Dan Mangan + Blacksmith

Club Meds

City Slang / Rockarolla (2015)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 30/04/2015
Ο Καναδός που έχει αργήσει να ανακαλύψει ο υπόλοιπος κόσμος
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Είναι κάποιοι δίσκοι που σου έρχονται από το πουθενά και δεν ξέρεις αν σε ενθουσιάζουν επειδή είναι τόσο καλοί ή επειδή σε αιφνιδίασαν τόσο πολύ. Στην περίπτωση του Dan Mangan, μάλλον και τα δύο. Όχι ότι είναι κάποιος τυχαίος ο Καναδός. Και τα βραβεία του τα έχει, και σεβαστή υπερδεκαετή δισκογραφία έχει, με τα LP του και τα EP του και τα όλα του. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι κάποιος του οποίου την επόμενη κυκλοφορία αναζητάς. Δεν ήταν. Γιατί με το "Club Meds" βλέπω να αλλάζουν όλα αυτά.

Για πρώτη φορά μαζί με το συγκρότημα Blacksmith, μία ομάδα μουσικών από το Vancouver που συγκέντρωσε, ο Μangan αφήνει παράμερα το αυστηρά indie folk ύφος του και αλλάζει ατμόσφαιρα και ενορχηστρώσεις. Παρότι μπορεί εύκολα κανείς να φανταστεί τα τραγούδια αυτά να τα δοκιμάζει στο σπίτι του και με μία κιθάρα, η ενορχήστρωση και η απόδοσή τους στον δίσκο είναι πολύ πιο πλούσια και τον πάει σε άλλα μονοπάτια. Είναι στιγμές που θυμίζει τη μουσική του Peter Gabriel στα τέλη των '80s / αρχές των '90s. Πουθενά δεν είναι αυτό καθαρότερο από ότι στο "Vessel", ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου και πρώτο του single.

Το δεύτερο single όμως είναι αυτό που πραγματικά καθηλώνει τον περαστικό ακροατή. Το "Mouthpiece" με τη σκοτεινή του ατμόσφαιρα που συνδυάζεται με γρήγορο ρυθμό και ένα κρεσέντο που νιώθεις ότι θα έρθει από το πρώτο δευτερόλεπτο αλλά σε χτυπάει λυτρωτικά μετά το πρώτο λεπτό, δείχνει το πόσο μακριά έχει πάει ο Mangan σε αυτόν τον δίσκο. Δεν λείπουν οι στιγμές όπου η βασική μελωδία παίζεται από την κιθάρα του και είναι, σύμφωνα με την indie folk παράδοση, η τριγύρω ενορχήστρωση που αναλαμβάνει να εμπλουτίσει το τραγούδι και να προσθέσει και μικρές δόσεις λευκού θορύβου. Το "A Doll's House/Pavlovia" είναι το καλύτερο παράδειγμα και διαχέεται πολύ οργανικά και στο επόμενο "Kitsch". Ακόμα και όταν οι ιδέες αυτές επαναλαμβάνονται και στον υπόλοιπο δίσκο, ομολογουμένως λιγότερο εντυπωσιακά, η ποιότητα των τραγουδιών διατηρείται και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η βασική σύνθεση από μόνη της είναι ήδη δουλεμένη και ποιοτική. Γι' αυτό και κάποια μπορεί να τα αφήσει γυμνά με μία κιθάρα (π.χ. "XVI") ή με μίνιμαλ σύνθια (π.χ. "Pretty Good Joke").

Στιχουργικά είναι προσγειωμένα ποιητικός. Διηγούμενος συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, οι αναζητήσεις του είναι υπαρξιακές είτε σε ό,τι έχει να κάνει με την καθημερινότητα είτε σε κοινωνικό ή διαπροσωπικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, παρότι σπάνια γίνεται απλοϊκά σαφής, τα νοήματα των τραγουδιών παίζουν ρόλο στην απόλαυση του δίσκου και τονίζουν το μουσικό αποτέλεσμα του τραγουδιού, συχνά αποτελώντας ουσιαστικά ένα ακόμα όργανο (π.χ. "War Spoils").

Διαθέτοντας και τα χιτάκια εκείνα που μπορεί να τραβήξουν εμπορικά τον δίσκο και τη βάση εκείνη που μπορεί να του δώσουν ποιότητα και αναγνώριση, το "Club Meds" είναι φτιαγμένο για να ενθουσιάσει και τους κριτικούς και το κοινό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να του δοθεί μία ευκαιρία.
  • SHARE
  • TWEET