Bob Dylan

Tempest

Columbia (2012)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 14/09/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, "Η Τρικυμία" ("The Tempest") ήταν το τελευταίο έργο που έγραψε μόνος του ο William Shakespeare, πέντε χρόνια πριν αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο, το 1611. "Tempest" λέγεται και το 35ο άλμπουμ του Bob Dylan, το οποίο έρχεται 50 χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο του και ενώ διανύει το 72ο έτος της αδιανόητα επιδραστικής ζωής του. Ερωτηθείς, πρόσφατα, από δημοσιογράφο του Rolling Stone για το εάν υπάρχει κάποιος λόγος που διάλεξε τον ίδιο τίτλο με εκείνον που έδωσε ο μεγάλος ποιητής στο τελευταίο έργο του, ο Dylan ήταν κατηγορηματικός: «Ο δίσκος μου ονομάζεται "Tempest". Χωρίς το 'The'. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς τίτλους». Αυτός είναι ο Dylan. Προφητικός, φλεγματικός και λεπτολόγος, αλλά πάντοτε ευέλικτος. Δεν τον πιάνεις από πουθενά.

«I ain't dead yet, my bell still rings», μας λέει στο "Early Roman Kings" και δεν έχουμε κανέναν λόγο να τον αμφισβητήσουμε, ιδιαίτερα τώρα που -για ακόμη μια φορά- βρισκόμαστε ενώπιον ενός δίσκου γεμάτου με απτές αποδείξεις. Ακόμη κι αν απομονώναμε τα τρία τελευταία κομμάτια του δίσκου (μία «murder ballad», μια σκληρή ματιά στα όσα συνέβησαν καθώς ο Τιτανικός βυθιζόταν και μια «προσευχή» για τις τελευταίες στιγμές του παλιόφιλου John Lennon), δε θα χρειαζόμασταν τίποτε παραπάνω για να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων οποιαδήποτε αμφιβολία: ο Dylan εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα και δικαιωματικά κατέχει εξέχουσα θέση στην εμπροσθοφυλακή του σήμερα.

Καλώς ήρθατε σε ένα -όχι ιδιαίτερα βολικό είναι η αλήθεια- ταξίδι με αφετηρία και προορισμό τις ρίζες της αμερικανικής μουσικής ιστορίας. Επιβιβαστείτε στο μουτζουριασμένο ατμοκινούμενο μουσικό χρονοντούλαπο που βρέθηκε στο δρόμο σας και καθίστε όπου βρείτε. Εάν υπάρχει ζώνη, προσδεθείτε γιατί, όπως συμβαίνει και στην ταραγμένη εποχή μας, οι αναταράξεις είναι αναπόφευκτες - και αυτό δεν είναι το χειρότερο, καθώς τα πραγματικά κακά νέα είναι ότι διαγράφουμε τροχιά σύγκρουσης. Μηχανοδηγός σας για σήμερα ο αέναα ευρηματικός Bob Dylan, ο οποίος, με απόλυτα ήρεμη φωνή διηγείται τις ιστορίες που τον γοητεύουν με τρόπο που καθηλώνει.

Το έκανε πάλι το θαύμα του ο γερο-Bob. Το "Tempest" είναι ένα θαυμάσιο άλμπουμ γεμάτο στιγμές που ξαφνιάζουν. Η μουσική του δεν αποκλίνει από αυτό που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, αλλά δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που τον ακούει σήμερα αναζητώντας μουσική καινοτομία. Για ακόμη μια φορά κινείται στην ασφαλή ζώνη του Blues / Rockabilly / Tex-Mex / Country / Folk καταφυγίου των τελευταίων δίσκων και όλα δουλεύουν ρολόι χάρη στην καλοκουρδισμένη μπάντα που τον πλαισιώνει υποδειγματικά σε ό,τι έχει κάνει μετά το "Love And Theft" (στις Η.Π.Α. είχε κυκλοφορήσει την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, όπως συνέβη και με το "Tempest" φέτος).

Στα μέρη μας πολλοί στάζουν χολή για τις φωνητικές του δυνατότητες και η αλήθεια είναι ότι -με συμβατικούς όρους- δεν έχουν άδικο, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε στη Μαλακάσα προ διετίας. Στο 35ο άλμπουμ του ακούγεται πιο βραχνός από ποτέ, (σε βαθμό που κάνει τον Tom Waits να μοιάζει με τροφαντή υψίφωνο στη Σκάλα του Μιλάνου), αλλά μόνο όσοι παρακολουθούν το έργο του αποσπασματικά δεν έχουν καταλάβει ότι η γδαρμένη φωνή του δεν είναι, πλέον, τίποτε περισσότερο από ένα όργανο που χρησιμοποιείται για να μεταδώσει με ακρίβεια το τραχύ μήνυμα που έχει στο μυαλό του, υπογραμμίζοντας την οξύτητα του πνεύματός του, η οποία παραμένει ανέπαφη στο πέρασμα του χρόνου. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απολύτως δίκαιο να τον προσεγγίσουμε περισσότερο σαν έναν λογοτέχνη που αφηγείται τις ιστορίες του με μουσική υπόκρουση, παρά σαν έναν τυπικό performer. Και δεν υπάρχει αμφιβολία, αν ειδωθεί κατά αυτόν τον τρόπο, ο Dylan (εξακολουθεί να) διαπρέπει και το "Tempest" είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ.

