Lou Reed & Metallica

Lulu

Universal (2011)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 27/10/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι μουσικόφιλοι σνομπ θα μπορούσαν να καυγαδίζουν για κάποιο θράσος του Lou Reed. Λίγο πριν τα εβδομήντα του, αυτός ο ένας από τους λίγους που θα δικαιούνταν να επαίρονται ότι άλλαξαν τον ρου της μουσικής μέσω του rock τόλμησε να καθίσει στο ίδιο παγκάκι με τον Alban Berg, έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του προηγούμενου αιώνα. Ένας αλητόμορφος ζωντανός θρίαμβος της επανάστασης του rock, πλάι στον επιφανέστατο εκφραστή τoυ πιο ακραίου ατονικού συστήματος, το οποίο κατά μία άποψη δήλωσε το τέλος των απογόνων της κλασικής μουσικής, είναι μια εικόνα ικανή να ξεριζώσει γραβάτες. Το κοινό παγκάκι είναι αυτό που βρίσκεται απέναντι στην αγέρωχη θηλυκότητα της τραγικής Lulu. Επτά χρόνια πριν ο Reed δαγκώσει το μπιμπερό του για πρώτη φορά, ο Berg ξεψυχούσε, αφήνοντας πίσω του ένα διάσημο κύκνειο άσμα, τη μισοτελειωμένη όπερα "Lulu", που βασιζόταν σε δυο από τα επιφανέστερα έργα του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα Frank Wedekind. Το τουλάχιστον δυσπρόσιτο άλμπουμ "Lulu" του Lou Reed εμπνέεται από την ίδια μυθική μαντάμ και, μάλιστα, επιδιώκει σε διάσπαρτα σημεία του και ένα μικρό φλερτ με το ατονικό σύστημα. Που λέτε, λοιπόν, αντί να καυγαδίζουν σαράντα πέντε μουσικοκριτικοί και εξήντα καθηγητάδες, τελικώς καυγαδίζει ο μισός πλανήτης, γιατί μπήκαν στη μέση οι οπαδοί των Metallica, των οποίων, προφανώς, αλληθώρισαν τα αυτιά.

Βλέπετε, μετά την τυπική επί σκηνής συνάντησή τους σε επέτειο του Rock And Roll Hall Of Fame, προ τριετίας, αντί να περιοριστούν στην καπηλεία της αναμνηστικής φωτογραφίας, οι Metallica και ο σεβάσμιος Lou θεώρησαν ότι ταιριάζουν τα χνώτα τους και αποφάσισαν να συνεργαστούν επί δίσκου. Σχεδόν μυστικά, ετοίμασαν ένα βλοσυρό άλμπουμ που έφερε την υλοποίηση του παλαιόθεν σχεδίου του σεβασμίου να αφηγηθεί με τον εκκεντρικό τρόπο του την ανατριχιαστική ιστορία της Lulu. Δεν είναι δυνατόν να αναρωτιέται κανείς ποιός είχε το πάνω χέρι. Δεν είναι δε δυνατόν και οι Metallica να μην ανέμεναν την αντίδραση των πιο κρεβατομουρμούρηδων οπαδών του σύμπαντος.

Το διαδίκτυο έχει βογκήξει από τη γκρίνια. Βέβαια, ομολογουμένως, αν ήταν τόσο διαδεδομένο από το '84, θα βογκούσε σε κάθε σταθμό της καριέρας των Metallica. Ήδη, από το "Ride The Lightning", οι Καλιφορνέζοι «τα ακούσανε» γιατί -λέει- κακώς ένας thrash δίσκος μολύνθηκε από μια power ballad. Όμως, καθώς τα χρόνια περνούσαν και ό,τι κυκλοφορούσαν μεταμορφωνόταν σε «κλασικό», οι διθύραμβοι έρχονταν ομοφώνως, με συνέπεια και δέος, έστω και με καθυστέρηση. Όταν, λοιπόν, οι «τέσσερις καβαλάρηδες» αντιλήφθηκαν ότι έγιναν τόσο θεόρατοι που μπορούσαν να κάνουν ό,τι τους καπνίσει, ε, λοιπόν έκαναν ό,τι τους κάπνιζε. Μετά το φάσκελο στον οπαδό που λεγότανε "St. Anger", ήρθε το χατίρι "Death Magnetic". Συνεπώς, σειρά είχε νέο φάσκελο και ιδού.

