Kasabian

48:13

Columbia (2014)
Από τον Άρη Καζακόπουλο, 10/06/2014
Μουσικά, στιχουργικά και ηχητικά, το "48:13" είναι στ' αλήθεια ανυπόφορο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Η μεγάλη εμπορική επιτυχία των Kasabian δεν συνοδεύτηκε από ιδιαίτερη καλλιτεχνική καταξίωση σε καμία φάση της καριέρας τους. Σε αντίθεση με άλλους indie rock συνοδοιπόρους τους (The Strokes, Interpol, Franz Ferdinand, Arctic Monkeys κ.ά.) η μουσική τους ποτέ δεν κατάφερε να γίνει πραγματικά ενδιαφέρουσα για το μουσικόφιλο κοινό. Παρόλα αυτά, και οι τέσσερις δίσκοι που κυκλοφόρησαν μέχρι σήμερα είχαν πολύ έντονο το fun στοιχείο. Γέννησαν αμέτρητες επιτυχίες, οι οποίες συνετέλεσαν σε εκρηκτικές live εμφανίσεις. Δίσκο με τον δίσκο, η μπάντα απέκτησε τεράστιο ραδιοφωνικό airplay και εξελίχθηκε στο απόλυτο βρετανικό φεστιβαλικό highlight, ταυτίζοντας το όνομά της με την έννοια της διασκέδασης.

Δεδομένης, λοιπόν, της ανέκαθεν μέτριας μουσικής υπόληψης του συγκροτήματος, η παταγώδης αποτυχία του νέου άλμπουμ δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι οι Kasabian έπιασαν το καλλιτεχνικό τους ναδίρ, αλλά και στο γεγονός ότι πλέον δεν είναι καν ικανοί να προσφέρουν διασκέδαση. Το "48:13" είναι μια συλλογή ανεκδιήγητα ρηχών, απερίγραπτα χοντροκομμένων και αφόρητα κουραστικών κομματιών, αρκετά από τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως παραδείγματα προς αποφυγή σε σεμινάρια επιτυχημένου songwriting.

Όσο περισσότερο απομακρύνονται οι Kasabian από τις κιθάρες (ναι, αντιγράφουν τους Led Zeppelin λιγότερο από ποτέ) και τείνουν προς τον ηλεκτρονικό ήχο, τόσο πιο αγχωμένη και ασφυκτική γίνεται η dance rock τους: πρέπει να ακούγονται ανεβαστικοί, πρέπει να παραμείνουν μαζικοί, πρέπει να συνεχίσουν να γεμίζουν στάδια. Αυτή η αίσθηση στοιχειώνει ολόκληρη την ηχογράφηση και αυτή πρέπει να ήταν η κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία του "48:13". Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι επέλεξαν να υπερφορτώσουν τις πενιχρές μελωδίες τους με έναν σωρό ήχους, το ότι δεν αφήνουν την ενέργεια να πέσει παρά μόνο σε λίγα σημεία, το ότι ακούγονται τόσο επιτηδευμένα θορυβώδεις.

Το ρεσιτάλ της κακογουστιάς του δίσκου ξεδιπλώνεται σε ολόκληρο το μεγαλείο του από το πρώτο κιόλας (αν εξαιρέσουμε την εισαγωγή) κομμάτι "Bumblebeee". Στα μεν verses έχουμε τα άκρως κακόηχα πλήκτρα να παίζουν ταυτόχρονα με τα φωνητικά την ίδια σχεδόν μελωδία (ασχολίαστη η παιδαριώδης μπασογραμμή), στο δε chorus έχουμε μια «κορύφωση» με πολλαπλά layer φωνητικών: μια μόνιμη κραυγή στο background, συνεχόμενα «yeah yeah», συνεχόμενα «na na na» και φυσικά τα φωνητικά για τους στίχους. Και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του απαράδεκτα χοντροκομμένου τρόπου με τον οποίον χτίζουν τις συνθέσεις τους στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου.

Μιλώντας για συνθέσεις, το "Doomsday" είναι χαρακτηριστικό (αλλά όχι και μοναδικό) παράδειγμα κακής σύνθεσης μέσα στην tracklist. Ήταν τέτοια η ευρηματικότητα του Sergio Pizzorno, που σε ολόκληρη τη διάρκεια του ρεφρέν η μελωδία των φωνητικών αποτελείται από μόλις μία νότα. Από την άλλη, στο "Explodes" η ευρηματικότητα αναδεικνύεται στο στιχουργικό κομμάτι, στο ρεφρέν και πάλι: «On and on it goes, till my head explodes / On and on it goes, till my head explodes / On and on it goes, till my head explodes / On and on it goes, till my head explodes»). Σε κομμάτια, πάλι, όπως το "Stevie", όπου υπήρχε η συνθετική βάση για κάτι καλό, η υπερφορτωμένη ενορχήστρωση καταστρέφει το αποτέλεσμα.

Δεν έχει νόημα να συνεχίσω, τα παραδείγματα των ατοπημάτων είναι αμέτρητα. Μοναδικά κάπως συμπαθή κομμάτια είναι τα "Glass", "Bow" και "S.P.S.", κυρίως λόγω των όμορφων μελωδιών τους, αλλά μόνα τους είναι αδύνατον να σώσουν έναν ολόκληρο δίσκο τόσο χαμηλού επιπέδου. Μουσικά, στιχουργικά και ηχητικά, το "48:13" είναι στ' αλήθεια ανυπόφορο.
  • SHARE
  • TWEET