Το "Duquesne Whistle" που ανοίγει τον δίσκο κι ιδιαίτερα η πανέμορφα αμέριμνη εισαγωγή του μας μεταφέρουν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα σε μια άλλη εποχή. Η ατμόσφαιρά του φέρνει στο μυαλό το "Nashville Skyline Rag" από το "Nashville Skyline" (1968) και το "Thunder On The Mountain" από το "Modern Times" (2006), ενώ η μελωδία του θυμίζει το "Whispering", μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ορχήστρας του Paul Whiteman από το μακρινό 1920 (η μουσική του "Whispering" είχε γραφτεί το 1917 από τον Vincent Rose, ο οποίος το 1940 συνέθεσε και το "Blueberry Hill" που έγινε αθάνατο το 1956 στην εκτέλεση του Fats Domino). Συγχωρείστε μου τις τόσο μακρινές αναφορές, αλλά δε νομίζω ότι έχει το παραμικρό νόημα να μπούμε στη διαδικασία να μιλήσουμε για τον Dylan του 21ου αιώνα χωρίς να ανατρέξουμε στο παρελθόν και ιδιαίτερα στα χρόνια του μεσοπολέμου. Είναι γνωστή, άλλωστε, η γοητεία που ασκεί πάνω του η εποχή εκείνη, όπως φάνηκε κι από το περιεχόμενο των θεματικών ραδιοφωνικών εκπομπών του.

Το κομμάτι ξεκινάει γλυκά και συνεχίζει σαν ένα ανέμελο ταξίδι πάνω σε ένα βαγόνι που κυλάει σε ολότελα λείες ρυθμικές ράγες. Κάπως έτσι είναι και το video clip, το οποίο, ωστόσο, παίρνει μια απροσδόκητη τροπή και τελικά μοιάζει περισσότερο με το δίσκο, παρά με το εν λόγω track. Η χαρωπή, γκαφατζίδικη ατμόσφαιρα που θυμίζει Charlie Chaplin υποχωρεί απότομα για να δώσει τη θέση της σε ένα σκηνικό ωμής βίας που ξαφνιάζει. Ο Dylan βαδίζει αξιοσημείωτα ευθυτενής (σαν τον Richard Ashcroft των Verve στο "Bitter Sweet Symphony", περιτριγυρισμένος από μια αλλοπρόσαλλη παρέα.

Αισθητικά, μοιάζει να έχει «καταλύσει» στα χρόνια του μεσοπολέμου, τα οποία συγκλονίστηκαν από την οικονομική κρίση του 1929. Την ίδια στιγμή, όμως, ζει και διαμορφώνει το σήμερα, έστω κι αν παραμένει αποστασιοποιημένος. To σημαντικό μέρος του έργου του πάντοτε αντανακλούσε σαν καθρέφτης την εκάστοτε εποχή.  Έτσι και τώρα, θα ήταν αδύνατον να τον αφήσουν αδιάφορο τα τωρινά ράμματα που έχουν ράψει για τη γούνα μας, τα οποία δημιουργούν φριχτές ομοιότητες των χρόνων που διανύουμε με την εποχή πριν και μετά το κραχ του 1929. Κάπου πήρε το αυτί μου ότι, ακόμη και στην εβδομάδα μόδας της Νέας Υόρκης η μόδα της περιόδου εκείνης αποτέλεσε κύρια πηγή έμπνευσης.  Η αισθητική των αρχών του περασμένου αιώνα έχει επανέλθει στο προσκήνιο (μη ξεχνάμε ότι το φετινό Oscar δόθηκε σε μια βωβή ταινία) και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που ο παλιομοδίτικος Dylan φαντάζει τόσο καίριος σήμερα.