Η συνύπαρξη του Reed με τους μεσήλικες πάλαι ποτέ bay area thrashers -εν πρώτοις τουλάχιστον- μαραίνει τα ηχεία. Θα ήταν τρομακτικό, αν δεν ήταν τόσο κωμικό, το γεγονός ότι οι φανατικοί των κορυφαίων της θορυβώδους μουσικής διακόπτουν την ακρόαση λόγω πονοκεφάλου. Η συνήθεια στις συμβατικές αρμονίες προφανώς δεν προετοιμάζει για το σοκ του πειραματισμού του "Lulu". Όμως, πιθανότατα το ίδιο να συνέβαινε στην ακρόαση ηπιότερων πειραματισμών του Lou, όπως το μεγαλειώδες "Venus In Furs" των Velvet Underground - αν παίρναμε τα πράγματα από την αρχή.

Ακούστηκε κατά κόρον η άποψη ότι οι Metallica, εν προκειμένω, λειτουργούν απλώς ως «backing band» του Reed. Θα διαφωνήσω δις. Η μουσική των τραγουδιών του δίσκου είναι γραμμένη από όλους τους αναγραφόμενους στη μαρκίζα και, βέβαια, οι συνεισφορές των Metallica είναι πασιφανείς, τόσο στα riff των εγχόρδων, όσο και στα αναγνωρίσιμα δυναμικά κομπιάσματα των τυμπάνων. Επιπλέον, έχω την αίσθηση ότι ο Reed τούς αντιμετωπίζει όχι μόνο σαν ενορχηστρωτές ή εκτελεστές, αλλά και ως μέρος του ίδιου του έργου, όπως άλλοτε -τολμώ να πω- οι Velvet Underground χρησίμευσαν ως μέρος του οράματος του Andy Warhol. Η τραχύτητα των Metallica και η ίδια τους η ταυτότητα συχνά φαίνεται να αποτελούν μέρος του «πίνακα», όχι απλώς το πινέλο. Εξυπηρετώντας το ιδιόμορφο μανιφέστο του Reed, αφομοιώνονται μεν, δυστυχώς όχι πάντοτε με επιτυχία δε. Ίσως, πάντως, ένα σύμπλεγμα Πυγμαλίωνα να το κουβαλάει ο ρυτιδιασμένος Lou από εκείνα τα ασπρόμαυρα χρόνια που συνάντησε τον Warhol. Εν πάση περιπτώσει, όποιο κι αν είναι τελικώς το κόστος, μια τέτοια μετάγγιση γαλάζιου αίματος αποτελεί μια από τις σπάνιες έντονες συγκινήσεις για υπερεπιτυχημένους εκατομμυριούχους που έχουν βαρεθεί να κατακτούν τις ίδιες βουνοκορφές.

Παρότι οι συντελεστές διακηρύσσουν παθιασμένα το αντίθετο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, εκ φύσεως, η ακατάστατη ροή της μεγαλοφυΐας του Lou Reed δε θα μπορούσε να ταιριάξει εύκολα με την τετραγωνική δυναμική των Metallica. Το αποτέλεσμα άλλοτε επαληθεύει και άλλοτε διαψεύδει αυτή την πρόβλεψη. Πριν την υλοποίηση του άλμπουμ, είχαν ακουστεί φήμες για διασκευές από το ρεπερτόριο του πρεσβύτερου με τη συμμετοχή του ιδίου, πιθανόν στο πνεύμα άλλου ενός "Garage Inc.", ή ακόμη κάποιο μεστό άλμπουμ όπου οι δύο πλευρές θα έβρισκαν τη λύση στη μέση, ώστε φερ' ειπείν ένα "Iced Honey" να αποτελούσε απλώς μια μέτρια στιγμή, λόγω μισερής εμπορικότητας. Όμως, το "Lulu" είναι αμείλικτο. Αρκεί μια έστω αποσπασματική ακρόαση του άλμπουμ για να συμπεράνει κανείς ότι η δυστροπία του δεν αποσκοπεί να γοητεύσει τις μάζες. Αρκεί και η ακρόαση του "Mistress Dread" για να συμπεράνει κανείς ότι η συνταγή δεν πέτυχε απολύτως - πιθανόν το έδεσμα να βγήκε νωρίς από τον φούρνο. Η πονεμένη απαγγελία του Lou Reed, ειδικά σε αυτό, θα μπορούσε να σταθεί μόνη της, χωρίς το θηριώδες thrash φόντο των Metallica. Όμως, η ιδέα είναι οφθαλμοφανής, η ένταση του metal ήθελε να στηρίξει την αντιμελωδική ποίηση, σοκάροντας τον ακροατή.

