High On Fire

Death Is This Communion

Relapse (2007)
08/01/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του '90 ένας κύριος (λέμε τώρα) με το όνομα Matt Pike έπαιρνε τη θέση του δεύτερου κιθαρίστα σε ένα συγκρότημα που λεγόταν AsbestosDeath και στο οποίο ήδη βρίσκονταν οι αξιότιμοι Al Cisneros και Chris Hakius, ελάχιστοι περίμεναν την επικείμενη καταστροφή. Οι προαναφερθέντες δεν είναι άλλοι από τα ιδρυτικά μέλη των Sleep που συγκαταλέγονται ούτε λίγο ούτε πολύ στα πλέον επιδραστικά σχήματα της doom / stoner σκηνής. Αφού λοιπόν κυκλοφόρησαν δίσκους όπου τα riff μπορούν (ακόμα) άνετα να ζαλίσουν αφιονισμένο στρατό από υπερτροφικούς ελέφαντες, διαλύθηκαν και τράβηξαν ξεχωριστούς δρόμους. Οι Cisneros και Hakius έμπλεξαν σε μυστικιστικά (χα!) μονοπάτια, όντας οι OM (ω, ναι, έρχονται και στην Ελλάδα για συναυλία), o δε κιθαρίστας / τραγουδιστής Matt Pike έφτιαξε τους High On Fire, οι οποίοι κυκλοφόρησαν πρόσφατα τον τέταρτο δίσκο τους, "Death Is This Communion".

Ο δίσκος βέβαια δεν έχει άμεση σχέση ηχητικά με τα μνημεία των Sleep, όχι γιατί δεν στέκουν σε ανάλογο επίπεδο μουσικά (αλίμονο), αλλά γιατί πολύ απλά στους High On Fire οι ταχύτητες είναι πολύ πιο μεγάλες. Σε σημεία μάλιστα, φέρνουν στο νου εικόνες από δοξασμένες εποχές των '80s και θυμίζουν μπάντες όπως Sepultura, Slayer ή Motorhead (ύμνος στους οποίους είναι το "Rumors Of War"). Σε γενικές γραμμές έχει μπλεχτεί η προϋπάρχουσα Sabbathική (απίστευτο το τελείωμα του "Ethereal") διάθεση και άποψη με μια πιο metal αισθητική, που μπορεί κανείς να συναντήσει σε μπάντες όπως για παράδειγμα οι Mastodon. Φυσικά δεν είναι τυχαίο το ότι μέλη των τελευταίων (το έχουν οι ίδιοι δηλώσει) βρέθηκαν σε live των High On Fire, γούσταραν, αντάλλαξαν κινητά (λέμε τώρα) και αποφάσισαν να φτιάξουν το συγκρότημα τους.

Το τρομερό τρίο, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, δημιουργεί ήχους και μουσικές που μου φαίνεται πως είναι φτιαγμένες για θρησκευτικό πόλεμο (ακούστε π.χ. το ομότιτλο κομμάτι) μέχρι τέλους. Από τη μία το στιχουργικό κόλλημα του Pike με ανάλογα θέματα και από την άλλη τα κυκλοθυμικά riff που ισοπεδώνουν ό,τι βρουν στο πέρασμα τους μάλλον θα δημιουργήσουν (εάν δεν το έχουν ήδη κάνει φυσικά) ανάλογα τρυφερά συναισθήματα και σε εσάς. Πέραν από τους καταιγιστικούς ρυθμούς στο δίσκο θα βρείτε και κάποιες μελωδίες που έχουν πρώτα περάσει μια βόλτα από την Ιερουσαλήμ, πριν μολυνθούν και μπασταρδευτούν από την ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι εκλεκτοί κύριοι Jeff Matz (βλ. Zeke) στο μπάσο και Des Kensel στα τύμπανα.

Η όλη ατμόσφαιρα αυτή σου δημιουργεί μια γενικότερη αγωνία, μια ανεξήγητη ένταση και τσίτα που δε βρίσκει διέξοδο, απλά κυλάει πάνω στα σχεδόν παρανοϊκά riff που δε σε αφήνουν να χαλαρώσεις στιγμή. Σε αναγκάζουν να πορευτείς σε δρόμους που σχεδόν πολεμάς με τα ίδια σου τα νεύρα. Ούτε ρεμβάζεις, ούτε ξεχνιέσαι, ούτε ταξιδεύεις, ούτε τίποτα τέτοιο σχετικό. Ακόμα και το ορχηστρικό "DII" είναι ακόμα μια προετοιμασία ή αναγγελία, αν θέλετε, μάχης... Μάχη η οποία είναι αναπόφευκτη και δεδομένη, όσο και αν το "Cyclopian Scape" (που ακολουθεί) που αποτελεί ουσιαστικά την εισαγωγή για τα δύο τελευταία κομμάτια του δίσκου φαίνεται χαμηλών τόνων.

Υψηλού, αντίθετα, επιπέδου δουλειά έχει κάνει ο Jack Endino (Nirvana, Soundgarden) στην παραγωγή του δίσκου, καθώς έχει καταφέρει να κάνει τις δεύτερες κιθάρες να ακούγονται σα λαμπερά ηχητικά διαμάντια μέσα στην όλη χαρακτηριστική βρωμοθαμπίλα στην οποία αρέσκονται οι High On Fire. Δεν είναι και εύκολο πράμα εάν αναλογιστεί κανείς πως οι εντάσεις είναι ρυθμισμένες για να σε τσακίζουν, όπως αρμόζει δηλαδή στη συγκεκριμένη μπάντα.

Το θέμα με αυτόν τον δίσκο είναι πως ακόμα και οι πιο mid tempo στιγμές του είναι ένοχες! Ένοχες γιατί πολύ απλά υποθάλπουν φονικά μουσικά μέρη, που θα στη φέρουν εκεί που πιστεύεις πως παίζει και να την έχεις γλιτώσει. Ανακούφιση και γιατρειά δεν υπάρχει, ας το πάρουμε απόφαση. Είμαστε όλοι καταδικασμένοι... Κλείνοντας αντιγράφω από το επικό "Return To Nod": « Speaking the words of the sorcerer's tongue, no one can stop what's already begun...».

  • SHARE
  • TWEET