Michael Schenker

Temple Of Rock

Inakustik (2011)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 09/01/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Κακό πράγμα η μεγαλομανία. Δες ας πούμε τον Micheal Schenker. Εξαιρετικός κιθαρίστας – είδωλο για πολλούς, με παραπάνω από μία ευκαιρίες στη ζωή του να μείνει σταθερός σε ένα ποιοτικό σχήμα (Scorpions και UFO δις, MSG) τις οποίες συνήθως ο ίδιος χαράμιζε προς χάριν κάποιου άλλου αντίστοιχου, με αποτέλεσμα όμως να καταλήξει σε μία solo καριέρα με την οποία δυστυχώς κανείς δεν πολυασχολείται πέραν των πολύ φανατικών και, φυσικά, των Ιαπώνων.

Κάπως έτσι εν έτει 2011 βρίσκεται να κυκλοφορεί ένα ακόμα εγωκεντρικό άλμπουμ που ονομάζει «μετριοφρόνως» “Temple Of Rock” και τον βρίσκει να κινείται σε 80s hard rock/heavy metal μονοπάτια. Η φήμη του και η ιστορία του ήταν ικανή να συγκεντρώσει γύρω του επίτιμα μέλη της rock κοινότητας, προερχόμενα από το ένδοξο παρελθόν του.  Επί παραδείγματι οι Pete Way (μπάσο-UFO) και Herman Rarebell (drums - Scorpions) μαζί με τους Michael Voss (φωνή) και Wayne Findlay (πλήκτρα) αποτελούν το βασικό συγκρότημα των ηχογραφήσεων ενώ, ως καλεσμένοι, παρευρίσκονται γνωστοί και ικανότατοι session μουσικοί και ταυτόχρονα παλιοί συνεργάτες, ενδεικτικά οι  Paul Raymond, Chris Slade, Chris Glen, Simon Phillips, Carmine Appice, Neil Murray και φυσικά ο αδερφός του, Rudolf. Αυτό του διασφαλίζει μία αδιαμφισβήτητη τεχνική αριστεία στις ηχογραφήσεις αλλά…

…αλλά δεν απαλλάσσει τα τραγούδια από τις υπερβολές στις οποίες συχνά τα οδηγεί ο ίδιος ο Schenker. Ξεκινώντας από μία ψευτοεπική εισαγωγή που απαγγέλει ο Captain Kirk – William Shatner και συνεχίζοντας με over-produced, υπερ-ενορχηστρωμένα τραγούδια όπως το “The End Of An Era” (με τον Don Airey στα πλήκτρα) και “Miss Claustrophobia”, το άλμπουμ πάσχει από έλλειψη απλότητας και από υπερβολικά γυαλισμένη παραγωγή. Ακόμα και το εναρκτήριο “How Long” που είναι ένα συμπαθέστατο, μελωδικό πιθανό χιτάκι υπάρχει σε δύο εκδόσεις, στη δεύτερη περιλαμβάνοντας τους κιθαρίστες Leslie West (Mountain) και Michael Amott (Carcass, Spiritual Beggars, Arch Enemy), για μία Battle of the Guitarists εκτέλεση (και με τους τρεις καθόλου τυχαία να είναι χρήστες της Flying V). Άλλα κατά τα φαινόμενα στρωτά τραγούδια την αξία των οποίων μπορείς να καταλάβεις, όπως το “Scene Of Crime”, χάνονται κάτω από την προσπάθεια εντυπωσιασμού είτε στην κιθάρα, είτε στην ποικιλία των ήχων.

 Περίμενα κάτι διαφορετικό, θα μου πείτε; Κι όμως. Όπου τα χαλινάρια έχουν τραβηχτεί λίγο όπως στα “Saturday Night”, “Lover’s Simfony” (με τον Robin McAuley σε ένα άτυπο reunion των MSG) ή όπου οι συνθέσεις πραγματικά σηκώνουν και λίγο παραπάνω φραμπαλά όπως το από Dio-era Rainbow βγαλμένο “Before The Devil Knows You’re Dead” (με τον Doogie White στη φωνη), τα αποτελέσματα είναι καλύτερα. Ακόμα και το “Remember” που αποτελεί το bonus κομμάτι του άλμπουμ είναι πιο συμπαθητικό μέσα στην αφέλειά του από πολλά μεγαλεπίβολα «κανονικά» τραγούδια.  

Αλίμονο, ούτε την τέχνη του ξέχασε ο Γερμανός, ούτε ανίκανος να γράψει όμορφα παλιομοδίτικα hard rock τραγούδια έγινε ξαφνικά. Αυτό που ο Michael Schenker ουσιαστικά χρειάζεται είναι ένας παραγωγός που θα τον βοηθήσει να κρατήσει τις καλές ιδέες, να βελτιώσει τις μέτριες και να πετάξει τις κακές. Μέχρι τότε όμως θα μπορούσε τουλάχιστον να βελτιώσει τα εξώφυλλά του.
  • SHARE
  • TWEET