Joanne Shaw Taylor

Diamonds In The Dirt

Ruf (2010)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 27/01/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Από εκεί που πριν από μια-δυο δεκαετίες δεν έβλεπες γυναίκα να κρατάει κιθάρα, πλέον δεν προλαβαίνεις να τις μετρήσεις. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με την Joanne Shaw Taylor, στο δεύτερό της δίσκο που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς, μέσα από την αξιόλογη blues ετικέτα της Ruf Records, η οποία από το 1994 και μετά έχει διαμορφώσει έναν ενδιαφέροντα πυρήνα. Μετά το "White Sugar" (2009), το οποίο απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από τον blues κόσμο, η νεαρή Βρετανίδα με την απίθανη προσκόλληση στα blues είχε τραβήξει πολλά βλέμματα που περίμεναν με ενδιαφέρον το επόμενο βήμα της. Στεκόμενη στο ύψος των περιστάσεων, δεν απογοητεύει, συνεχίζοντας από εκεί που είχε σταματήσει, ενώ παράλληλα, προχωράει με την προσθήκη ορισμένων μικρών κι ευπρόσδεκτων πινελιών. Κάπως έτσι, ο τίτλος της «Female Vocalist of the year» των British Blues Awards 2010 μοιάζει να ήρθε ως κάτι το αναμενόμενο.

Οι προθέσεις της στο "Diamonds In The Dirt" καθίστανται φανερές από το ξεκίνημα. Βρίσκεται εδώ για να τα ισοπεδώσει όλα, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να κρατήσει αιχμαλώτους. «Shooting at survival but aiming at success» λέει στο "Can't Keep Living Like This" που ανοίγει το album, λίγο προτού αφήσει αχαλίνωτη την έκφραση του αδιαμφισβήτητου κιθαριστικού της ταλέντου μέσω της Fender Telecaster, η οποία μοιάζει να αποτελεί προέκταση του σώματός της. Πατώντας στα χνάρια του Stevie Ray Vaughan (λέμε τώρα) μας δίνει μερικά καλοδουλεμένα solos που θα ικανοποιήσουν όσους αγαπούν τα blues. Ωστόσο, μη σχηματίσετε την ιδέα πως έχουμε να κάνουμε με ένα album που στηρίζεται αποκλειστικα και μόνο στην κιθαριστική δεξιοτεχνία της Taylor. Το ταλέντο της είναι πολυεπίπεδο και σαφώς υπερβαίνει το στερεότυπο κορίτσι-κιθάρα.

Στο σημείο αυτό, οφείλω να ξεκαθαρίσω πως έχω μια εγγενή αλλεργία απέναντι στα ατελείωτα solos των μεγαλοβιρτουόζων, τα οποία -όταν δεν περιέχουν αξιόλογες ιδέες, εντασσόμενα σε μια ωραία μελωδία την οποία εξυπηρετούν με συνέπεια, αρχή, μέση και τέλος- βρίσκω άκρως εγωιστικά, ανούσια και, ως εκ τούτου, άψυχα. Προσωπικά βρίσκω μια ξεκούρδιστη lo-fi νότα από το "Nebraska" (1982) του Springsteen απείρως πιο ενδιαφέρουσα από μια σειρά τέλειων, από τεχνικής άποψης, solos που έπαιξαν διάφοροι τύποι με περμανάντ και βαμμένο μαλλί στα '80s, φορώντας κολάν. Στο πλαίσιο αυτό ξαφνιάζομαι ευχάριστα που η κοπέλα αυτή, η οποία, αναντίρρητα διαθέτει ένα αξιοπρόσεκτο ταλέντο στην κιθάρα, δείχνει ικανή να το τιθασεύσει, μένοντας μακριά από χιλιοειπωμένα blues clichés που μοιάζουν αναπόφευκτα. Η ωριμότητα του πολύπλευρου ταλέντου της δεν περιορίζεται στο παίξιμο και τα σκοτεινά φωνητικά της -τα οποία είναι πολύ πιο ώριμα από όσο μαρτυράει η ηλικία της- αλλά μεταφράζεται σε μια πειθαρχία που εμπεριέχει τη σοφία εκείνου που έχει μάθει ότι αυτό που παραλείπεις να παίξεις μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό με εκείνο που τελικά παίζεις.   

Έτσι, ενώ, κατά βάση, πρόκειται για ένα κιθαριστικό blues album της παλαιάς σχολής, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που ξαφνιάζουν ευχάριστα και προσθέτουν πόντους. Πρόκειται για τα μη αναμενόμενα, slow κομμάτια, τα οποία είναι λιγότερο ηλεκτρικά και επιτρέπουν την ανάδειξη ορισμένων αρκούντως αξιόλογων μελωδιών. Από αυτήν την κατηγορία κομματιών του album προέρχεται και το "Same As It Never Was", από το οποίο πραγματικά δυσκολεύτηκα να ξεκολλήσω. Πεντακάθαρη η παραγωγή του Jim Gaines (παραγωγός κατά καιρούς των Santana, Luther Allison και S.R. Vaughan), ιδανική συνοδεία από τη μπάντα που την περιβάλλει και -το κυριότερο- ένα μεστό παίξιμο στην κιθάρα που περιλαμβάνει ένα soulful riff και ορισμένα πανέξυπνα γεμίσματα. Προσθέστε τα καπνισμένα και ζεστά φωνητικά της, μερικούς ενδιαφέροντες στίχους και έχετε κάτι ιδιαιτέρως αξιόλογο για να περάσετε πέντε επικοδομητικά λεπτά. Το παίξιμό της εδώ θα το ζήλευαν ακόμη και μεγάλοι κιθαρίστες. Πετυχαίνει μια μοναδική συνταγή, παίζοντας τα απολύτως απαραίτητα, ενώ αφήνει χώρο στον ακροατή για να γεμίσει τα κενά και αυτό -ως γνωστόν- είναι μεγάλο πράγμα που σπανίως συναντά κανείς στους βιρτουόζους. Αντίστοιχο mood βγάζει και στο πολύ καλό ομότιτλο κομμάτι του δίσκου.

Ωστόσο, δεν κινείται όλο το album σε τόσο υψηλά επίπεδα. Πού και πού ξεχνιέται και πέφτει με τα μούτρα στο jamάρισμα, σε σημείο που αναγκάζει τον παραγωγό της να κλείσει ορισμένα κομμάτια, κάνοντας fade-out, την ώρα που εκείνη προφανώς δεν επικοινωνεί με τον έξω κόσμο. Για κάποιο λόγο, όμως, ακόμη και αυτές οι μικρές ατέλειες εκλαμβάνονται ως κάτι το ενθαρρυντικό, υπό την έννοια ότι κατά αυτόν τον τρόπο διαφαίνεται χώρος για μελλοντική βελτίωση. Μην ξεχνάμε πως η Taylor είναι μόλις 24 χρόνων και μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε πολλούς ενδιαφέροντες δίσκους από αυτήν στα επόμενα χρόνια. Αντί για επίλογο, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια που είχε πει για αυτήν ο Dave Stewart (των Eurythmics) όταν την είχε πρωτακούσει να παίζει ζωντανά το 2002: «Έχοντας παίξει με όλων των ειδών τους μουσικούς, άκουσα κάτι που ποτέ δεν περίμενα να ακούσω: μια λευκή Βρετανίδα που παίζει τα blues με τόσο πάθος που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν. Το μόνο που θυμάμαι, αφού τη ρώτησα πόσων χρόνων είναι και μου απάντησε ότι ήτανε 16, είναι ότι ήμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα όταν συνήλθα αρκετά αργότερα».
  • SHARE
  • TWEET