Grace Potter & The Nocturnals

Grace Potter & The Nocturnals

Hollywood (2010)
Από τον Αντώνη Μουστάκα, 21/10/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η ιστορία της ωραίας Grace Potter και των Nocturnals ξεκινά πριν οκτώ χρόνια στο πανεπιστήμιο του St. Lawrence, όταν ο drummer του σχήματος, Matt Burr, εντόπισε τη συμφοιτήτρια Grace να τραγουδά folk σε μικρά coffee houses και της πρότεινε να δημιουργήσουν μια μπάντα. Για να της εξηγήσει τι ακριβώς σκέφτεται, της έπαιξε το "Last Waltz" με τους The Band (πολύ καλή αρχή θα έλεγα εγώ!). Η πορεία από εκεί και πέρα σταθερά ανοδική, με δύο υψηλής ποιότητας studio album στο πνεύμα του '60s και '70s blues & soul rock και με την καθιέρωση της μπάντας στη jam σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών.

Επόμενο βήμα ένα album με τον μάγο T Bone Burnett, όπως ανακοινώθηκε στα media το 2009. Η Grace δηλώνει ενθουσιασμένη, αλλά στην πορεία το project χαλάει, μιας και ο Burnett θέλει την Grace μπροστάρα με τη δική του μπάντα να την υποστηρίζει (όπως έγινε με τον Plant και την Krauss). Ηχογραφούν πέντε τραγούδια, αλλά η Potter και η Hollywood Records αποφασίζoυν να αλλάξουν πορεία και να προχωρήσoυν με ένα full band και full rocking album, το οποίο θα ταίριαζε περισσότερο με τη ...Holywood στροφή της μπάντας, η οποία είχε προαποφασιστεί.

Ο Mark Batson (Dave Matthews Band, Eminem) παίρνει το χρίσμα και δουλεύει ξανά τις συνθέσεις της Potter. Η μπάντα με δύο νέα μέλη, τον Benny Yurco (Blues & Lasers) και την Catherine Popper, φαίνεται να αναζωογονείται και το αποτέλεσμα δικαιώνει την όλη ομάδα.

Το συγκρότημα βλέπει για πρώτη φορά album του στα αμερικανικά charts, μπαίνει στη λίστα με τις καλύτερες νέες μπάντες του Rolling Stone για το 2010. Η Potter από φωνάρα και multi-instrumentalist, που την ξέραμε, μεταμορφώνεται σε sex σύμβολο της rock. Είναι πλέον ξανθιά, λεπτότερη και τα blue jean έχουν αντικατασταθεί με μίνι φορέματα.

Μουσικά τα πράγματα βγαίνουν πολύ αβίαστα, με τη live αίσθηση του πράγματος να παραμένει όπως την ξέραμε, αλλά η κάπως αδιάφορη παραγωγή των προηγούμενων album έχει αντικατασταθεί με μια glam απλότητα που βγάζει επιτυχημένα προς τα έξω τη στροφή της μπάντας προς τη σέξι και διασκεδαστική πλευρά του rock, χωρίς να ξεχνά να αναδεικνύει τις συνθέσεις. Το album είναι μια συλλογή των καλύτερων κομματιών της μουσικής που αγαπάμε, από easy listening rock στις φόρμες των Fleetwood Mac ("One Short Night") μέχρι τα St. Louis blues ("Colors") και από τη soul του Memphis ("Low Road") μέχρι το α-λά Kinks retro riff του "Paris".

Η φωνή της Potter επισκιάζει το σύμπαν με τη σεξουαλικότητα και την εκφραστικότητά της. Την έχουν παρομοιάσει με τις αντίστοιχες των (ανάσα) Tina Turner, Stevie Nicks, Janis Joplin, Joan Osborne, Alanis Morissette και απείρων άλλων. Η αλήθεια είναι ότι είναι μοναδική και ξεχωριστή, διαμορφωμένη σίγουρα από τις παραπάνω και ακόμα περισσότερες επιρροές.

To τρίτο studio album της μπάντας με το όνομα Grace Potter & The Nocturnals ταρακούνησε δικαίως την αμερικανική μουσική σκηνή (στην Ελλάδα ούτε λόγος, εδώ τα μέσα έχουν μείνει στη Skin και την Beth Ditto) αλλά και τη συντακτική ομάδα του Rocking (μόνο οι metalheads δεν έχουν συγκινηθεί ακόμα, αλλά που θα πάει). Είναι ένα μη απολογητικό και sexy rock album, με πολύ ψυχή κρυμμένη στο αστραφτερό του pop πακετάρισμα.

Αν στη φετινή συναυλία των Aerosmith θυμηθήκατε τη sexy πλευρά του rock and roll και σας άρεσε, επενδύστε σε αυτή τη δουλειά. Αν θέλετε να πείτε με μουσική ό,τι δε σας βγαίνει με λόγια, παίξτε αυτό το album στον άνθρωπό σας. Όταν θα γυρίσει και θα πει με χαμόγελο «και εγώ το θέλω» θα με θυμηθείτε...

15 seconds review (εμπρός στον rock ψυχίατρο):

Ακυρώθηκε η συνεδρία, αφού η το ραντεβού κατέληξε σε παρακολούθηση videoclip της Grace, με σχόλια για τα καλοσχηματισμένα πόδια της ...και τη φωνή της φυσικά.

  • SHARE
  • TWEET