Diamond Head

The Coffin Train

Silver Lining Music (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 20/05/2019
Δίχως εκπτώσεις στην ποιότητα και με τη συνθετική έμπνευση σε πλεόνασμα, το "The Coffin Train" φέρει άξια το όνομα των Diamond Head στο εξώφυλλό του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η ιστορία έχει γράψει ήδη πως οι Diamond Head συντέλεσαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση του heavy metal ήχου όπως τον ξέρουμε σήμερα, καθώς με το κοσμοϊστορικό τους ντεμπούτο αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος στο κίνημα του NWOBHM που επηρέασε κόσμο και κοσμάκη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα επιρροής των Βρετανών θρύλων σαφώς αποτελούν οι Metallica (αλλά και οι Megadeth, μεταξύ πολλών άλλων), γεγονός που είναι αναντίρρητο και καταδεικνύει τη βαρύτητα του ονόματος των Diamond Head στη μεταλλική πιάτσα, παρά τις λανθασμένες τους επιλογές και τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες για μια τεράστια καριέρα.

Αν, μάλιστα, εξετάσουμε αποκλειστικά και μόνο τη δισκογραφική πορεία της μπάντας στα χρόνια που δραστηριοποιείται, θα διαπιστώσουμε πως ανάμεσα στα πασίγνωστα και δικαίως τιμημένα άλμπουμ των πρώτων τους χρόνων ("Lightning To The Nations", "Borrowed Time") και του αμφιλεγόμενου "Canterbury" (που αποτέλεσε την αρχή του τέλους της πρώτης τους περιόδου), βρίσκει κανείς αξιοπρεπέστατα άλμπουμ, με το "Death And Progress" να φαντάζει αδίκως παραγνωρισμένο από πολύ κόσμο και το προ τριετίας ομότιτλο να αποτελεί μια ανέλπιστη (έπειτα από τη δημιουργική «κοιλιά» εντός των '00s) επιστροφή στη φόρμα.

Έτσι, διατηρώντας σχεδόν αναλλοίωτο το line-up του τελευταίου (με τον μπασίστα Dean Ashton να αποτελεί τη μοναδική διαφοροποίηση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν), ο Brian Tatler βάλθηκε να δημιουργήσει ένα διάδοχο ακόμη καλύτερο του "Diamond Head", έχοντας αυτήν τη φορά και τις πλάτες μιας δισκογραφικής εταιρείας για να διευκολύνει το έργο του. Ξεκινώντας, λοιπόν, από το βασικότερο τομέα της δισκογραφικής επιστροφής της μπάντας, είναι γεγονός πως το "The Coffin Train" αποτελεί μια δουλειά που φέρει άξια το λογότυπο των Diamond Head στο εξώφυλλό της, καθώς συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο δισκογραφικός προκάτοχος του, δίχως εκπτώσεις στην ποιότητα και με τη συνθετική έμπνευση του mainman της μπάντας να βρίσκεται ακόμη σε πλεόνασμα.

Το μπάσιμο, άλλωστε, του εναρκτήριου "Belly Of The Beast" δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αντιγνωμίες, καθώς φέρνει τον κλασικό Diamond Head ήχο στο σήμερα, με όλες τις αγαπημένες του μανιέρες παρούσες αλλά και με έναν ανανεωτικό αέρα να κάνει την ακρόαση του απολαυστική. Το "The Messenger" που ακολουθεί συνεχίζει στους ίδιους ρυθμούς, με εξαιρετικά lead κιθαριστικά μέρη από τον Tatler, ενώ στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου η ερμηνεία του Rasmus Bom Andersen βγάζει μια γλυκιά μελαγχολία που δένει άψογα με το μουσικό του σκέλος.

Στο "Shades Of Black" το μπάσο παίρνει σε αρκετά σημεία τα ηνία, ενώ τα αντιδάνεια από τους Metallica είναι εμφανή και κορυφώνονται στο riff πριν το σόλο κιθάρας (λίγο μετά το τρίτο του λεπτό). Από την άλλη, στο "The Sleeper" βρίσκουμε μια πιο επικότροπη σύνθεση με σταδιακή κλιμάκωση η οποία και στέκεται ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τραγούδια του δίσκου, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε και για το "Death By Design" που ενώ έχει το ρυθμό για να παρασύρει, εν τέλει καταλήγει μάλλον κοινότυπο.

Το "Serrated Love" απογειώνεται στο δεύτερο μισό του, με το άψογο σόλο του Tatler (ο οποίος κάνει φοβερή δουλειά σε ολόκληρο το άλμπουμ) και το κλείσιμο με τις κλασικές κιθάρες να το διασώζουν από την κατηγορία του filler, ενώ το "The Phoenix" είναι ίσως το πιο grower κομμάτι του δίσκου, μια σύνθεση με δυνατό ρεφρέν που σε κερδίζει περισσότερο με κάθε επιπλέον ακρόαση. Φθάνοντας, έτσι, στο καταληκτικό "Until We Burn", αυτή η αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης για τα όσα προηγήθηκαν επιτρέπει σε μια σύνθεση που ίσως χανόταν κάπου στο ενδιάμεσο του tracklist να λάμψει, αποτελώντας τον ιδανικό επίλογο για ένα άλμπουμ που ίσως μπορεί να κριθεί ως το συνολικά αρτιότερο της μπάντας την τελευταία εικοσιπενταετία.

Πάντως, το υλικό του δίσκου, κατά τη γνώμη μου, τα καταφέρνει περίφημα εκεί που πολλές νέες κυκλοφορίες από μπάντες ανάλογης ηλικίας χωλαίνουν. Κοινώς, η μπάντα συνέθεσε κι εκτέλεσε έχοντας το μυαλό της καθαρό από σκέψεις για ψυχαναγκαστικές επιστροφές σε κάποιον παρελθοντικό της ήχο που δεν της «βγαίνει» πλέον, με αποτέλεσμα ένω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Diamond Head ήχου να είναι παρόντα σε διάσπαρτα σημεία στο άλμπουμ, ο ήχος, το songwriting και η εν γένει προσέγγιση εδώ να παρουσιάζει αρκετούς νεωτερισμούς και σημεία που δύσκολα περιμέναμε να ακούσουμε.

Πραγματικά, ας ελπίσουμε αυτή η δεύτερη συνθετική νιότη που βιώνει ο Brian Tatler να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο, ειδικά αν τα αποτελέσματα αυτής δίνουν δίσκους σαν και το "The Coffin Train". Μιλάμε, άλλωστε, για ένα άλμπουμ-προσωπική νίκη του εμβληματικού κιθαρίστα που δείχνει όχι απλά πως «τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη», αλλά πως μπορούν και «βάζουν τα γυαλιά» σε πολλές νεότερες και θεωρητικά πιο διψασμένες μπάντες του χώρου.

  • SHARE
  • TWEET