Λίγο αφότου ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις στο studio Groove Masters του Jackson Browne στη Santa Monica, ο Dylan είχε δηλώσει ότι στις προθέσεις του ήταν η δημιουργία ενός «θρησκευτικού» άλμπουμ. Ο νους όσων έχουν παρακολουθήσει τη δαιδαλώδη διαδρομή της καριέρας του ήταν αδύνατον να μην πάει στα (κάθε άλλο παρά δημοφιλή) τρία άλμπουμ της λεγόμενης «χριστιανικής αναγέννησης» που είχε κυκλοφορήσει τριάντα και πλέον χρόνια πριν ("Slow Train Coming" - 1979, "Saved" - 1980 και "Shot Of Love" - 1981). Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της πίστης που δοκιμάζεται σε δύσκολες καταστάσεις επανέρχεται σαν επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε διάφορα σημεία του δίσκου (π.χ. στα "Long And Wasted Years" και "Pay In Blood"), αλλά σήμερα μπορούμε να πούμε ότι το "Tempest" δεν είναι ένα άλμπουμ αυτής της συνομοταξίας.

Είναι αξιοθαύμαστο πως βρίσκει το κουράγιο να «επισκεφθεί» μερικές από τις πιο δύσβατες περιοχές της ζωής του. Στο "Long And Wasted Years" προσπαθεί να επουλώσει τις οικογενειακές πληγές του και ακούγεται σπαρακτικός.

«We cried on a cold and frosty morn
We cried because our souls were torn
So much for tears, so much for these long and wasted years.»

Στο "Pay In Blood" ακούγεται ληστρικός καθώς αντιμετωπίζει τους πολέμιούς του, οι οποίοι -ως γνωστόν- μόνο λίγοι δεν ήταν στην 50ετή διάρκεια της ταραχώδους καριέρας του.

«How I made it back home, nobody knows
Or how I survived so many blows
I've been through hell, what good did it do?»

Η πίκρα και η διάθεση για εκδίκηση είναι διάχυτη καθώς ρωτάει: «You bastard, I'm supposed to respect you? I'll give you justice». Σας φαίνεται κακή η φωνή του; Πείτε μου με ποιά άλλη φωνή θα μπορούσε να πει τα λόγια «I pay with blood, but not my own» και να ακούγεται τόσο πειστικός.

Η πιο folk μελωδία του δίσκου είναι το "Scarlet Town", το οποίο έχει αρκετές ομοιότητες με το "Ain't Talkin'" που κλείνει το "Modern Times" (2006). Το βιολί και το μπάντζο βρίσκονται στο προσκήνιο εδώ. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι το εναρκτήριο track του εξαιρετικού περυσινού "Harrow & The Harvest" της Gillian Welch είχε ακριβώς τον ίδιο τίτλο. Δεν θα ξαφνιαζόμουν καθόλου εάν μάθαινα ότι ο Dylan παρακολουθεί την πορεία της σπουδαίας κυρίας της Americana.

Μαζί με το "Narrow Way", το "Early Roman Kings" είναι ό,τι πλησιέστερο στα roadhouse blues που αποτελούν το σήμα κατατεθέν στις τελευταίες δουλειές του. Ο David Hidalgo των Los Lobos με το χαρακτηριστικό του παίξιμο στο ακκορντεόν προσθέτει τσαγανό σε ένα track που πατάει στο "Mannish Boy" του Muddy Waters. Ο Charlie Sexton με το Stu Kimball στις κιθάρες, ο Tony Garnier στο μπάσο και ο George G. Receli στα drums αποτελούν μια εξαιρετική «Άγρια Συμμορία» που θυμίζει εκείνη του Sam Peckinpah. Στην παραγωγή ο Αρχισυμμορίτης Jack Frost (δηλαδή ο Dylan) και όλα ακούγονται θαυμάσια, αλλά δεν είναι εκεί που βρίσκεται η ουσία.

Δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες για το ποιοί είναι οι «βασιλιάδες» του "Early Roman Kings". Πρόκειται για τους μεγαλοκαρχαρίες που έχουν βυθίσει τον πλανήτη στη δυστυχία, τους οποίους παρουσιάζει σαν αρπακτικά  («in their sharkskin suits, bow-ties and buttons and high-top boots»).

«The meddlers and the peddlers, they buy and they sell
they destroyed your city, they'll destroy you as well.»

Το μίσος και η περιφρόνηση του για εκείνους παραμένει αναλλοίωτο, λες και δεν έχει περάσει μια μέρα από το "Masters Of War".

«I could strip you of life, strip you of breath
Ship you down to the house of death

Έχει ήδη χυθεί πολύ αίμα, αλλά σε σχέση με το δράμα που ακολουθεί -πιστέψτε με- έχουμε φτάσει ως εδώ σχεδόν ανώδυνα. Αυτό που μας περιμένει στα τρία τελευταία κομμάτια είναι μια πραγματική έκπληξη. Τρία εξαιρετικά (ακόμη και για τα δικά του μέτρα) κομμάτια τα οποία αθροιστικά έχουν διάρκεια που υπερβαίνει τα 30 λεπτά συνιστούν μια  από τις πιο ευπρόσδεκτες εκπλήξεις της χρονιάς.

