διαχρονικά νοήματα, που τα συναντούμε από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας και πάντα θα έχουν αξία, αρκεί να αρθρώνονται όπως τους πρέπει.

Πέρα από τα singles "I Will Wait" και "Babel", ένα από τα highlights του δίσκου είναι το "Hopeless Wonderer", μια φιλόδοξη σύνθεση που «χτίζεται» επί ενάμιση λεπτό πάνω σε μια μελωδική waltz γραμμή, προτού μεταμορφωθεί σε ένα ξέφρενο και -καθ' όλα λυτρωτικό- χοροπηδηχτό crescendo που σε κάνει να νοιώθεις τον πόνο στα δάχτυλα του Winston Marshall, καθώς αυτά σκληραγωγούνται πάνω στις χορδές ενός φλεγόμενου banjo. Δείτε το εδώ σε μια πρώιμη μορφή από το περσινό Bonnaroo και θα καταλάβετε την αξία του από τις αντιδράσεις ενός κοινού που το άκουγε για πρώτη φορά.

Πολλές από τις συνθέσεις του δίσκου (ιδιαίτερα εκείνες που βρίσκονται περί το μέσο του) ξεκινούν δειλά, αλλά εξελίσσονται υπομονετικά και θεριεύουν καταλήγοντας σε λυτρωτικές κορυφώσεις, οι οποίες δεν γίνονται απλά για να γίνονται, αλλά -κατά κανόνα- έχουν το νόημά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Below My Feet" με το πολύ όμορφο -όσο και μεγαλειώδες σε όγκο- ρεφρέν, που θυμίζει U2:

«Keep the Earth below my feet,
For all my sweat, my blood runs weak»

Μην ξεχνάμε ότι, μόλις τρία χρόνια πριν οι Mumford & Sons έπαιζαν πέμπτο όνομα στις «πίσω» σκηνές των μεγάλων festivals. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μετατράπηκαν σε headliners και πλέον είναι από τα πιο «καυτά» χαρτιά της δισκογραφίας. Ως γνωστόν, όμως, η περίοπτη αυτή θέση έχει τρελάνει κόσμο και κοσμάκη και δείχνουν να προσπαθούν να μην ξεχάσουν τις ρίζες τους.

Έτσι, ενώ από τη μία έχουμε τα κολοσσιαία tracks που θα εξασφαλίσουν τους συναυλιακούς θριάμβους, το άλμπουμ ισορροπεί όμορφα χάρη σε μια σειρά από συνθέσεις που πατούν στην country ("Ghosts That We Knew", "Lovers' Eyes", "Reminder" και "Not With Haste"). Η αξία τους δε γίνεται αντιληπτή αμέσως, αλλά πολύ σύντομα κερδίζουν το στοίχημα. Σε αυτό το ύφος μου άρεσε πολύ και το "For Those Below" που βρίσκεται στην deluxe έκδοση. Στο track αυτό μέσα σε ένα ρυάκι από πεντακάθαρες αρμονίες ακούγονται οι στίχοι «You'll find yourself on top, as the leader of the flock», οι οποίοι θα μπορούσαν, κάλλιστα, να περιγράφουν τη θέση των Mumfords σε σχέση με το υπόλοιπο (αρκετά πιο εσωστρεφές) «κίνημα» της indie folk αναβίωσης. Στην ίδια έκδοση θα βρείτε και μια αξιοπρεπή διασκευή στο "The Boxer" των (πατεράδων τους) Simon & Garfunkel.

Δεν χωράει αμφιβολία, το "Babel" έχει ορισμένες ατέλειες. Παρ' όλα αυτά, ακόμη και αυτές μοιάζουν να λειτουργούν προς όφελος των Mumford & Sons, καθώς (και) φέτος είναι η χρονιά τους. Ο κόσμος τους αγαπάει γιατί αντιλαμβάνεται ότι έχουν ψυχή και δεν τον παπατζιλικώνουν παριστάνοντας τους επιστήμονες. Είναι παλιομοδίτες, γιατί το λέει η καρδιά τους και γιατί σε αυτό το μουσικό πλαίσιο εκφράζονται καλύτερα. Ο δίσκος θα μπει σε εκατομμύρια σπίτια και πολύ καλά θα κάνει. Κι αν η εμπορική τους επιτυχία είναι σε κάποιον βαθμό παράλογη και παρουσιάζει στοιχεία μεταδοτικής μόδας, προσωπικά, δε με πειράζει καθόλου και γελώ με εκείνους που αποθέωσαν το ντεμπούτο τους και τώρα κάνουν τους ξινούς λόγω της εμπορικής επιτυχίας. Κάποιος θα ξεχώριζε και φέτος και χαίρομαι ιδιαίτερα που είναι αυτοί αντί για κάποια pop σαχλαμάρα.

  • SHARE
  • TWEET