Crom

When Northmen Die

Pure Steel (2017)
Από τον Γιώργο Τάσση, 28/12/2017
Οι Γερμανοί ξανάρχονται με το τρίτο τους άλμπουμ για να μας θυμίσουν όλα αυτά που είχαμε λατρέψει σε αυτούς πίσω στο 2008!
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πριν μιλήσουμε για τους (ή ορθότερα τον) Crom και την παρούσα δισκογραφική δουλειά, ας εξετάσουμε πρώτα για μια αδιόρατη ως επί το πλείστον διάσταση της κληρονομιάς των Bathory που θεωρώ πως έχει σημαίνοντα ρόλο στην προκειμένη περίπτωση. Οι οπαδοί του black-thrash θα έχουν πολλά περισσότερα να σας πουν για την πρώτη περίοδο των Bathory, αλλά εγώ ως κοινωνός της πιο επικής (λέγε με Manowar) στροφής τους βρίσκω μουσική ολοκλήρωση στα έργα του Quorthon που αδίκως κατά την άποψη μου φέρουν τον τίτλο viking metal. Δεν θα αναλωθώ σε αναλύσεις για το λόγο που διαφωνώ ένθεν κι ένθεν, εκείθεν και εντεύθεν (Κάκκαλος σπίκινγκ) με την συγκεκριμένη ταμπέλα, θα σημειώσω μόνο ότι εφόσον δεν μιλάμε για Σκανδιναβική φολκ «διασκευασμένη» σε ηλεκτική κιθάρα, ο όρος είναι αδόκιμος για τα Manowar-ικά έπη των Bathory. Σε αυτά αρμόζει αποκλειστικά το απλό, λιτό κι απέριττο epic metal. Έτσι, αφτιασίδωτο και μονολιθικό. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο κεντρικός πυλώνας της αναφοράς μου στον μεγάλο Σουηδό και το μουσικό όχημά του. Στην παρούσα φάση με ενδιαφέρει περισσότερο η υφή της ηχητικής πορεία των Bathory και όχι τόσο η αδιαμφισβήτη ποιότητα του έργου τους.

Ας μπούμε στο ψητό: η πορεία των Bathory από πιο ακραία μουσικά ηχοτρόπια σε πιο κλασσικά χέβι (ή επικά αν προτιμάτε) ουσιαστικά έδωσε “άλλοθι” σε πολλούς νεαρούς μουσικούς που ξεκίνησαν την πορεία τους από το black metal, να μεταπηδήσουν στην πορεία στον επικό ήχο και αυτό να φαντάζει με κάποιο τρόπο ως απόλυτα φυσική συνέχεια. Ένας τέτοιος νεαρός θαρρώ πως ήταν και ο Βαυαρός Walter Grosse ο οποίος έπειτα από διάφορες black metal παλινωδίες, αποφάσισε να επικυρώσει το εισιτήριο που άθελα του εξέδωσε σε όλους τους συνοδοιπόρους του ο Quorthon, και να ταξιδέψει από το παγοδαγκωμένα βασίλεια του βορρά στην σαφώς πιο ζεστή (γούνινη γαρ) αγκαλιά των πεδιάδων της Κιμμερίας. Η ορθότητα της απόφασης αυτής φάνηκε ήδη από το 2008, χρονιά στην οποία μας πρόσφερε την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά των Crom ονόματι "Vengeance" που έβαλε την μπάντα στο χάρτη για τον γραφόντα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο!

Στο "Vengeance" ετέθηκαν κάποια στάνταρ. Τα στάνταρ αυτά αφορούσαν σε επικά ηχοτρόπια που συνάδουν καλύτερα με τις πιο πρόσφατες δουλειές των Bathory, ενισχυμένα όμως με μια μαεστρική Τευτονική power metal-ίλα που έκανε τους Crom να ξεχωρίσουν σχεδόν άμεσα από τους πολλούς ομολογουμένως Bathory-πληκτους που δισκογράφησαν στα 00s. Η μουσική ταυτότητα της μπάντας ολοκληρώθηκε με τη συνεπικουρία της σαφώς μελωδικότερης σε χροιά φωνής του κυρίου Grosse, σε σύγκριση πάντα με αυτή του Quorthon. Στάνταρ όμως, που όσο όμορφα ετέθησαν, άλλο τόσο όμορφα κάηκαν και έγιναν στάχτες και ερείπια με το δεύτερο τους άλμπουμ ονόματι "Of Love And Death" του 2011. Η συγκεκριμένη δουλειά με είχε κεράσει πικρό καφεδάκι την εποχή που βγήκε και παρότι το καφεδάκι μου προτιμώ να το πίνω χωρίς ζάχαρη, το επικό μου metal δεν δέχομαι να μου το παρουσιάζουν χωρίς σφριγηλότητα! Το "Of Love And Death" στο μυαλό μου έχει μείνει ως μια σκιά του "Vengeance", το οποίο απέτυχε οικτρά να δικαιολογήσει το ντόρο του πρώτου άλμπουμ και που ουσιαστικά έθαψε το πρότζεκτ για σχεδόν εξί χρόνια, από το 2011 ως σήμερα. Δεν είμαι σίγουρος αν ο Walter πέρασε τα έξι αυτά χρόνια συνθέτοντας μουσική για το "When Northmen Die", αλλά εικάζω πως εκείνη  τουλάχιστον την περίοδο κάποια άκαρδη Βαυαροπούλα του είχε αφαιρέσει βιαίως την όρεξη για μελοποίηση επικών μαχών με φόντο το βόρειο Σέλας, εξ ου και η αποθαρρύνουσα αύρα του "Of Love And Death".

