Elder

Lore

Stickman (2015)
Από τον Νικόλα Ρώσση, 05/03/2015
Το stoner κρατάει το φανάρι σε ραντεβού post-rock με metal κυρίες γεννημένες στα '70s
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δεν ήμουν ιδιαίτερα εξοικειωμένος με τους Elder ομολογώ. Γνώριζα ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον συγκρότημα από την Μασαχουσέτη που παίζει ένα πολύ ξεχωριστό κράμα doom και stoner αλλά δεν τους είχα αφιερώσει καθόλου από τον απίστευτα πολύτιμο χρόνο μου.

Γύρω από το "Lore", πριν καν την κυκλοφορία του, όμως έχει δημιουργηθεί ένα hype που μου κέντρισε την περιέργεια. Πλησιάζοντας να δω από που προέρχεται όλος αυτός ο καπνός, βρήκα και την φωτιά. Και βρήκα μπόλικη.

Ο χαρακτηρισμός stoner και doom είναι ένα μικρό κουτάκι που δεν μπορεί να συγκρατήσει αυτο πραγματικά πιστεύω ότι μάλλον κατά λάθος δημιούργησαν οι Elder. Το post-rock βγαίνει ραντεβού με απλές heavy metal φόρμες που ζουν ακόμα στα '70s και συζητούν πως θα ήταν ένα παιδί που έχει γονίδια από τους Isis, τους Zeppelin, τους Judas Priest και τους Mastodon. Μπορεί κάποιοι να απορήσουν με αυτές τις αναφορές, αλλά μετά την 15η ακρόαση τις βρίσκεις αρκετά εύκολα. Είναι εκεί και δουλεύουν κάτω από την επιφάνεια ενός άλμπουμ που έχει την δυνατότητα να εκτιμηθεί από τους φίλους του post-rock / metal αλλά και από τους stonerάδες, όπως και από αυτούς που εκτιμούν γενικά την καλή heavy rock μουσική με '70s φιλοσοφία.

Με ελάχιστα φωνητικά το "Lore" δεν έχει την ίδια ηχητική βαρύτητα με τους προκατόχους του -είπαμε δεν τους ήξερα καλά, αλλά έκανα homework- και οι συνθέσεις είναι τόσο πλήρεις και μεστές που θα ήταν τόσο κλισέ και περιττό να τις υποστηρίξει μια τιτάνια παραμόρφωση. Έχουν προοδεύσει μουσικά και συνθετικά και αντιλαμβάνονται ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ήχος πιο βαρύς από αεροπλανοφόρο, αλλά τραγούδια που θα κάνουν το κόσμο να ακούσει την μουσική τους ξανά και ξανά, όπως και εγώ που δεν το συνηθίζω κιόλας.

Αν και οι συνθέσεις έχουν απαγορευτική διάρκεια για τα γούστα μου, έχουν βρει μια υπερσπάνια ισορροπία και δεν υπάρχουν σημεία που επαναλαμβάνονται επ' άπειρον, ώστε να νομίζεις ότι κόλλησε η βελόνα ή το CD. Τα φωνητικά έρχονται στα κατάλληλα σημεία και γενικά όλες οι αλλαγές χωρίς να είναι υπερβολικές ή εκνευριστικά πολύ συχνές είναι έτσι ενορχηστρωμένες που δεν καταλαβαίνεις ότι μόλις άκουσες ένα τραγούδι δεκαπέντε λεπτών και όχι τριών.

Στα πέντε τραγούδια του δίσκου εναλλάσσονται πάρα πολλά συναισθήματα και μουσικές προσεγγίσεις από folk μέχρι και sludge και παρόλη την διάρκεια των τραγουδιών δεν χρειάζεται να πας να φτιάξεις καφέ μέχρι να έρθει η κορύφωση ή το «καλό» σημείο. Από το πρώτο riff κιόλας καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για κάτι που θα σου αρέσει ή όχι. Βέβαια υπάρχουν και κρυμμένοι θησαυροί στα τραγούδια, όπως κάποια εκπληκτικά περάσματα με mellotron ή με hammond που σχεδόν σε αναγκάζουν π.χ. να περιμένεις να ακουστούν στο δωδέκατο λεπτό του ομότιτλου κομματιού.

Σίγουρα το τρίο από την Μασαχουσέτη δημιούργησε ένα άλμπουμ που θα συσπειρώσει γύρω του πολύ ετερόκλητο κοινό, γιατί απευθύνεται με επιτυχία σε ένα ευρύ φάσμα ακουσμάτων, χωρίς να χάνει πουθενά την ισορροπία του αλλά και την αδιαμφισβήτητη «βαρύτητά» του.
  • SHARE
  • TWEET