Τα τρία άκοντα βαγκνερικού στόμφου του "Brandenburg Gate" θα μπορούσαν να εισάγουν ένα εντυπωσιακό λαοφιλές άλμπουμ, μια σαφή διήγηση. Όμως, κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, αποκαλύπτεται η ταυτότητα του έργου για να απογοητεύσει χιλιάδες μεμιάς. Τα μουσικά θέματα θα επαναλαμβάνονται μονότονα, για να εξυπηρετήσουν την ατμόσφαιρα εις βάρος της όποιας πιο εύπεπτης δομής. Το δε αργόσυρτο "The View" θα διέπρεπε στα κλαμπ των διακοσίων θαμώνων και θα χαιρετιζόταν ως μεγαλούργημα από περιθωριακούς ελιτιστές, παρά το εντελώς Metallica ψευδορεφρέν. Το "Pumping Blood" θα συγκλόνιζε όσους αντιλαμβάνονται τη στιχουργική και ερμηνευτική του ένταση, έχοντας υπόψη την ιστορία της Lulu του Wedekind. Είναι γεγονός ότι το πρώτο μέρος του άλμπουμ είναι έντονα θεατρικό, εις βάρος της μουσικής, και, παρά την πρωτοτυπία της καλλιτεχνικής πρότασης και κάποιες σκόρπιες αριστοτεχνικές στιγμές, η πληκτική μετριότητα απωθεί τον ακροατή. Κι όμως, το "Cheat On Me" προμηνύει μια καλύτερη αξιοποίηση της ελευθερίας. Ο Reed αξιοποιεί την πρόσφατη ημιπαραφωνία του James Hetfield και απλώνει την ένταση της σύνθεσης, χαρίζοντας στους Metallica αυτό που πιθανόν δε βρήκαν στα μακρόσυρτα δοκίμια του "St. Anger". Κατά μια έννοια, οι Metallica δραπέτευσαν από την τελειομανία στην οποία αρίστευσαν με τον Bob Rock και δοκίμασαν να λειτουργήσουν αυθόρμητα. Είναι κρίμα που αρκέστηκαν σε αυτό το αποτέλεσμα.

Σαφώς ανώτερο, το δεύτερο μέρος του έργου μπορεί να συναρπάσει όποιον παιδεύτηκε από το πρώτο. Η συνύπαρξη των συστατικών στο "Frustration" είναι υγιέστερη. Η μάζα του riff παντρεύεται επιτυχέστερα την εκφορά του Reed και τα ήπια ιντερλούδια φιλοξενούν μια εξωφρενική άρρυθμη απαγγελία που θυμίζει τον μακαρίτη Beefheart (η οποία δυστυχώς σκοντάφτει ολίγον τί στο ακατάλληλο τραύλισμα των τυμπάνων του Lars Ulrich) και έναν οσκαρικό ποιητικό μονόλογο. Το "Little Dog", μια αυτοσχεδιαστική καταραμένη μπαλάντα, αποτελεί το πρώτο από τα τρία συνεχόμενα αξιομνημόνευτα επιτεύγματα του δίσκου. Δεύτερο, το "Dragon" αναμειγνύει τον πιο απαισιόδοξο άρρυθμο ψυχεδελισμό με την πυγμή ενός λιτού μα αυτοκρατορικού riff, το οποίο, όπως συνηθίσαμε, αρμέγεται μέχρι αφυδάτωσης στην επανάληψη. Τρίτο και αποχαιρετιστήριο, το "Junior Dad", μάλλον η καλύτερη στιγμή του άλμπουμ, μοιάζει να επιτυγχάνει το στόχο των δημιουργών του σε κάθε δευτερόλεπτο από τα σχεδόν είκοσι λεπτά του.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια τόσο -κυριολεκτικά επιτέλους- ακραία πρόταση προσβάλλει την αισθητική του μεταλά. Χωρίς τους Metallica, προφανώς, τα εκατομμύρια κόσμου που διαμαρτύρονται θα αδιαφορούσαν πλήρως για την όποια avant-garde ή beat ποιητική απαγγελία επί δρονισμών και noise, όσο συγκλονιστική κι αν είναι. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, οι μακρυμάλληδες μαυροφορεμένοι θα διάβαζαν Burroughs, όχι Lovecraft. Και έτσι μπορούμε να αναρωτηθούμε αν οι Metallica ήταν η ορθότερη επιλογή. Πιθανότατα κάποιοι από τους πολλούς επιφανείς των πιο μοντέρνων ήχων, από το post μέχρι το sludge και από το drone μέχρι το σύγχρονο prog, να εξυπηρετούσαν με καταλληλότερο τρόπο το πνεύμα του οράματος.