Ας αφήσουμε όμως το πικρό παρελθόν και ας επικεντρωθούμε στο σήμερα. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ο Walter Grosse συνθέτει, εκτελεί και τραγουδάει τα πάντα έχοντας στο πλευρό του τον αινιγματικό Seraph στα τύμπανα και μια-δυο guest συμμετοχές ακόμη που δεν αλλοιώνουν το προσωπικόν του πράγματος. Επ αυτού λοιπόν δεν χωράει καμία αμφιβολία, οι Crom είναι ο Walter Grosse και ουδείς άλλος. Μόνος του καρπώθηκε τη δόξα του ντεμπούτου, μόνος του γνώρισε την συντριβή του δεύτερου άλμπουμ και μόνος του ξαναέρχεται ως άλλος καπετάνιος της Γκόντορ να αποδείξει την αξία του. Εγώ από την πλευρά μου, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πριν την ακρόαση του νέου δίσκου να είμαι σαφώς πιο επιεικής από τον μυθικό επιστάτη της Γκόντορ, Ντένεθορ, και να του αναγνωρίσω ό,τι έχει να μας δώσει πέρα από πατρικά συμπλέγματα που ούτως ή άλλως δεν μπορώ να έχω αφού η δική μου καρδιά έχει μείνει διαχρονικά ανέπαφη στη θέα άκαρδων Βαυαροπούλων!

Την πρώτη μου ετυμηγορία θα την δώσω χωρίς περιστροφές και αγνοώντας επιδεικτικά το σώμα των ενόρκων. Το "When Northmen Die" έρχεται να επαναφέρει όλα εκείνα τα υπέροχα στάνταρ του "Vengeance" αποδεικνύοντας παράλληλα πως εκείνη η δουλειά δεν ήταν ένας παροδικός χορός από ηλεκτρόνια στα πιο υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας, αλλά κάτι περισσότερο! Πριν κάνω δώσω όμως μια πιο τεκμηριωμένη οπτική για την ποιότητα του δίσκου, οφείλω να σημειώσω ότι το "Vengeance" με είχε βρει σε σαφώς πιο φίλια πνευματική κατάσταση από ότι με βρίσκει το "When Northmen Die". Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν και του λάθος χρονισμού με τη διάθεση μου, το φετινό τους άλμπουμ φαίνεται από την πρώτη κιόλας ακρόαση να συμμαζεύει ευτυχώς τα πράγματα για το brandname Crom και παρότι μάλλον δεν είναι ισάξιο του προ 9ετίας ντεμπούτου, προσεγγίζει σε στιγμές το μεγαλείο του με πολύ πειστικό τρόπο. Δεν μας αφήνει επίσης καμία αμφιβολία για το πόσο συναρπάζει τον κύριο Grosse το βόρειο Σέλας!

Αρχικά όμως ας εξετάσουμε γιατί το νέο άλμπουμ μπαίνει νοερά κάτω από το “Vengeance”. Ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι η μεγάλη διάρκειά του. Ή έστω η εντύπωση που αφήνει πως είναι τραβηγμένο σε διάρκεια πέρα από τις δυνατότητες του, κάτι σαν τις ταινίες Χόμπιτ (για να διανθίσω και αυτή την παράγραφο με μια εσάνς από τα έργα του Τόλκιν). Στα 50 λεπτά του σαφώς πιο ισορροπημένου ντεμπούτου των Crom, το “When Northmen Die” έρχεται να προσθέσει άλλα σχεδόν 70 (συμπεριλαμβανομένου του bonus track) στα οποία υπάρχουν στιγμές που ο οίστρος δεν γίνεται εκ προοιμίου να κρατηθεί αυτούσιος. Με άλλα λόγια, ο δίσκος ακούγεται ελαφρώς άνισος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στην ποιότητα. Αυτό που δεν δουλεύει για τον γραφόντα, είναι μάλλον τα πιο φολκ/μπαλαντοειδή κομμάτια που παρότι όμορφα, δεν παύουν να πατάνε σε τετριμμένες φόρμες. Δεν θα αφήσω όμως αυτή την εκτίμηση μου χωρίς ένα αστερίσκο και θα υπενθυμίσω στους αναγνώστες πως είναι πιθανό να μην φταίνε τα κομμάτια καθεαυτά αλλά η anti-folk φάση στην οποία βρίσκομαι αυτή την περίοδο. Πέραν αυτού, διάσπαρτες στο άλμπουμ μπορούν να βρεθούν κάποιες στιγμές που δεν κολλάνε με το ύφος του δίσκου και δη το κομμάτι “Sentenced To Death” το οποίο δεν σώζεται παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ενός ντρακάρ φορτωμένου με καλλίφωνους Νορβηγούς μαχητές που έτυχε να πλεύσει μέσα από το στούντιο την ώρα της ηχογράφησής του.

