Black Label Society

Order Of The Black

E1 Music (2010)
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 02/09/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Τέσσερα χρόνια μετά το "Shot To Hell", που έτυχε μέτριας υποδοχής από τον μουσικό Τύπο, οι Black Label Society επιστρέφουν με την όγδοη δισκογραφική τους δουλειά. Μετά από σχεδόν 23 χρόνια, ο Zakk Wylde έχει απαλλαχθεί των καθηκόντων του ως κιθαρίστας στο πλευρό του Ozzy και έρχεται να μας προσφέρει έναν από τους καλύτερους δίσκους που έχει γράψει εδώ και καιρό. Όσο χαρακτηριστική «love it or hate it» περίπτωση και να αποτελούν οι BLS, αλλά και ο ίδιος ο Zakk, κανείς δε μπορεί να παραβλέψει τις ικανότητές του, το απόλυτα προσωπικό του παίξιμο και τον αντίκτυπο που έχει προκαλέσει στη σύγχρονη σκληρή μουσική. Ακόμα κι αν πολλές φορές όλα αυτά υποσκελίζονται από την πληθωρική του περσόνα και το μεγάλο προκλητικό του στόμα. Όμως όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά.

Ηχογραφημένο στο καινούριο studio του Wylde, το "Order Of The Black" περιέχει ό,τι ακριβώς περιμένεις να ακούσεις από δαύτους. Ασήκωτα riff, μεθυστικό southern παίξιμο, εκπληκτικά solo, ποικιλία ταχυτήτων, μερικά μπαλαντοειδή με πιάνο και την ιδιαίτερη βλαχιά στα φωνητικά του Zakk, που -σημειωτέον- στο παρόν album είναι ίσως τα καλύτερα που έχει ηχογραφήσει ποτέ. Αφού λοιπόν ξέρουμε τι να περιμένουμε, μας μένει να αγωνιούμε μόνο για την ποιότητα του αποτελέσματος.

Και εκεί είναι που το "Order Of The Black" υπερτερεί των πιο πρόσφατων προκατόχων του, αφού εμφανίζεται πιο ισορροπημένο αλλά και νηφάλιο. Το εναρκτήριο "Crazy Horse" είναι ένα τυπικό χαμηλοκουρδισμένο BLS κομμάτι, που, χωρίς να εντυπωσιάζει, ανοίγει ιδανικά τον δίσκο με τα Pantera-meets-Allman Brothers riff του. Στη συνέχεια, το "Overlord" κλείνει το μάτι στον Ozzy, κινούμενο σε πιο πρωτογενείς Sabbath-ικές κατευθύνσεις, ενώ περιέχει και ένα από τα καλύτερα solo του δίσκου, διάκριση διόλου ευκαταφρόνητη σε album του Zakk Wylde. Την πρώτη τριάδα συμπληρώνει το "Parade Of The Dead", ένα απλοϊκό speed-άτο κομμάτι, που θυμίζει τα πρώτα επαγγελματικά βήματα του Wylde και θα μπορούσε να είχε βγει από το "No Rest For The Wicked". Στο "Darkest Days" η μπάντα δείχνει την πιο ευαίσθητη πλευρά της, με το πιάνο να πρωταγωνιστεί και την bluesy ατμόσφαιρα να έχει κάτι από Lynyrd Skynyrd. Το -μικρό αλλά τέλειο- solo προς το τέλος καθώς και οι καλογραμμένοι στίχοι απογειώνουν το κομμάτι.

Συνέχεια με άψογα δείγματα βρώμικου metal στα "Black Sunday" και "Southern Disillusion", πριν έρθει το δεύτερο διάλειμμα με τη μορφή του στοιχειωμένου πιάνου στο "Time Waits For No One". Ακόμα μία φορτισμένη μπαλάντα, που έχει ως κέντρο βάρους της το ανυψωτικό solo και αποτελεί ένα μικρό διαμάντι. Το πιο αργό κομμάτι του δίσκου έρχεται σε απόλυτο contrast με το "Godspeed Hellbound", ένα από τα βαρύτερα και πιο γρήγορα κομμάτια του "Order Of The Black" (παρά το πανέμορφο ακουστικό break), στο οποίο ο νέος drummer, Will Hunt (Evanescence, Methods Of Mayhem), προβάλλει τις ικανότητές του. Προσωπικό αγαπημένο το "War Of Heaven" που έπεται, με την ενδιαφέρουσα μίξη των Alice In Chains / Pantera (αν και η εισαγωγή του θυμίζει έντονα αυτή του "None But My Own" των Machine Head), πάντα μέσα από το πρίσμα των BLS. Η τρίτη (και μάλλον η καλύτερη) μπαλάντα του album συναντάται στο "Shallow Grave", με μία πολύ δυνατή φωνητική ερμηνεία του Wylde. Ακόμα ένα highlight, παρά την παντελή έλλειψη κιθάρας.

Το τραγούδι-έκπληξη του δίσκου ακούει στο όνομα "Chupacabra", ένα μονόλεπτο ορχηστρικό flamenco, που λειτουργεί σαν εισαγωγικό ιντερλούδιο για το "Riders Of The Damned", ένα ακόμα χαρακτηριστικό BLS τραγούδι, τιγκαρισμένο στα pinch harmonics. Το album κλείνει με το "January", ένα κομμάτι που έγραψε ο Wylde για τον πρόσφατο χαμό του πατέρα του, και, παρότι είναι κι αυτό μία πανέμορφη ακουστική μπαλάντα, αφήνει μία γλυκόπικρη αίσθηση, όντας μάλλον ακατάλληλο για κλείσιμο.

Εν ολίγοις, το "Order Of The Black" είναι μία πολύ αξιόλογη επάνοδος για τους Black Label Society. Σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος δίσκος τους, όμως είναι συμπαγής, ώριμος, ενεργητικός και μοιάζει απόλυτα εστιασμένος. Παράλληλα με το χαρακτήρα του, διατηρεί και το στοιχείο της φρεσκάδας, που υλοποιείται μέσα από μικρές αλλαγές στη μουσική τους, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο χαρακτηρισμός «ακόμα ένα album του Zakk Wylde».
  • SHARE
  • TWEET