Loudness

Rise To Glory

earMUSIC (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 08/02/2018
Ο πήχης, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, μοιάζει ξανά ψηλά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θεωρώ πως, εν έτει 2018, είναι δύσκολο στο σύγχρονο ακροατή να αντιληφθεί το ιστορικό μέγεθος των Loudness, οι οποίοι επανέρχονται φέτος δισκογραφικά με πρωτότυπο υλικό έπειτα από το 2014. Οι Ιάπωνες heavy metallers θεωρούνται - δικαίως - ως το μεγαλύτερο όνομα που έχει γεννήσει η Ιαπωνία στο σκληρό ήχο, έχοντας υπάρξει ιδιαίτερα δημοφιλείς την περίοδο από τα μέσα μέχρι τα τέλη των ‘80s και συνεχίζοντας σταθερά να απασχολούν το κοινό της πατρίδας τους μέχρι και σήμερα. Σίγουρα, τα χρόνια πλέον έχουν περάσει και ο αντίκτυπος που έχει μια νέα της δισκογραφική προσπάθεια δεν είναι ο ίδιος με τότε, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση και ακόμη και στις πιο μέτριες δουλειές της, η κιθαριστική δουλειά του Akira Takasaki είναι ένας σημαντικός λόγος για να ασχοληθεί κάποιος ακόμη και σήμερα με την μπάντα.

Βέβαια, για του λόγου το αληθές, η λογική της μπάντας να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί άλμπουμ σχεδόν κάθε χρόνο από το 1981 μέχρι και το 2012, είχε σαν αποτέλεσμα η ποιοτική στάθμη να αρχίσει να φθίνει μετά τη «χρυσή» της περίοδο (ουσιαστικά, η δεκαετία 1981-1991), δίνοντας μας, πέραν των αρκετών ενδιαφερουσών κυκλοφοριών, και πολλές τουλάχιστον μέτριες, ανεξαρτήτως του είδους που κινούνταν.

Παράλληλα, από το reunion του 2001 μέχρι και σήμερα, οι Loudness είχαν μπει σε μια λογική σταδιακής επιστροφής στις κλασσικές heavy metal ρίζες τους, η οποία εν τέλει φαίνεται να υλοποιείται σχεδόν πλήρως στο νέο τους άλμπουμ. Άλλωστε, ήδη από το προηγούμενο δίσκο, οι οπτικές παραπομπές στην '80s περίοδο τους (με την επιστροφή του λογοτύπου των "Thunder In The East" και "Lightning Strikes"), αλλά και οι σαφώς πιο straightforward συνθέσεις του "The Sun Will Rise Again", έδειχναν πως ο εικοσιπενταετής κύκλος των «πειραματισμών» της μπάντας έφτανε πια στο κλείσιμο του.

Φτάνοντας στο "Rise To Glory", φαίνεται πως ο σκοπός της μπάντας επιτυγχάνεται σχεδόν στον απόλυτο βαθμό. Από το εξώφυλλο, τις πρώτες εναρκτήριες νότες του "Soul On Fire", μέχρι και τη συνολική αίσθηση που σου αφήνει η ακρόαση του δίσκου, όλα ακολουθούν μια νοοτροπία back-to-the-roots, ερχόμενα σε ευθεία αντιστοιχία με τα mid '80s πεπραγμένα της. Βέβαια, από τη στιγμή που ο πήχης, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, μοιάζει ξανά ψηλά, δίνοντας μας συνθέσεις που αξίζουν να φέρουν την υπογραφή του σχήματος και δεν θα ξεχαστούν μετά από μερικές ακροάσεις, δεν πρέπει να υπάρχει κανένα παράπονο.

Φαίνεται, λοιπόν, πως τόσο το (για τα δεδομένα τους) πολυετές διάλλειμα από την δισκογραφική παραγωγή, όσο και η επιστροφή και επανηχογράφηση κομματιών από τις αρχές της πορείας τους για τα 35 χρόνια ενεργούς παρουσίας (στο "Samsara Flight" του 2016), βοήθησε στον επαναπροσδιορισμό του ύφους τους, επιστρέφοντας τους στα μονοπάτια που αποδίδουν με μεγαλύτερη άνεση. Ακόμη κι έτσι, πάντως, μικρές εκπλήξεις παραμονεύουν, είτε στα ορμητικά και ογκώδη "I'm Still Alive" και "Massive Tornado", είτε στο instrumental "Kama Sutra" (που εύκολα θα έβρισκε θέση σε κάποια '90s δουλειά τους), είτε ακόμη και στο σχεδόν doomy "Rain" που κλείνει το άλμπουμ.

Έχοντας από πιτσιρικάς κολλήσει με το "Thunder In The East" και παρακολουθώντας έκτοτε τα όσα είχε να προσφέρει η μπάντα από τα μέσα των '00s μέχρι και σήμερα, για πρώτη φορά αισθάνομαι πως κάποια νέα της δουλειά με ικανοποιεί πραγματικά στο βαθμό που θα ήθελα. Αλίμονο, δεν μιλάμε για κάποιον δίσκο δίχως ελαττώματα, άλλωστε θα ήταν υποκριτικό να περιμένουμε κάτι τέτοιο από μια μπάντα που οδεύει σταδιακά προς τη δύση της, αλλά για μια δουλειά που τιμά και με το παραπάνω το όνομα που φέρει και σίγουρα θα εκτιμηθεί δεόντως στους παραδοσιακούς heavy metal κύκλους.

  • SHARE
  • TWEET