Hurts

Exile

Major Label / Sony (2013)
Από την Εριφύλη Παναγούλια, 11/06/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Μετά το ελπιδοφόρο ντεμπούτο τους, οι Βρετανοί electro-popers και την επιτυχία τους "Wonderful Life" κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή κριτικών και κοινού. Επιστρέφουν με την νέα τους δισκογραφική δουλειά η οποία επικεντρώνεται περισσότερο στα pop χαρακτηριστικά, την έμφαση στην δραματικότητα των ερμηνειών και  στην εισαγωγή χορωδιακών μουσικών μερών. Τα τρία στοιχεία αντικατέστησαν την ονειρικά ηλεκτρονικά τους στοιχεία, την συγκρατημένη μελαγχολία που απόρεσαν συνολικά, στιχουργικά και μουσικά, στο ντεμπούτο τους, αλλά και τις οπερετικές διαθέσεις στις εκτελέσεις τους.

Με το "Exile" θέλοντας και μη περνάνε από το μυαλό μου οι συνηθισμένες σκέψεις περί άχαρου ρόλου του «ακόλουθου ενός επιτυχημένου ντεμπούτου». Και πώς να μην περνούν όταν αναλογιστείς ότι στην πρώτη δισκογραφική τους προσπάθεια ο Hutchraft έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ακουμπήσει, έστω και ελάχιστα, τις θεόσταλτες οπερετικές ερμηνείες του Freddy Mercury και να πείσει την Kylie Minogue, να τους συνοδεύσει στο "Devotion". Ίσως και να αποτελεί ύβρη η ταυτόχρονη χρήση αυτών των δύο ονομάτων στην ίδια πρόταση, αλλά δεν παύει να σκιαγραφεί τον παράδοξο αλλά και εντυπωσιακό τρόπο που κινήθηκαν οι Hurts στο μικρό παρελθόν τους. Μια επανάληψη του ιδίου εγχειρήματος, θα ήταν ο εύκολος τρόπος να θρέψει τις επιφανειακές επιθυμίες των οπαδών τους. Αυτήν την φορά όμως επιλέγουν να παρουσιάσουν μια εναλλακτική πρόταση, θέλοντας να διαπεράσουν τα στεγανά μιας ασφαλούς επανάληψης.

Αποφασίζουν λοιπόν να αφήσουν τα ιερά rock τέρατα στην ησυχία τους και να πάρουν περισσότερα στοιχεία από σύγχρονους ήρωες της σκηνής. Από το εναρκτήριο και ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ, ο ακροατής μπαίνει εύκολα στο νόημα αυτών που θέλουν να παρουσιάσουν οι Hurts και τις εντυπώσεις που θέλουν να του αφήσουν. Η ηλεκτρονική, a la Depeche Mode, έναρξη με γερές δόσεις από Matthew Bellamy στα φωνητικά δημιουργούν το γρήγορα το πλαίσιο που θα κινηθεί συνολικά το συγκρότημα στο άλμπουμ. Παρά τις ευδιάκριτες παραπομπές τους όμως, η μπάντα από το Manchester καταφέρνει να ντύσει τα τραγούδια της με έξυπνα pop μοτίβα, όπως αυτά του "Sandman", όπου οι παιδικές φωνές στα χορωδιακά μέρη, παραπέμπουν περισσότερο στην παραδοσιακή εκδοχή του Βασιλιά των Ονείρων, παρά στην σκοτεινή της DC Comics. Το ίδιο συμβαίνει και στο "Mercy", που δείχνει να πνίγεται στον εν χορώ συλλαβισμό του. Μπορεί να υπερβάλουν σε αυτά τα μοτίβα, pop και χορωδιακά, στην περίπτωση του "Blind", αλλά μην νομίζετε ότι απέχουν και πολύ από την νέο-maistream άποψη των Coldplay περί μουσικής.

Κι όταν ο ακροατής καταφέρει να προσπεράσει τα προφανή, βρίσκεται μπροστά στο "Cupid" και το "The Road". To πρώτο, αποτελεί την πιο rock στιγμή του άλμπουμ, με το blues riff του να ακολουθείται από πιασάρικα "Personal Jesus" ρυθμικά και ηλεκτρονικά μέρη, συνθέτοντας έτσι από τις πιο όμορφες συνθέσεις του άλμπουμ. Όσο για το "The Road", ο ίδιος ο Hutchcraft είχε δηλώσει ότι το ομότιτλο βιβλίο του Cormac McCarthy αποτέλεσε μία από τις βασικές θεματολογικές του επιρροές κατά την δημιουργία του άλμπουμ. Έτσι προσπάθησαν να δημιουργήσουν, ίσως το δραματικότερο κομμάτι που έχουν συνθέσει στην σύντομη καριέρα τους. Και προφανώς το κατάφεραν, παρασέρνοντας μαζί τους και τον ακροατή σε σκοτεινά και μελαγχολικά συναισθήματα απώλειας. Κι αν η συνεργασία τους με την Kylie Minogue σας φάνηκε, εμπορική, λίγη και αρμόζουσα σε πιο εμπορικές-εμπορεύσιμες μουσικές κουλτούρες που ίσως να υποθέσατε ότι υπηρετούν, ο μεγάλος Elton John που κάθεται πίσω από το πιάνο στο "Help" νομίζω ότι είναι υπέρ-αρκετός για να σας πείσει για το αντίθετο.

Οι Hurts στο "Exile" συνολικά συνεχίζουν να κινούνται προς τον δρόμο της επιτυχίας, συγκεντρώνοντας σε μουσικό επίπεδο, στοιχεία από συγκροτήματα που έχουν διασχίσει ήδη αυτόν τον δρόμο. Προσθέτοντας σε αυτό και τις θεματικές της θλίψης στιχουργικά, μας κάνουν να μιλάμε για ένα άλμπουμ που μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να κινηθεί λίγο διαφορετικά από τον προκάτοχό του, χωρίς όμως να φτάσει σε σημείο να χάσει τον χαρακτήρα του, ή να μας κάνει να μιλήσουμε για εντελώς άλλο τρόπο αντιμετώπισης της μουσικής από την μπάντα. Προφανώς και δείχνει σημάδια αυτοβελτίωσης, με έντονες Muse, Depeche Mode αποχρώσεις, αλλά αυτό που ίσως ξενίσει. ίσως και να ενοχλήσει τον ακροατή, είναι οι στιγμές υπερβολικά ανάλαφρης pop που ευτυχώς είναι περιορισμένες.
  • SHARE
  • TWEET