Bruce Springsteen

Wrecking Ball

Sony (2012)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 09/03/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Οι «προσωπικοί» δίσκοι του Bruce Springsteen έχουν ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτούς που τον συνοδεύει η E Street Band. Όχι φυσικά γιατί είναι καλύτεροι. Αλίμονο, το παρελθόν έχει αποδείξει ότι όποιες και από τις ξεχωριστές στιγμές του «αφεντικού» και να κοιτάξουμε, στις καλύτερες θα βρούμε τους πιστούς συνοδοιπόρους δίπλα του. Απλά η ελευθερία που του δίνουν του επιτρέπει να κινείται σε διαφορετικούς χώρους και είδη σε αντίθεση με τον λίγο πολύ παγιωμένο ήχο των E Street Band. Έτσι, μπορεί να μεταβαίνει από το σκοτεινό και εσωστρεφές “The Ghost Of Tom Joad”, μέχρι το πανηγυρικό και λαϊκό “We Shall Overcome” χωρίς περιορισμούς. Υπό αυτή την έννοια η επιλογή (ή άραγε η ανάγκη έπειτα από το θάνατο του Clarence Clemons;) να υπογράψει το δίσκο με το όνομά του και μόνο είναι αρκετή να προκαλεί εικασίες για το τι μπορεί να ακούσουμε.

Υπό αυτό το πρίσμα ο δίσκος ξεκινά με ένα πράδοξο, καθώς το εναρκτήριο τραγούδι και πρώτο single του άλμπουμ, “We Take Care Of Our Own” είναι μία αναπάντεχη επιστροφή στην εποχή του “Born In The USA”. Τόσο ηχητικά, με τα πλήκτρα να τονίζουν ένα απλό riff, όσο και στιχουργικά με αμφίσημους πατριωτικούς (;) στίχους. Βέβαια ο Springsteen πάντοτε είχε στη μουσική του μία ποιότητα σχεδόν εμβατηριακή, δηλαδή μελωδίες και ρυθμούς που ακούγονται με το χέρι ψηλά και τη γροθιά σφιγμένη. Εδώ όμως φαίνεται ως όχι μόνο ένα ιδιοσυγκρασιακό παραλοιπόμενο αλλά ως στόχος και για το λόγο αυτό κάνει και το αποτέλεσμα λίγο «πλαστικό».

Και δεν είναι το μόνο. Αντίστοιχα το “Land Of Hopes And Dreams” έχει παρόμοιο αποτέλεσμα. Τυπικά καλό για Sprinsteen. Υπερβολικά τυπικά όμως, τόσο που μάλλον θα χαθεί στη συνολική δισκογραφία του και θα μείνει στη μνήμη για την τελευταία φορά που ακούσαμε το σαξόφωνο του «Big Man» Clarence Clemons. Το παράδοξο που επαναλαμβάνεται, εδώ εξηγείται, βέβαια, αν συνυπολογίσουμε ότι το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε για την E Street Band. Αντιθέτως το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι που συμπληρώνει την «τριλογία» των ομόηχων συνθέσεων, είναι το καλύτερο των τριών και ίσως και του συνόλου. Ξεκινάει με τον Springsteen να τραγουδάει πάνω από τη ρυθμική ηλεκτρική του για να προστεθούν σταδιακά βιολί, κρουστά και τελικά το σαξόφωνο που απογειώνει το κομμάτι και του αλλάζει χαρακτήρα. Έχει ανάλογη ιστορία με το προαναφερθέν αφού παίχτηκε αρκετές φορές στις ατελειώτες περιοδίες του Springsteen και είναι αφιερωμένο με απλούς αλλά ζεστούς στίχους στο γήπεδο των Giants πριν αυτό κατεδαφιστεί.

Τα προαναφερθέντα τραγούδια δεν αντιπροσωπύουν τον πραγματικό χαρακτήρα του “Wrecking Ball” όμως, ο οποίος φανερώνεται μέσα από τα εργατικά folk τραγούδια που φέρνουν περισσότερο στο μυαλό το φόρο τιμής του Springsteen στον Pete Seeger ή την Ιρλανδέζικη παράδοση. Αυτά κινούνται κυρίως σε ακουστικούς ήχους με χρήση διάφορων «περίεργων» οργάνων τύπου μπάντζο, ακκορντεόν, μαντολίνου, βιολιού κτλ. Άλλοτε ευχάριστα, αισιόδοξα και παιχνιδιάρικα άλλοτε κυνικά, μαχητικά ή πεσιμιστικά έχουν ακόμα το πλεονέκτημα ότι με την εργατική (blue collar) θεματολογία τους ξεφεύγουν λίγο από τον στενο Αμερικάνικο προσανατολισμό των υπόλοιπων.

Το σύνολο προκύπτει άνισο. Όχι τόσο σε σχέση με το πόσο οι συνθέσεις πετυχαίνουν το σκοπό του δημιουργού τους όσο σε συνάρτηση με την έλλειψη συνοχής τους. Αυτό που αναβλύζει συχνά από το “Wrecking Ball” είναι ότι ο Springsteen βιάστηκε. Θα μπορούσε να χωρίσει τις δημιουργίες του στα δύο συγκεντρώνοντας τα πιο ηλεκτρικά, συνυφασμένα με τον ήχο του και εξαιρετικά συναυλιακά τραγούδια του σε ένα άλμπουμ και να μαζέψει σε άλλο τα πιο προσανατολισμένα στην παραδοσιακή μουσική. Ακόμα και έτσι πάντως καταφέρνει να προσφέρει μερικές ακόμα στιγμές που θα χαροποιήσουν τους φίλους του και θα επιβεβαιώσουν τη θέση του. Η καρέκλα του αφεντικού δεν τρίζει ακόμα.
  • SHARE
  • TWEET