Το "Tin Angel" είναι μια folk μελωδία γεμάτη ολοζώντανες εικόνες. Μια εννιάλεπτη μπαλάντα με κεντρικό θέμα την βίαιη εκδίκηση σε μια μακρινή εποχή. Το τέλος του βρίσκει τους τρεις τραγικούς ήρωες να κείτονται νεκροί («forever to sleep»). Θα μπορούσε να ήταν το αποκορύφωμα του δίσκου και θα ήμασταν μια χαρά ευχαριστημένοι από τον Dylan στα 71 του, αλλά δεν είναι. Ο Dylan μας φυλάει κάτι ακόμη καλύτερο και για αυτό είναι αυτός που είναι.

Στο "Tempest", το ομότιτλο track του άλμπουμ επί δεκατέσσερα λεπτά δημιουργεί μια αναπαράσταση των φριχτών στιγμών που εκτυλίχθηκαν στην τραγωδία του Τιτανικού. Εδώ αξιοποιεί το ρυθμό του waltz και δε δείχνει ιδιαίτερη διάθεση να παραθέσει τα γεγονότα με ακρίβεια. Βασίζεται στην ταινία του James Cameron και φτάνει στο σημείο να επιλέξει ως πρωταγωνιστή της ιστορίας του τον Leonardo Di Caprio! Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει σε τίποτε να πλάσει συνταρακτικές εικόνες και να τις διηγηθεί με τρόπο συγκλονιστικό.

O Dylan αιχμαλωτίζει με μοναδικό τρόπο τη σύγχυση, την αγωνία και τον πόνο των τελευταίων στιγμών, προτού το γιγαντιαίο κρουαζιερόπλοιο αναπαυτεί για πάντα στα παγωμένα βάθη του Ατλαντικού παίρνοντας μαζί του 1502 ψυχές. Τραγικές προσωπικές ιστορίες παρουσιάζονται διαδοχικά, όπως αυτή του Καπετάνιου, ο οποίος τη στιγμή της βύθισης βλέπει την αντανάκλασή του στο τζάμι της πυξίδας και

«in the dark illumination, he remembered bygone years
He read the Book of Revelation, filled his cup with tears.»

Οι αλληγορίες λειτουργούν περίφημα και έχουμε μια εξαίσια μεταφορά της ιστορίας του Ίκαρου για τις συνέπειες της άμετρης φιλοδοξίας του ανθρώπου που οδηγούν στην αναπόφευκτη σύγκρουση που λέγαμε. Μπορεί να μην είμαστε στο 1965, αλλά το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου μπορεί άνετα να σταθεί δίπλα στο "Desolation Row" από το "Highway 61 Revisited".

Κανένα τραγούδι δεν θα μπορούσε να μας προετοιμάσει καλύτερα για τη συγκίνηση που παραμονεύει στο "Roll On John" που κλείνει τον δίσκο. Ο Dylan μας μεταφέρει στις τελευταίες στιγμές του τραγικού τέλους που είχε ο παλιόφιλός του John Lennon. Το να ακούς τον ακούς να αναπαράγει τους στίχους «I heard the news today, oh boy» από το "A Day In The Life" των Beatles είναι στα αλήθεια ισοδύναμο με τη στιγμή που οι Rolling Stones εκτέλεσαν το (δικό του) "Like A Rolling Stone". Κάτι μου λέει ότι στο μέλλον το "Roll On John" θα μνημονεύεται σαν μια προσευχή ενός κορυφαίου καλλιτέχνη προς έναν άλλον.

Ο δεύτερος σημαντικότερος καλλιτέχνης όλων των εποχών (πίσω μόνο από τους Beatles, σύμφωνα με δημοψήφισμα καλλιτεχνών που έγινε για λογαριασμό του Rolling Stone) μας έδωσε έναν ακόμη εξαιρετικό δίσκο. Το βάρος του βρίσκεται ξεκάθαρα στους στίχους και στην αφήγηση και στα πεδία αυτά μόνο για έναν πραγματικό θρίαμβο μπορούμε να μιλάμε. Εκτοξεύει λογοπαίγνια και ζωντανεύει μερικές από τις πιο βίαιες εικόνες που έχει ζωγραφίσει στην τεράστια δισκογραφία του, χωρίς, ωστόσο, να χάνει το χιούμορ του. Λίγοι μπορούν να γράψουν ιστορίες σαν κι αυτές και ελάχιστοι από αυτούς μπορούν να τις διηγηθούν με τόσο αλησμόνητα παραστατικό τρόπο. Το "Tempest" θα μείνει ως ένας από τους πιο σκοτεινούς δίσκους του. Συγχρόνως όμως, θα μείνει και ως ένας από τους καλύτερους της τελευταίας φάσης της κολοσσιαίας καριέρας του. Ο γερο-Bob το έκανε και πάλι το θαύμα του.
  • SHARE
  • TWEET