Οι ατέλειες αυτές παρότι φαντάζουν σημαντικές, δεν με εμποδίζουν καθόλου στο να εκτιμήσω τα καλούδια που προσφέρει απλόχερα ο δίσκος! Ένας δίσκος που πείστηκα να επενδύσω χρόνο και κατόπιν να γράψω τις σκέψεις που διαβάζετε με μια μόνο ακρόαση του single "Behold The Lights" το οποίο ανοίγει και το άλμπουμ. Ένας δίσκος που προς μεγάλη μου τέρψη δεν περιέχει ούτε υποψία πλήκτρων και που διαθέτει άφθονα επικά χορωδιακά τα οποία μου έφεραν έντονα στο μυαλό το δεύτερο άλμπουμ των Ereb Altor. Ένας δίσκος που παρότι αναλώνεται στιχουργικά σε χιλιοτραγουδισμένη Βίκιγνκ θεματολογία (δύσκολο να κόψει κανείς μαχαίρι τα παγοδαγκωμένα βασίλεια του βορρά) και δεν αγγίζει ιδιαίτερα τις θεματικές ενότητες που υπονοεί το όνομα της μπάντας, έχει αυτή την επική αμεσότητα και σφριγηλή διάθεση που αποκλείεται να μην πείσει τον φιλικά προσκείμενο ακροατή. Ένας δίσκος που όπως και το “Vengeance” κοσμείται μεταξύ άλλων και από ένα έργο του πασίγνωστου Βέλγου καλλιτέχνη Kris Verwimp το οποίο συνδυάζει τις πράσινες αποχρώσεις των northern lights και τους θεούς της Νορβηγικής μυθολογίας, χαρίζοντας ένα ιδανικό περιτύλιγμα για το μουσικό περιεχόμενο του “When Northmen Die”. Ένας δίσκος ο οποίος πέρα από τα Bathory/Manowar γενοφάσκια του, πατάει γερά σε μερικά από τα πιο δυνατά ρεφραίν που έχω ακούσει σε δουλειά του ιδιώματος, τραγουδισμένα πάντα από την αγνή φωνή του Walter Grosse, ο οποίος δεν βγαίνει ποτέ έξω από το εύρος που του χάρισε ο Crom, κάτι που κάνει τις ερμηνείες του να ακούγονται αυθεντικές και ψυχωμένες.

Αντί για κάποιο προβλέψιμο κλείσιμο θα προτιμήσω να επιδοθώ σε ένα αγαπημένο χόμπι σχετικά με δίσκους που θεωρώ πως κρατάνε περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Ας παίξουμε ράβε-ψήλωνε με το "When Northmen Die" λοιπόν, όχι με τη λογική ότι τα κομμάτια που θα άφηνα απέξω είναι ανάξια, αλλά με την αποστολή να το κάνω πιο άμεσο και προσβάσιμο από ότι νομίζω πως είναι. Έχουμε και λέμε, κρατάμε σίγουρα τα έπη "Behold The Lights", "Shields Of Gold", "Betrayal", "One Step To The Lake Below", το υπέρτατο ομώνυμο έπος "When Northmen Die" και το εξαιρετικό bonus track "The Millenium King" το οποίο κάποιος τρελάκιας θεώρησε ότι δεν έχει θέση στην κανονική έκδοση του δίσκου αντί ας πούμε για το παντελώς αψυχολόγητο "Sentenced To Death"! Κατόπιν πλαισιώνουμε τα προαναφερθέντα κομμάτια με δυο ακόμη από τα φολκίζοντα (με το "All Alone" σίγουρα μέσα στη δυάδα) και έχουμε μάνι μάνι μια κυκλοφορία 8 κομματιών που θα έμπαινε για πλάκα στην πεντάδα μου για φέτος και που θα κόντραρε στα ίσια το ντεμπούτο τους! Επειδή όμως δεν υπήρξα ποτέ παραγωγός/μάνατζερ καμίας μπάντας και ούτε σκοπεύω να γίνω, θα αρκεστώ στο να τοποθετήσω το "When Northmen Die" όπως το έφτιαξε ο δημιουργός του στη δισκοθήκη μου δίπλα στο "Vengeance" χωρίς ντροπή και σε μια εκ των τελευταίων θέσεων της 15αδας μου για τις αγαπημένες κυκλοφορίες του 2017. Όσο για τους Crom, αυτοί ξαναπαίρνουν τη θέση τους στο πίσω μέρος του μυαλού μου και στο μέλλον θα αναμένω από αυτούς κάτι σίγουρα πιο συμμαζεμένο από το "When Northmen Die", δυνητικά εξίσου δυνατό με το "Vengeance" και γιατί όχι; - ακόμα καλύτερο!

  • SHARE
  • TWEET