Five Finger Death Punch

The Wrong Side Of Heaven And The Righteous Side Of Hell, Volume 2

Prospect Park (2013)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 20/11/2013
Το πρώτο εντυπωσιακό μέρος βρίσκει ανάλογη συνέχεια και οι Five Finger Death Punch κερδίζουν ένα σημαντικό στοίχημα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Όταν πριν δυο μήνες κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος του "The Wrong Side Of Heaven And The Righteous Side Of Hell" δεν περίμενα πως το δεύτερο μέρος θα κυκλοφορούσε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, μιας και μια τέτοια απόφαση σε πρώτη ανάγνωση δεν μοιάζει και η σοφότερη από εμπορικής άποψης, ανεξάρτητα αν όλα τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν μαζί. Έχοντας λοιπόν στον νου ότι το δεύτερο μέρος είναι συνήθως υποδεέστερο του πρώτου, το μικρό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ αυτών των δύο και το πόσο καλό ήταν το πρώτο μέρος, δεν του έδινα και πολλές ελπίδες να κερδίσουν το στοίχημα. Όμως, οι Five Finger Death Punch το κέρδισαν και τους αξίζει ένα μπράβο...

Στο δεύτερο μέρος, λοιπόν, συνεχίζουν ακατάπαυστα να κερνάνε μοντέρνες μεταλλικές τραγουδάρες, γεμάτες κοφτά riff, στιβαρό rhythm section, σπουδαία refrain και ερμηνείες που εναλλάσσονται μεταξύ οργής και πόνου, θυμού και απόγνωσης. Ο Ivan Moody ακούγεται όλο και πιο κοντά ως μια ακόμα πιο θυμωμένη version του Corey Taylor, κερδίζοντας πόντους στην κατάταξη με τις πιο δυνατές σύγχρονες φωνές του χώρου. Σε σχέση με το πρώτο μέρος, αυτό που απουσιάζει κατά βάση είναι οι guest συμμετοχές, οι οποίες έδιναν και μια επιπρόσθετη αξία κατ' εμέ, αλλά κατά τα άλλα ο ήχος και η ποιότητα είναι σε παρεμφερή επίπεδα.

Ομολογώ πως το video του "Battle Born" που προηγήθηκε με προβλημάτισε, όντας κομμένο και ραμμένο για τις ανάγκες τις αμερικάνικης αγοράς, αλλά παρόλο που θεματολογικά φλερτάρει με το cheesy, εν τέλει δεν είναι άσχημο τραγούδι. Βέβαια, η πραγματική αξία του άλμπουμ βρίσκεται σε τραγουδάρες όπως στα δυναμικά "Wrecking Ball" και "Weight Beneath My Skin", καθώς και στo "Cold" όπου πέφτουν οι σφυγμοί και το πιάνο συνοδεύει ιδανικά την πονεμένη ερμηνεία του Moody. Γενικά, έχει επιτευχθεί μια πολλή σωστή ομοιογένεια και η οποία βοηθάει στην ευχάριστη ακρόαση του άλμπουμ καθ' όλη τη διάρκειά του, ενώ η διασκευή στο "House Of The Rising Sun", που κλείνει το άλμπουμ, μπορεί να μην αγγίζει την αντίστοιχη του Bad Company, αλλά είναι και πάλι ιδιαίτερη και απολαυστική, με την μπάντα να έχει φέρει κι αυτό το κλασσικό κομμάτι στα μέτρα της.

Κάτι που επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη, είναι πως το ύφος των FFDP είναι σχετικά συγκεκριμένο, χωρίς πολλά περιθώρια ευελιξίας, σαν αυτά των Coheed And Cambria, Biffy Clyro ή ακόμα και των Stone Sour οι οποίοι επίσης παρουσίασαν διπλές δουλειές την φετινή χρονιά. Το γεγονός αυτό αυξάνει το βαθμό δυσκολίας του δικού τους εγχειρήματος και κάνει τον κίνδυνο της επαναληψιμότητας να ελλοχεύει, καθιστώντας την επιτυχία τους ακόμα πιο σημαντική. Από την άλλη, αναπόφευκτα υπάρχουν δυο-τρία τραγούδια filler, ενώ παράλληλα απουσιάζει το τραγούδι που θα μπορούσε να κάνει την διαφορά και αν πρέπει να εστιάσουμε στις λεπτομέρειες εν τέλει υστερεί -έστω και λίγο- του πρώτου μέρους.

Πλέον, δεν μιλάμε για μια μπάντα που συστήνει τον εαυτό της και όσοι δεν τους έχουν ανακαλύψει ή εκτιμήσει δύσκολα θα το κάνουν εφεξής, ανεξάρτητα του πως θα πορευτούν στο μέλλον. Όσοι έχουν κατανοήσει τι πρεσβεύουν στον σημερινό heavy ήχο και το γουστάρουν αυτό, θα ικανοποιηθούν κι από το δεύτερο μέρος της νέας δουλειάς τους, ενώ κρίνοντας ως σύνολο τη διπλή δουλειά μπορούμε να πούμε πως πατάνε πλέον πιο γερά από ποτέ στα πόδια τους, αφήνοντας οριστικά πίσω μετριότητες τύπου "American Capitalist".
  • SHARE
  • TWEET