Όμως το όραμα ανήκει στον Lou Reed και η ξηρότητα του μάλλον παραδοσιακότερου ήχου των Metallica ήταν το στοιχείο που επέλεξε, εις βάρος την εμβάθυνσης που θα προσέφεραν τα νιάτα της παγκόσμιας σκηνής. Κι όσοι έχουν τη ροπή προς τα τοιαύτα, μπορούν να εκτιμήσουν τις όποιες στιγμές επιτυγχάνει η αδυσώπητη πρωτοτυπία. Για τους λοιπούς, το "Lulu" θα παραμένει η κουραστική διαδικασία με τα ακαταλαβίστικα ψελλίσματα ενός γεροντοροκά, από την οποία πρέπει να περάσουν να λάβουν μερικές τζούρες από τον ήχο των Metallica, μέχρι το επόμενό τους άλμπουμ.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιβληθεί ευρέως μια τόσο παράτολμη καλλιτεχνική πρόταση, ακόμα και αν την κάνουν τόσο λαοφιλείς μουσικοί. Πόσο μάλλον όταν αυτή η πρόταση δεν αριστεύει. Πολλά σημεία μαρτυρούν ότι οι συνθέσεις είχαν ανάγκη από περισσότερη επεξεργασία, περισσότερο ιδρώτα στα μέτωπα. Η σύλληψη της όποιας μαγείας της στιγμής είναι θεμιτή όταν οι καλλιτέχνες επικοινωνούν πλήρως, για να μεγαλουργήσουν, ή έστω όταν μπορούν να αυτοσχεδιάσουν στα ίδια επίπεδα. Δυστυχώς, ο ηχολήπτης του "Lulu" δεν κατέγραψε κάτι τέτοιο.

Μάλλον οι συντελεστές εμπιστεύτηκαν περισσότερο από ό,τι έπρεπε τις ικανότητές τους και την πιθανότητα εφαρμογής των κομματιών του παζλ. Επιπλέον, η μπερδεμένη αφήγηση του Reed είναι τόσο ασαφής και η οπτική του γωνία τόσο ιδιαίτερη, που ακόμη και όσοι είναι εξοικειωμένοι με το έργο το Wedekind στραβοστομιάζουν για να καταλάβουν τους καταπληκτικούς του στίχους. Μέσα από τις κραυγές και τους ψιθύρους, τη δική του Lulu την αγάπησε, τη συγχώρεσε, ανακάλυψε την ηθική της. Σε κάθε περίπτωση, δεν αξίζει τις ύβρεις το "Lulu". Όταν ο ακροατής συλλάβει το συμβολισμό και τη χρηστικότητα της ενορχήστρωσης, μπορεί να αναγνωρίσει τα μερικά μεγαλειώδη τμήματα του έργου. Πιθανότατα, με την πάροδο του χρόνου, ο Reed και πάλι να καταφέρει την οικουμενική κατάποση της παραξενιάς του. Τα "Berlin" και "Metal Machine Music" είναι τουλάχιστον δύο αποδείξεις.

  • SHARE
  • TWEET