High Dials

A New Devotion

Rainbow Quartz (2003)
14/05/2005
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πριν μιλήσουμε για την συγκεκριμένη προσπάθεια των High Dials αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στην ιστορία του εν λόγω group. Πρόκειται για μια καναδική μπάντα που αρχικά ονομαζόταν The Datsun αλλά σύντομα άλλαξαν το όνομα τους καθώς ένα άλλο group από την Νέα Ζηλανδία είχε το ίδιο όνομα! Στην συνέχεια ονομάστηκαν Datsun Four και τελικά πήραν το όνομα High Dials. Το προφίλ του γκρουπ κινείται μεταξύ της ροκ, χίππικης ψυχεδέλειας των 60s (Kinks, Simon and Garfunkel, The Who, the Beatles, CNSY) και του σύγχρονου Brit pop (βλέπε Blur).

Πρόκειται για το πρώτο άλμπουμ που υπογράφεται από τους Datsun με το όνομα High Dials και έχει τίτλο "A new devotion". To κουαρτέτο από τον Καναδά (Τrevor Anderson, Rishi Dir, Robbie MacArthur και Robb Surridge) δημιούργησε ένα άλμπουμ, φόρο τιμής στα μεγάλα γκρουπ της δεκαετίας του 60 που προαναφέραμε. Πρόκειται για ένα concept δίσκο που αναφέρεται στις περιπέτειες ενός χαρακτήρα που ονομάζεται Silas, στην διάρκεια της πορείας του διαμέσου ενός αλλόκοτου, εφιαλτικού, φουτουριστικού κόσμου! Αν και το όλο concept δε φαίνεται να διακηρύττει κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα, είναι σαφείς και προφανείς οι υπαινιγμοί στην ισοπεδωτική επίδραση της τεχνολογίας στη ζωή μας. Παράλληλα προβάλλεται η ανάγκη για την επιστροφή του ανθρώπου στην φύση. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι πέρα από την μουσική, αυτή καθεαυτή, και το concept του άλμπουμ εναρμονίζεται πλήρως με την χίππικη φιλοσοφία (επιστροφή στη φύση).

Όσον αφορά την μουσική, μπορούμε να τονίσουμε ότι πρόκειται για ένα μίγμα χίππικης ψυχεδέλειας, σύγχρονης electronica, rock, pop, ακόμη και ethnic, latin στοιχείων (συνδυασμός αν μη τι άλλο ενδιαφέρον), με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός δίσκου ιδιαίτερου και ξεχωριστού. Βέβαια όσοι ψάχνουν σε αυτό το άλμπουμ hard rock στοιχεία, εντυπωσιακά σόλος, κορώνες, εντυπωσιακές αλλαγές ρυθμών, σίγουρα θα απογοητευτούν γιατί ο συγκεκριμένος δίσκος έχει άλλους προσανατολισμούς.

Στην ενορχήστρωση χρησιμοποιείται ένας μεγάλος αριθμός μουσικών οργάνων (sitar, φλάουτο τρομπέτα, σαξόφωνο, τρομπόνι, βιολί ηλεκτρονικά ντραμς, tabla και άλλα κρουστά, παίζονται από διάφορους μουσικούς που συνεργάστηκαν με την μπάντα) στοιχείο που δίνει στο άλμπουμ μια ξεχωριστή χροιά. Οι μουσικοί, χωρίς να είναι βιρτουόζοι (καμία διάθεσης επίδειξης), είναι ευχάριστοι. Τα hippy φωνητικά είναι ιδιαιτέρως γλυκερά, ευχάριστα (τόσο τα κύρια φωνητικά, όσο και τα δεύτερα) ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το αποτέλεσμα. Όσον αφορά την παραγωγή πρέπει να τονίσω ότι έχει γίνει πάρα πολύ καλή δουλειά, μιας και οι ήχοι είναι ξεκάθαροι και δένουν αρμονικά χωρίς κάποιος ήχος να καλύπτει κάποιους άλλους και το ηχητικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα ευχάριστο και ξεκούραστο. Έτσι η παραγωγή αποτελεί ένα από τα δυνατά σημεία του άλμπουμ.

Αναφορά θα πρέπει να γίνει και στο λιτό artwork που ωστόσο σε εντάσσει ομαλά στην ψυχεδελική αισθητική που διαπνέει το άλμπουμ. Οι φιγούρες των τεσσάρων μουσικών μπροστά από ψυχεδελικά φόντα με λουλούδια (flower power) δημιουργούν ευχάριστη αίσθηση και σε προδιαθέτουν για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Το άλμπουμ αποτελείται από 18 τραγούδια συνολικής διάρκειας 60 περίπου λεπτών που σε κανένα σημείο δεν κουράζουν (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις ίσως), ακούγονται ευχάριστα και η αίσθηση του concept είναι ιδιαιτέρως τερπνή. Τα κομμάτια δένουν πολύ όμορφα μεταξύ τους και το αποτέλεσμα είναι οπωσδήποτε ομοιογενές (όπως θα όφειλε ένα concept album). Ωστόσο κατάφερα να ξεχωρίσω μερικά κομμάτια που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, όπως το "Desiderata" (no 3) με τις όμορφες αλλαγές μειζόνων και ελασσόνων κλιμάκων και τα πανέμορφα hippy φωνητικά, το "TV Mystic" (no 4) με τις αναφορές στην καταστρεπτική επίδραση της τηλεόρασης (και συνακόλουθα της τεχνολογίας) στην ζωή του ανθρώπου. Και ακόμη το "Can you hear the bells" (no 6) που μου φέρνει στο μυαλό μπαρόκ εποχές και η μελαγχολική του μελωδία έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου, το "Assasins" (no 13) στο οποίο ξεκινώντας με κρουστά και σπανιόλικες κιθάρες δημιουργεί ένα πολύ ευχάριστα μελαγχολικό latin κλίμα, που ενισχύεται στη συνέχεια με πνευστά και έγχορδα. Και τέλος το μελαγχολικό "St. Marie" (no 14) με το υπέροχο riff με φλάουτο καθώς και το instrumental "Things are getting better" (no 17) με το ανατολικό σιτάρ, τo tabla, τα χίππικα πνευστά και τις ροκ κιθάρες να συνδυάζονται με τρόπο ξεχωριστό δημιουργώντας ένα πανέμορφο αποτέλεσμα.

Συνοψίζοντας θα πρέπει να τονίσω ότι αν και αντιμετώπισα το συγκεκριμένο άλμπουμ με αρκετή καχυποψία (καθώς το συγκεκριμένο μουσικό ύφος δεν με εκφράζει ιδιαίτερα), τελικά με κέρδισε ολοκληρωτικά καθώς ήταν από όλες τις απόψεις αρτιότατο (παραγωγή, πρωτοτυπία, concept, artwork, συναίσθημα, μουσικές ιδέες). Πάντως, θα πρέπει να σημειώσω ότι δεν μπόρεσα να το εκτιμήσω σωστά από το πρώτο άκουσμα. Θεωρώ ότι χρειάζεται προσεκτική αφομοίωση για να μπορέσει κάποιος να αξιολογήσει σωστά την συγκεκριμένη δημιουργία. Θα το πρότεινα ανεπιφύλακτα!

In the streets the waking waters rise
And wash me in upon the tide
The new day waits
I don’t arrive...

  • SHARE
  • TWEET